Χαζεύω, κατ’ επανάληψη, τις τελευταίες μέρες το βίντεο με το μπάχαλο στην Ερμού. Το «χαζεύω», δε, με όλες τις ερμηνείες του. Και με έκπληξη και με προσήλωση (ενώ είναι κάτι για το οποίο ακόμη και το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον εξαντλείται έπειτα από δυο-τρεις φορές), αλλά και με μία απορία που επανέρχεται κάθε τόσο. «Χάζεψα εγώ ή άλλαξε ο κόσμος;». Και επειδή το «κόσμος» το περιορίζω στον χώρο των αναρχικών, έτσι όπως καταγραφόταν πριν από δεκαετίες, μάλλον συμβαίνει το δεύτερο. Διότι αυτοί που σήμερα αυτοπροσδιορίζονται ως αντιεξουσιαστές αλλά δρουν ως «μπαχαλάκηδες» δεν αποτελούν ούτε μετεξέλιξη ούτε συνέχειά τους. Οι αναρχικοί που ξέραμε φημίζονταν, πρώτα απ’ όλα, για τα ευφυή τους συνθήματα. Ή για την ανατροπή της στερεοτυπικής, κομματικής συνθηματολογίας. «Εμπρός στον έτσι που χάραξε ο τέτοιος». Τι είναι αυτό το «Σκατά στη Δικαιοσύνη» δίπλα στη σπασμένη βιτρίνα; Σαν πεντάχρονο που θέλει να δείξει ότι μεγάλωσε επειδή έμαθε βρωμόλογα. Μια ολική επαναφορά στα κλισέ της δαιμονοποίησης της καταναλωτικής κοινωνίας από τα βάθη του υπαρκτού σοσιαλισμού. Που εκτονώνεται κόβοντας χαράτσια για επισκευές σε μικροκαταστηματάρχες που αγωνίζονται να επιβιώσουν.
Και μετά, είναι και κάτι άλλο. Παρατηρώ την κίνηση και τη σωματοδομή αυτών των παιδιών με τις κουκούλες. Καμία ένταση, καμία αγανάκτηση, κανένα νεύρο. Μια υφέρπουσα βαρεμάρα. Τώρα μάλιστα που δεν έχουν και την Αστυνομία μέσα στα πόδια τους, ακόμη μεγαλύτερη. Σπάνε τις βιτρίνες σαν εργάτες οικοδομής που περιμένουν να τελειώσει η βάρδια τους. Νέα παιδιά με μεγάλες περιφέρειες που τρέχουν πέντε μέτρα και σταματάνε λαχανιάζοντας. Τελικά, η κάθε εποχή έχει τα μπάχαλα που της αξίζουν.