Μιχαήλ Μαρμαρινός, σκηνοθέτης
Φαγητό σε ταπεράκια
Ο Λεωνίδας έχει λειτουργήσει ως εστία για όλους εμάς που δουλεύουμε –όταν δουλεύουμε –στην Επίδαυρο. Θυμάμαι στην «Ηλέκτρα», το 1998, κάναμε πρόβες από την ώρα που έκλεινε ο αρχαιολογικός χώρος ώς το ξημέρωμα. Δεν μπορώ να ξεχάσω ότι κατά τις 2.30-3 εμφανιζόταν με φαγητό σε ταπεράκια για να μη μείνουμε νηστικοί. Δεν έκανε τη δουλειά του, την υπερέβαλλε. Ενιωθε χρέος να μας φροντίσει. Ο ίδιος ο χώρος, δε, αποτελεί σημείο συνάντησης. Δεν είναι απλώς ένα εστιατόριο. Είναι ένας δημόσιος χώρος με ειδικά χαρακτηριστικά. Στην πρεμιέρα του «Φιλοκτήτη» που πήγα αργά –διότι προτιμώ να μην πηγαίνω γενικά στην πρεμιέρα –αρχίσαμε με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη και τον Αιμίλιο Χειλάκη μια συζήτηση περί τέχνης που πήγε ώς το πρωί. Δεν θα μπορούσε να έχει γίνει αλλού αυτό αν δεν υπήρχε ο γιος του Λεωνίδα, ο Νίκος Λιακόπουλος, που μας φερόταν σαν να ήμαστε του σπιτιού, κι αυτός ο τόπος να μας περιθάλψει και να μας θωπεύσει.
Λυδία Φωτοπούλου, ηθοποιός
«Να βάλω τηγανητά αβγά;»
Εκείνο που κρατώ είναι η απίστευτη αγάπη του όταν μας έβλεπε. Η χαρά κι η αγκαλιά του ήταν δε ακόμη μεγαλύτερες όταν είχε καιρό να μας συναντήσει. Ενιωθε ότι ήταν προσωπική του υπόθεση όχι μόνο το θέατρο, αλλά και οι άνθρωποι του θεάτρου. Θυμάμαι πολλές φορές όταν πήγαινα για πρωινό και με το που με έβλεπε με ρωτούσε «Να βάλω τηγανητά αβγά;». Ηταν απόλυτα συνδεδεμένος με ό,τι σημαίνει Επίδαυρος για έναν ηθοποιό. Πιστεύω πως πλέον δεν θα είναι ίδια η Επίδαυρος χωρίς εκείνον. Εμεινε βεβαίως πίσω η Κάκια, που ήταν το άλλο του μισό. Θα είναι σαν να βλέπεις πλέον ένα νόμισμα μόνο από τη μία του πλευρά.
Χρήστος Λούλης, ηθοποιός
Αίσθηση ευθύνης
Οτι ο Λεωνίδας είναι θεσμός και κομμάτι της ιεροτελεστίας της Επιδαύρου μαζί με το Καπάκι, υποθέτω πως θα σας το έχουν πει πολλοί. Εγώ θέλω να σας πω ότι έφτιαχνε πέντε πιάτα, αλλά τα έφτιαχνε εξαιρετικά, ότι είχε το πιο ωραίο καρπούζι κι ότι ακόμη το έχει, διότι οι γιοι του Λεωνίδα συνεχίζουν άξια τη δουλειά. Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι μας περίμενε πάντα να τελειώσουμε την πρόβα, όσο αργά κι αν ήταν. Είχε αίσθηση ευθύνης απέναντι στον κόσμο του θεάτρου, κι όση τρέλα κι αν υπήρχε, σε εξυπηρετούσε. Είχε συναίσθηση του ρόλου του. Ηταν το μάτι της Επιδαύρου. Θα μου λείψει και δεν θα μου λείψει, διότι η οικογένειά του συνεχίζει με την ίδια ζέση να λειτουργεί το μαγαζί σε μια εποχή όχι τόσο μυθική όσο πριν από 40 ή 50 χρόνια.
ηθοποιός, σκηνοθέτης
Τραπεζάκια έξω
Στον Λεωνίδα πηγαίνω με την τάξη από το Εθνικό Θέατρο από το καλοκαίρι του 1989 κι έχω να θυμάμαι εκτός από τις βραδιές, τα πρωινά –για μας γύρω στις δύο το μεσημέρι –με μαύρο ψωμί, βούτυρο Κερκύρας και αβγά. Επειτα από τόσα χρόνια συνεχούς παρουσίας δεν μπορώ να διαλέξω μια βραδιά. Μπορώ να σας πω όμως μια δική μας παράδοση που ήταν να μένουμε μέχρι αργά συζητώντας. Αφού ολοκληρώναμε κάποια στιγμή την κουβέντα, ο γιος του Λεωνίδα, ο Νίκος, μας κερνούσε κρασιά και τσίπουρα και μετακομίζαμε στην «παραλία», στα τραπεζάκια έξω από το μαγαζί, και μέναμε μέχρι το πρωί χωρίς να πάμε αλλού. Στον Λεωνίδα πάντως έχουν γίνει τρομεροί καβγάδες, μεγάλοι θρίαμβοι και μεγάλες καταστροφές. Θυμάμαι το 2008, όταν φύγαμε από το θέατρο όπου παίζαμε τους «Βατράχους», είχαμε την αίσθηση ότι η παράσταση άρεσε. Οταν φτάσαμε στον Λεωνίδα, διαπιστώσαμε ότι πολλοί άνθρωποι του θεάτρου είχαν αισθανθεί τρομερά θιγμένοι. Σκυμμένοι πάνω από το φαγητό τους, έτρωγαν αμίλητοι και ορισμένοι δεν γύρισαν ούτε να μας κοιτάξουν.
Ο Λεωνίδας είναι ένα μέρος όπου για λίγη ώρα η παράσταση είναι ό,τι πιο σημαντικό. Χάνεται το φυσικό της μέγεθος και αναδεικνύεται σε ζήτημα ζωής και θανάτου.
Ευτυχώς, υπάρχουν τα παιδιά του Λεωνίδα, ο Νίκος και ο Γιώργος. Ειδικά ο Νίκος είναι ένας τρομερά άξιος, ψύχραιμος και καλοπροαίρετος κριτής, που δεν είναι απλώς άξιος κληρονόμος, αλλά πιστεύω ότι μπορεί να ξεπεράσει τον πατέρα του.
σκηνοθέτης
Ενα μικρό απωθημένο
Δεν μπορώ να μιλήσω για μια βραδιά, αλλά για ολόκληρες περιόδους, διότι όταν ήμαστε μαθητές του Θεάτρου Τέχνης, από το 1989 ώς το 1991, ο Γιώργος Λαζάνης δεν μας άφηνε να μπούμε μέσα στον Λεωνίδα να φάμε μαζί με τους ηθοποιούς. Δεν ήθελε να έχουμε σχέση οι μαθητές της σχολής με τους ηθοποιούς του θεάτρου. Κι έτσι ο κυρ Λεωνίδας μάς έβαζε από τα πλάγια, εμάς τα παιδιά της σχολής, κάπου που να μη μας βλέπει ο Λαζάνης. Ηταν μεγάλη περιπέτεια και μεγάλη νίκη ότι καταφέρναμε να μπούμε μέσα στον Λεωνίδα να φάμε κι εμείς τα κεφτεδάκια της Κάκιας. Οταν τελειώσαμε τη σχολή, ήταν πλέον μεγάλη μαγκιά που μπορούσαμε να μπούμε μέσα. Ημαστε ηθοποιοί πλέον, δεν μπορούσε κανείς να μας πει τίποτα. Το απολαμβάναμε έχοντας κατά βάθος ένα μικρό απωθημένο. Από όλο αυτό έχει μείνει μια γλυκιά ανάμνηση.
Αμαλία Μουτούση, ηθοποιός
δεν ανακατευόταν
Θυμάμαι τον παππού Λεωνίδα –διότι για μας παππούς ήταν, που γνωρίζαμε τα παιδιά και τα εγγόνια του –να κάθεται στην καρέκλα του και να βλέπει τηλεόραση, απόγευμα, ενώ το μαγαζί ήταν άδειο, και την κυρία Κάκια στην κουζίνα να μαγειρεύει. Το πρόσωπό του έλαμπε. Ηταν ευγενής, γλυκύτατος. Σε έκανε να νιώθεις δικός του άνθρωπος. Εδινε τέτοιο χαρακτήρα φιλοξενίας και ζεστασιάς, ενώ παράλληλα κρατούσε το μέτρο κι ήξερε να σέβεται όλους τους ανθρώπους. Θα μπορούσε να έχει μια κριτική στάση ή μια επιφυλακτικότητα απέναντι στην επόμενη γενιά, από τη στιγμή που είχε ζήσει όλους τους σπουδαίους ανθρώπους του θεάτρου, κι όμως δεν έκανε διακρίσεις. Επίσης ήταν πολύ διακριτικός. Παρόλο που στο τραπέζι, ιδιαίτερα την περίοδο των προβών, συζητούσαμε τα προβλήματά μας κι άκουγε πράγματα που δεν γνώριζαν άλλοι, ήταν σαν αόρατος. Δεν ρωτούσε, δεν ανακατευόταν. Η σχέση που ανέπτυξα μαζί του εκείνα τα απογεύματα στο άδειο μαγαζί ήταν εκείνη που με έκανε να αρχίσω να πηγαίνω και μετά τις παραστάσεις, διότι παλιότερα προτιμούσα να επιστρέψω στο ξενοδοχείο και να ξεκουραστώ. Μετά δεν μπορούσα να φανταστώ πιο ιδανικό μέρος για να ηρεμήσω.
Νίκος Ψαρράς, ηθοποιός
του Κουν και της Παξινού
Εναν χρόνο πριν παίξω στην Επίδαυρο, το 1994, Θεσσαλονικιός ων, δεν είχα πάει ποτέ στο αρχαίο θέατρο. Φίλοι μου πρότειναν να πάμε μια εκδρομή και θεώρησαν απαραίτητη και την επίσκεψη για φαγητό στον Λεωνίδα. Δεν θα ξεχάσω το δέος που ένιωσα βλέποντας γύρω γύρω τις φωτογραφίες του Κουν και της Μερκούρη, της Παξινού και του Μινωτή.
Την επόμενη χρονιά έπαιξα στην «Αντιγόνη» του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη. Τότε οι παραστάσεις δίνονταν Σάββατο και Κυριακή και οι πρόβες ξεκινούσαν την προηγούμενη Δευτέρα το πρωί. Απαγορευόταν να μείνουμε κάπου αλλού εκτός Λυγουριού και μετά την πρόβα η μοναδική μας έξοδος ήταν ο Λεωνίδας. Ξέραμε ότι όποια ώρα κι αν τελειώναμε θα μας περίμενε εκεί ένα πιάτο ζεστό φαγητό κι ότι μπορούσαμε να μείνουμε ώς τα ξημερώματα. Πλάι στην αγωνία που είχαμε περιμένοντας πώς και πώς να παίξουμε σε αυτό το αρχαίο θέατρο, νιώθαμε πως υπήρχε μια οικογένεια να σου μαγειρέψει. Ο Λεωνίδας είναι κομμάτι των Επιδαυρίων.
Θεόδωρος Τερζόπουλος, σκηνοθέτης
Αξιοπρέπεια και φιλοπεριέργεια
Δεν είμαι από εκείνους που πήγαιναν πολύ συχνά στον Λεωνίδα, αλλά τις φορές που πήγα μου είχαν κάνει εντύπωση η μοναδική του ευγένεια, η αξιοπρέπεια του ιδιοκτήτη και βεβαίως η εξαιρετική κουζίνα. Είχε κι ένα φοβερό θεατρικό κριτήριο. Θυμάμαι, ήρθε στη δεύτερη παράσταση του «Ηρακλή μαινόμενου» (2002), ύστερα κάθησε δίπλα μου στο τραπέζι και μου είπε ότι του άρεσε, αλλά είχε πάρα πολλή ενέργεια, ίσως περισσότερη από όση χρειαζόταν. Η παρατήρησή του ήταν ακριβής. Είχε δίκιο. Είχε παρατηρήσει κάτι που ξέφυγε ακόμη κι από κριτικούς θεάτρου. Επιπλέον είχε και μια έμφυτη περιέργεια. Οταν πήγα μαζί με τον σχεδιαστή Χουσεΐν Τσαλαγιάν, με ρωτούσε ποιος είναι, τι ακριβώς κάνει. Ηθελε να γνωρίζει τους ανθρώπους που πήγαιναν στο μαγαζί του. Τον ενδιέφερε να μαθαίνει.
ηθοποιός, εικαστικός
σε μια νάιλον σακούλα
Πολύ πριν μπω στο «θεατρικό παιχνίδι» μαζί με όλους τους μύθους περί του επιδαύριου θεάτρου, είχα βέβαια ακούσει και για τον περίφημο Λεωνίδα. Το τι φανταζόμουν ότι γινόταν μετά τηνπαράσταση δεν περιγράφεται… Κάτι περισσότερο από μια πνευματική σύναξη πολύ υψηλού επιπέδου, σχεδόν αρχαιοελληνική, όπου μεταξύ των εδεσμάτων (νέκταρ και αμβροσία) ακούγονταν (σε αττική διάλεκτο βέβαια) ιερά αποφθέγματα! Και να που έφτασε η στιγμή να βρεθώ κι εγώ στα άγια χώματα! Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν μετά το τέλος της παράστασης βρέθηκα στριμωγμένος, μαζί με δεκάδες άλλους, σε μια προέκταση ταβέρνας, και μάλιστα σε γιορτή, πολιούχου αγίου! Αντί για εικονίσματα, μαυρόασπρα πορτρέτα αγίων του θεάτρου, ανακατεμένα με εμβόλιμα ναρκισσιστικά τερτίπια σύγχρονων τραγωδών… Τα τραπέζια δοσμένα εκ των προτέρων στα «πρώτα ονόματα της πίστας» με μια περίεργη αξιολόγηση, τόσο ταξική όσο κι αυθαίρετη, οι κουβέντες μόνο για κλείσιμο δουλειών την επόμενη σεζόν, οι θεατρικές «αγάπες» να δίνουν και να παίρνουν. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς έγινε και τις πέντε φορές που πήγα να έχουν μείνει μόνο ντομάτες γεμιστές! Ολα αυτά όμως τα σβήνει μια χειρονομία του Λεωνίδα, ο οποίος, όταν με έβλεπε λίγο απογοητευμένο, μου έφερνε κρυφά σ’ ένα νάιλον σακουλάκι φρούτα εποχής (βερίκοκα Διαμαντοπούλου, σύκα, βερίκοκα Μπεμπέκου, ροδάκινα).