«Η έρημος των Ταρτάρων»
Νικόλας Σεβαστάκης,καθηγητής Πολιτικών Επιστημών
Ενα καλοκαίρι στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στο Καρλόβασι στη Σάμο. Περνούσα, τότε, άλλη μια φάση μανίας με το ψάρεμα. Μη φανταστεί κανείς τίποτα βάρκες και παραγάδια, απλά πράγματα, με το καλάμι και τις πετονιές (που συνήθως τις έχανα, γιατί μπλέκονταν στις πέτρες του βυθού).
Τότε έπεσα στον Τζοβάνι Ντρόγκο, τον αξιωματικό που φεύγει για το απομακρυσμένο οχυρό Μπαστιάνι περιμένοντας τους «Ταρτάρους». Το μυθιστόρημα του Ντίνο Μπουτζάτι «Η έρημος των Ταρτάρων» είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Αστάρτη σε ωραία μετάφραση του Ανταίου Χρυσοστομίδη. Θυμάμαι πως το ρο στη λέξη Τάρταροι το ένιωσα σαν προειδοποίηση για κάτι συναρπαστικό και ασυνήθιστο. Ηταν κυρίως η ικανότητα του ιταλού συγγραφέα να πλάθει μια ατμόσφαιρα μυστηρίου πάνω στο θέμα της αναμονής ενός ακαθόριστου εχθρού.
«Η έρημος των Ταρτάρων», όσο κράτησε, με έκανε να αδιαφορήσω για τη θάλασσα, το μπάνιο και το ψάρεμα. Και επιβράδυνα σκόπιμα την ανάγνωσή της όπως κάθε φορά που ένα βιβλίο μού παίρνει τα μυαλά, αλλάζοντας τη συνολική αίσθηση της μέρας.
«Οι κοσμοπολίτισσες»
Μαριανίνα Κριεζή, στιχουργός
«Εγραψα την ιστορία της γιαγιάς μου, της μαμάς μου και της θείας μου» μου είπε πρόπερσι το καλοκαίρι στην Ερέτρια η Ρωξάντρα, ελληνορουμάνα πολεοδόμος. «Πρώτη φορά γράφω, πες μου σε παρακαλώ τη γνώμη σου». Και μου έδωσε ένα κλασέρ γεμάτο δακτυλογραφημένες σελίδες. Στην πραγματικότητα η φίλη μου, εξιστορώντας την περιπετειώδη ζωή τριών αλησμόνητων γυναικών, είχε καταγράψει ένα αχαρτογράφητο κομμάτι της ελληνικής Διασποράς καθώς και την πρόσφατη ιστορία της γειτονικής αλλά σχεδόν άγνωστής μας Ρουμανίας.
Ηταν ένα κείμενο συναρπαστικό. Ξημερώθηκα διαβάζοντάς το. Συνέχισα το διάβασμα το πρωί στην παραλία, το μεσημέρι μαγειρεύοντας στραπατσάδα, το απόγευμα στην αυλή παρέα με ένα κουτάβι – είναι απίστευτο τι μπορεί να κάνει ένα κουτάβι σε ένα πάκο χαρτιά μέσα σε δυο λεπτά. Με τις μισές του σελίδες φύλλο και φτερό, τις υπόλοιπες κολλημένες με βρεγμένη άμμο ή πιτσιλισμένες με σάλτσα ντομάτα, ποτέ δεν επέστρεψα στη Ρωξάντρα το κλασέρ εκείνο. Πώς να της εξηγούσα ότι η καταστροφή του οφειλόταν στο μεγάλο ενδιαφέρον που μου προκάλεσε το ανέκδοτο, τότε, βιβλίο της και όχι σε αδιαφορία;
Αλλο, πανομοιότυπο κλασέρ της, λοιπόν, μεταμορφώθηκε από τις εκδόσεις Αιώρα σε ένα κομψότατο βιβλιαράκι με τίτλο «Οι κοσμοπολίτισσες» που κυκλοφορεί περήφανα. Και να που προχθές το είδα πάνω σε μια ξαπλώστρα στην παραλία της Ερέτριας. Περίμενα τον αναγνώστη του (αναγνώστρια ήταν τελικά) να βγει από τη θάλασσα για να δω ποιος απολάμβανε τις «Κοσμοπολίτισσες» της Ρωξάντρας Μποττέα-Νούλα: Ενα επί της ουσίας ταξιδιάρικο βιβλίο για απόδραση από ένα δύσκολο καλοκαίρι.
Το «Εγκλημα και τιμωρία»
Στέργιος Πάσχος, σκηνοθέτης
Το καλοκαίρι που ζεστάθηκα πιο πολύ απ’ όλα
Κάτω απ’ τον δεξί μου ώμο είχα μια πετσέτα.
Μηχανικά σκούπιζα τον ιδρώτα που έτρεχε.
Τα παντζούρια και τα παράθυρα κλειστά.
Μόνο το μικρό φως του γραφείου αναμμένο.
Παρ’ όλα αυτά το δωμάτιο έβραζε.
Αλλά δεν μ’ ένοιαζε.
Γύρισα σελίδα.
Χτύπησε η πόρτα.
– Δεν μπορώ τώρα.
– Δεν θα κατέβεις να φας;
– Σε λίγο. Δεν μπορώ τώρα.
– Κρίμα που δεν ήρθες στη θάλασσα. Ηταν πολύ ωραία.
– Εντάξει. Θα τα πούμε μετά.
Συνέχισα σαν μην με είχαν διακόψει από το σημείο που είχα μείνει:
«Ο Ρασκόλνικοβ δεν ήξερε πως η καινούργια ζωή δεν θα του δινόταν χωρίς αντάλλαγμα, πως θα ‘χε να πληρώσει ακριβά για να την αποχτήσει, πως θα του κόστιζε πολλές στεναχώριες, πολλά βάσανα…
Ομως εδώ αρχίζει μια άλλη ιστορία -– η ιστορία ενός ανθρώπου που ξαναγεννήθηκε σιγά σιγά, που έγινε καινούργιος άνθρωπος, που πέρασε από έναν κόσμο σ’ έναν άλλον, που μυήθηκε σε μια νέα, άγνωστη πραγματικότητα. Αυτό μπορεί να ‘ναι το θέμα μιας άλλης ιστορίας, μα η δική μας ιστορία τελειώνει εδώ».
Εκλεισα το βιβλίο και το φως.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι και ένιωσα τη συνείδησή μου να σπάει στα δύο και να βαθαίνει.
Ηταν το καλοκαίρι του 1999.
Το καλοκαίρι που ζεστάθηκα πιο πολύ απ’ όλα.
Η «Ιστορία επαρχίας Βόλου και Αγιάς»
Αργύρης Μπακιρτζής, αρχιτέκτονας, μουσικός, ηθοποιός
Δυο χρόνια σμηνίτης στη Λάρισα, με σχεδόν καθημερινή σκοπιά, μεταξύ 1970-72, αρκετές φορές, με την απογευματινή έξοδο, κατηφόρισα στην περιοχή δυτικά του Βόλου και περιπλανήθηκα στις ονομαστές αρχαιότητες της περιοχής, το Διμήνι, το Σέσκλο, τη Δημητριάδα, τις Φθιώτιδες Θήβες στη θέση της σημερινής Ν. Αγχιάλου. Ενα τέτοιο απόγευμα εμπνεύστηκα το τραγούδι μου «Στον Παγασητικό»: «Στον Παγασητικό / χαθήκαμε το βράδυ / σε δρόμους, σε νταμάρια / Στον Παγασητικό / τη μέρα δυναμίτες / το βράδυ ερημίτες / Στον Παγασητικό / τα σχέδια λουλούδια / λουλούδια του πελάγου».
Χρόνια μετά, καλοκαίρι, μεταξύ 1980 και 1985, με κάλεσε ο αείμνηστος διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών Παύλος Λαζαρίδης για να σχεδιάσω και να αναπαραστήσω γραφικά κάποιο τμήμα της ανασκαφής του, μιας από τις περίφημες παλαιοχριστιανικές βασιλικές της Νέας Αγχιάλου. Στην ανασκαφή δούλευα ολημερίς. Το Σάββατο αποφάσισα να εκμεταλλευτώ το ρεπό της Κυριακής και να επισκεφτώ για πρώτη φορά στη ζωή μου το Πήλιο. Είχα μια παλιά Μερσεντές 170S του 1949. Πρόλαβα και προμηθεύτηκα από ένα βιβλιοπωλείο του Βόλου το 1.000 σελίδων βιβλίο του Γιάννη Κορδάτου «Ιστορία Επαρχίας Βόλου και Αγιάς», εκδόσεις 20ός Αιώνας, 1960, με χοντρό μαύρο δερματόδετο εξώφυλλο, και ξεκίνησα. Η ψυχή μου ήταν πολύ ελαφριά και η περιήγησή μου, παρότι μόλις μιάμισης μέρας, εξαιρετικά ευχάριστη και αποδοτική. Νομίζω ότι διάβασα όλο αυτό το υπέροχο βιβλίο, γραμμένο με πάθος, μεράκι και λόγο άμεσο και ελκυστικό, ψάχνοντας, σχεδόν πετώντας, τις αναφορές του Κορδάτου στα χωριά του Πηλίου, αρχοντικά, εκκλησιές, ανθρώπους κ.ά., και νομίζω πως ενάμιση μήνα να τριγυρνούσα δεν θα ανακάλυπτα το Πήλιο όπως εκείνο το αξέχαστο Σαββατοκύριακο. Φυσικά μόνος. Στη Ζαγορά, μια γιαγιά με κέρασε γλυκό κουταλιού σ’ ένα αρχοντικό από ξεχασμένες εποχές, που μου φάνηκε ότι είχε να ανοίξει χρόνια. Το βράδυ κατηφόρισα στην Νταμούχαρη από έναν πολύ απότομο χωματόδρομο και ο μικρός κόλπος που συνάντησα μου φάνηκε σαν κρυμμένο πειρατικό καταφύγιο. Κοιμήθηκα στο κατάστρωμα μιας μεγαλούτσικης ψαρόβαρκας, τραβηγμένης στην ακρογιαλιά.\
«Ο Γέρος καιη θάλασσα»
Φιλαρέτη Κομνηνού, ηθοποιός, επίκουρη καθηγήτρια υποκριτικής
Δεν μου αρέσει να διαβάζω στην παραλία. Ο ήλιος με ζαλίζει και το μόνο που λαχταράω είναι να βουτάω στη θάλασσα για ώρες. Οσες φορές έπαιρνα βιβλίο μαζί μου, στην πορτοκαλί τσάντα με τα μαγιό και τις πετσέτες, το έβλεπα και το λυπόμουν έτσι ταλαιπωρημένο και βρεγμένο που καταντούσε. Πέρυσι το καλοκαίρι στη Χαλκιδική, εκεί κατά το απόγευμα που ξεθυμαίνει η ζέστη και ο ήλιος, σε μια γωνιά του κήπου κάτω από μια λεύκα που θρόιζε από το θαλασσινό αεράκι, ξαναδιάβασα τον «Γέρο και τη θάλασσα» του Ερνεστ Χέμινγουεϊ.
Ατόφια λογοτεχνία, χωρίς συναισθηματικές φλυαρίες. Αφηγείται την πάλη ενός γέρου ψαρά με έναν τεράστιο ξιφία. Από μικρή με γοήτευε η αναμέτρηση με την παντοδύναμη φύση. Ταραγμένη ψυχή ο συγγραφέας – ταξίδια, πόλεμοι, ποτά, πυγμαχίες –, ταραγμένα και τα βιβλία του. Το διάβασα σ’ ένα απόγευμα και το ίδιο βράδυ είδα και την ταινία με τον Σπένσερ Τρέισι – τέλεια επιλογή για τον ρόλο του ψαρά.
Το βράδυ δεν πήγα με την παρέα στην ψαροταβέρνα. Εμεινα σπίτι και όταν πήγα για ύπνο είχα μια περίεργη πληρότητα. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να διαβάσω και άλλα βιβλία της κλασικής λογοτεχνίας. Τον χειμώνα δεν τα κατάφερα. Τώρα όμως, που θα ταξιδέψω τον Αύγουστο στον Ισημερινό, έχω αγοράσει ήδη την «Αισθηματική Αγωγή» του Φλομπέρ. Θα μου κάνει παρέα στις ατελείωτες ώρες πτήσης.
«Η θεία Χούλια κι ο γραφιάς»
Ακύλλας Καραζήσης, ηθοποιός
Πέρυσι, στα μισά του καλοκαιριού, βρέθηκα να δουλεύω στο Βερολίνο. Το σπίτι όπου έμενα ή μάλλον η είσοδός του, ήταν σ’ έναν πολυσύχναστο δρόμο. Ωστόσο, το δωμάτιό μου έβλεπε σε μια τεράστια εσωτερική αυλή. Για να φτάσω, έπρεπε μάλιστα να ανεβαίνω τρεις ορόφους με τα πόδια.
Ο ήλιος, που έτσι κι αλλιώς σπάνια εμφανιζόταν εκείνον τον μήνα, δεν έφτανε ποτέ στο γκρίζο τετράγωνο που έβλεπα απ’ το παράθυρό μου. Το πρωινό, πριν φύγω για δουλειά, όπως και το απόγευμα όταν γύριζα, το δωμάτιο βρισκόταν σε μια κατάσταση σταθερού ημίφωτος.
Το βράδυ, με τους δυο λαμπτήρες, η κατάσταση επιδεινωνόταν. Το αδύναμο ηλεκτρικό φως, σε αντίθεση με το έξω από το παράθυρο σιωπηλό σκοτάδι, χειροτέρευε τη νοσηρή διάθεση που δημιουργούσε το καταθλιπτικό ημερήσιο φως.
Η ατμόσφαιρα μου χάλαγε τη διάθεση και τον ύπνο. Ξυπνούσα τέσσερις με πέντε φορές τη νύχτα και δυσκολευόμουν να ξανακοιμηθώ. Ανοιγα λοιπόν το φως και διάβαζα.
Στο κομοδίνο μου περίμεναν με τσακισμένες τις σελίδες τα «Η θεία Χούλια κι ο γραφιάς» του Βάργκας Λιόσα και «Το Παγοδρόμιο» του Μπολάνιο. Στη Λίμα του Περού του 1950 τοποθετείται η δράση του πρώτου: ο συγγραφέας γράφει σειρές για έναν ραδιοφωνικό σταθμό της εποχής και τα φτιάχνει με την όμορφη θεία του. Στο δεύτερο, ο αφηγητής ζει σε ένα τουριστικό θέρετρο της Κόστα Μπράβα, στη σοσιαλιστική δεκαετία του ‘80, περιγράφοντας την καθημερινότητα με όρους ψυχωτικού επεισοδίου.
Συνταρακτικές εικόνες, από χώρες και εποχές μυθικές, ταξίδευαν μέσα απ’ τα μάτια και το μυαλό μου και φώτιζαν το αφιλόξενο δωμάτιο μ’ ένα ιδιαίτερο, αυγουστιάτικο φως. Εκείνες τις νύχτες θυμήθηκα την πρώτη και μοναδική μου ίσως αποπλάνηση: εγώ παιδί, ξαπλωμένος στο ημίφως μιας βιβλιοθήκης, διαβάζω.