Η φωτογραφία αυτή έχει τραβηχτεί στην Ηπειρο, στο χωριό Ανω Περιστέρι, το 1961. Η Ελένη, η Μαρία και η Λαμπρινή, τρία κοριτσάκια, αντικρίζουν θαρρετά και κατάματα τον φακό του Robert McCabe. Βρίσκονται στον χώρο τους, στην καθημερινότητά τους. Περιβάλλονται από μια φύση γκρίζα, μουντή και αισθητά μελαγχολική, την οποία διασπούν τα φωτεινά χαμόγελα της παιδικότητας και ο συναισθηματισμός μιας στενής κοριτσίστικης σχέσης.
Σκηνές και σκηνικά όπως αυτό χαρακτηρίζουν την ελληνική επαρχία στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου –αλλά μόλις έξι από την τελευταία πολιτική εκτέλεση του Εμφυλίου. Στα χωριά της επικράτειας εύκολα ανιχνεύονται οι μνήμες και οι απώλειες, συχνά ανάμεσα σε ερείπια και κατοικίες υπό ανοικοδόμηση. Επικρατεί ένδεια, καταχωνιασμένα πολιτικά πάθη, στερήσεις, απομόνωση, χωματόδρομοι, κλειστοί ορίζοντες. Ο ηλεκτρισμός δεν έχει ακόμη φθάσει παντού, τα σχολεία είναι μονοτάξια δημοτικά και οι μαθητές χρειάζεται να καλύπτουν καθημερινά μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια. Η κοινωνική ζωή, εκτός από τα έκτακτα συμβάντα, περιορίζεται στις βεγγέρες στις αυλές των σπιτιών. Η ψυχαγωγία εστιάζεται στον περιοδεύοντα Καραγκιόζη και σε ευκαιριακές προβολές ελληνικών τανιών στο καφενείο του χωριού.
Η Ηπειρος, περιοχή ορεινή και άγονη, έχει ως πρόσθετη ειδοποιό διαφορά τη μαζική μετανάστευση, η οποία περιορίζει τον γηγενή πληθυσμό σε υπερήλικους και ανήλικους. Το κλίμα είναι δύσκολο, με βαρείς χειμώνες, βροχές και χιόνια που κρατούν τα χωριά απομονωμένα για ημέρες ή και εβδομάδες ολόκληρες. Την ατμόσφαιρα αυτή αποτύπωσε αδρά, περίπου την ίδια εποχή, ο σκηνοθέτης Θεόδωρος Αγγελόπουλος στην πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, την «Αναπαράσταση». Ηταν η πρώτη φορά που το ευρύ κοινό αναγκάστηκε να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τη σκληρή πραγματικότητα της ελληνικής επαρχίας, χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς μιας ειδυλλιακής φύσης και κοινωνίας.
Τα κοριτσάκια της φωτογραφίας προβάλλουν, επίσης, μια πολυεπίπεδη σχέση. Είναι απολύτως εντεταγμένα στο τοπίο, συναφή με την ελλειμματική ζωή, προσαρμοσμένα στις βιοτικές ανάγκες. Ντροπαλά, αλλά απρόσκοπτα, όχι μόνο δεν διέπονται από κάποιο σύμπλεγμα κοινωνικής κατωτερότητας, αλλά, σε αντίθεση με τον περιβάλλοντα χώρο, αντανακλούν τη χαρά της ζωής και την ανεμελιά της ηλικίας τους. Η φτώχεια δεν συνιστά πρόβλημα, καθώς δεν υπάρχει μέτρο συγκρίσεως. Επιδιορθώνουν τις φθορές των ενδυμάτων με παραμάνες, κρατούν τα παπούτσια στα χέρια όταν ο δρόμος είναι δύσβατος, καθώς η επιδιόρθωσή τους χρειάζεται τεχνίτη και δαπάνη. Η κοκεταρία της εποχής έχει προβλέψει σκουλαρίκια στα αφτιά της μεγαλύτερης.
Η Ελένη, η Μαρία και η Λαμπρινή είναι φιλενάδες. Η σχέση αυτή είναι ορατή: τα κοριτσάκια είναι σφιχτά πιασμένα αγκαζέ, συνθέτουν μια αναπόσπαστη τριάδα, σαν μια άτρωτη ασπίδα απέναντι στον ξένο που έχει εισβάλει στον χώρο τους. Τα κορίτσια της δεκαετίας του ’60 παίζουν μεταξύ τους. Δεν συναναστρέφονται αγόρια, καθώς η συνύπαρξη είναι παρεξηγήσιμη και, ιδίως στην επαρχία, επισύρει σχόλια και κουτσομπολιά επιβαρυντικά για τα χρηστά τους ήθη. Τα κορίτσια υφίστανται πολύ περισσότερους καταναγκασμούς και περιορισμούς, καθώς ο κοινωνικώς αποδεκτός προορισμός τους είναι ένας καλός γάμος και η συνεπαγόμενη οικογένεια. Για να επιτευχθεί αυτό, δεν πρέπει να δίνουν ούτε αφορμές ούτε δικαιώματα σε τρίτους. Ανάλογες παραστάσεις μεταφέρει μουσικά ο Διονύσης Σαββόπουλος: στη Θεσσαλονίκη του ’60, στο ομότιτλο τραγούδι, τα κορίτσια πηγαίνουν δυο δυο στον δρόμο για το σπίτι, αλλά και προς την αναπόφευκτη κατάληξη στην εκκλησία, δίπλα στον γαμπρό και τα συμπεθεριά.
Την ίδια εποχή περίπου ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί τους «Λιποτάκτες», σε στίχους του αδελφού του Γιάννη Θεοδωράκη, όπου περιγράφονται η ασφυκτική ατμόσφαιρα και η μοναξιά της επαρχιακής πόλης. Στα Χανιά οι δρόμοι είναι κλειστοί και το λιμάνι μικρό. Η καταλυτική επίδραση της ελληνικής επαρχίας δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα από περιοχή σε περιοχή, καθώς κυριαρχεί το αίσθημα της απόστασης και της απομόνωσης, σε αντίθεση με την πρωτεύουσα, την οποία ο ελληνικός κινηματογράφος της εποχής παρουσιάζει γεμάτη κινδύνους, αλλά και ως άνοιγμα, με ευκαιρίες και δυνατότητες.
Πρόσφατα, πενήντα χρόνια μετά, ο φωτογράφος Robert McCabe οργάνωσε έκθεση με τις φωτογραφίες του στο Μονοδένδρι της Ηπείρου. Εντόπισε την Ελένη, τη Μαρία και τη Λαμπρινή και τις φωτογράφισε, πάλι στην Ηπειρο, αλλά αυτή την φορά στα Ιωάννινα. Ασφαλώς, τίποτα δεν έχει μείνει ακίνητο. Ο χρόνος έχει αλλάξει τα πρόσωπα και τους ρόλους τους. Τα τρία κοριτσάκια του ’60 είναι σήμερα σύζυγοι, μητέρες και γιαγιάδες. Εξάλλου, ούτε τα τοπία έχουν διατηρηθεί αλώβητα και ανεξέλικτα. Η επαρχία έχει εκσυγχρονιστεί, τα χωριά είναι προσβάσιμα, τα σχολεία έγιναν μεικτά, τα χρηστά ήθη δεν αποτελούν διακύβευμα. Σε μια πρώτη ανάγνωση, η χώρα και η κοινωνία έχουν αφήσει πίσω τους το παρελθόν του ’60. Νέες καταστάσεις, νέα πρόσωπα, νέες κατευθύνσεις, νέα προβλήματα. Το 2017 απέχει μισό αιώνα από το 1960. Ομως, σε μια δεύτερη ανάγνωση, ο χρόνος δεν δείχνει και τόσο απόμακρος, η απόσταση αυτή δεν μοιάζει και τόσο μακρινή. Δυσκολίες, αδιέξοδα και πάθη απωθημένα και λησμονημένα φαίνονται να αναβιώνουν και πάλι σήμερα. Είτε η απόσταση που μας χωρίζει από την πραγματικότητα του ’60 δεν είναι τελικά μεγάλη είτε «ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά», όπως έγραφε ο Σεφέρης.