«Μου πήρε καιρό να ανακαλύψω τη σημασία του ονόματος. Αυτή η φωτογραφία του Πεν θα σημαίνει πάντα για εμένα τον θρίαμβο του μοναδικού του οράματος για την αληθινή κομψότητα» γράφει ο Καρλ Λάγκερφελντ για τη φωτογραφία του Ιρβινγκ Πεν στις σελίδες της αμερικανικής Vogue παρουσιάζοντας τον Σεπτέμβριο του 1950 ένα φόρεμα Balenciaga.

«Αληθινό», «μοναδικό», «θρίαμβος»: είναι η μία πλευρά του φωτογράφου της μόδας, ο οποίος απέφευγε το επίκεντρο του παρόντος, δημιουργώντας τη δική του οραματιστική απεικόνιση της μόδας της εποχής του. Οι φωτογραφίες του παρουσιάζουν την αναζήτησή του στα θραύσματα του καινούργιου μέσα από τα θεμέλια του καθιερωμένου. Το σχόλιό του για τη μόδα μέσα από το ερωτικό του βλέμμα στις γυναίκες. Τη νέα οπτική του γλώσσα που φόρτιζε συναισθηματικά τα εμπορικά σύμβολα της κατανάλωσης.

Ο Πεν ήταν ένας διορθωτής του κόσμου της τελειότητας που παρήλαυνε από τις σελίδες της Vogue. Λειτουργούσε από τη δεκαετία του ’40 έως το τέλος του, το 2009, ως η «σκιά» που είναι απαραίτητη σε μία φωτεινή εικόνα, προκειμένου να αποκτήσει βάθος και μυστήριο. Κατά τη Τζόαν Ντίντιον οι φωτογραφίες του Πεν «μας προετοίμαζαν για τη γυναικεία μας ωριμότητα. Βαριεστημένη από τον περίγυρο, και απορροφημένη από τις πέρλες της, τα τσιγάρα ή τα μαρτίνι της». Οπως το κλισέ του το 1949 «Κορίτσι πίσω από μπουκάλι» (GirlBehindBottle): το μοντέλο Τζιν Πάτσετ εμφανιζόταν πίσω από ένα μισοάδειο μπουκάλι με κρασί να καπνίζει το τσιγάρο της.

Η Φίλις Πόσνικ, συνεργάτιδά του για χρόνια ως διευθύντρια μόδας στην αμερικανική Vogue, αναφέρεται σε έναν περιπετειώδη νου που έβλεπε το στυλ να αλλάζει στον δρόμο και στην τηλεόραση, ενώ κοίταζε τα περιοδικά μόδας, παρακολουθούσε την τέχνη και ασυνείδητα ό,τι έβλεπε διαπερνούσε τις φωτογραφίες του. «Πάντα με ξάφνιαζε η ερμηνεία του για τα συνηθισμένα πράγματα» σημειώνει για την τολμηρή ευρηματικότητά του να δείχνει ανατομικούς πάτους σε θέμα περιποίησης ποδιών, μια ζώνη αγνότητας που παρέπεμπε σε μεθόδους αντισύλληψης ή τον λαιμό μιας γαλοπούλας για την παρουσίαση αντιγηραντικών καλλυντικών.

To 1980 ξεκίνησε τη σειρά γυναικείων γυμνών TheEarthlyBodies. Θεωρήθηκαν τότε αποτυχία. Ωστόσο το 2002 το μητροπολιτικό μουσείο ΜΕΤ της Νέας Υόρκης αναθεώρησε αυτήν την άποψη και του αφιέρωσε μία έκθεση γύρω από τα κοντινά πλάνα του στα γήινα σώματα. Ο αποκομμένος από τα πρόσωπα κορμός τους, οι καμπύλες των μηρών και της λεκάνης των ώριμων γυναικών που έγιναν τα μοντέλα του απείχαν εκκωφαντικά από την κανονιστική ιδεολογία των περιοδικών της εποχής, που έβαζαν το σώμα στο παιχνίδι της αισθητικής φροντίδας του και στην οριστική μεταμόρφωση της κουλτούρας της περιποίησης. Συνέχισε να σχολιάζει με τις απρόσμενα τρυφερές ή καυστικά χιουμοριστικές εικόνες του το πέρασμα από τη δεκαετία του ’80 στο καταναλωτικό σώμα που ντύνεται για να αποκαλυφθεί ερωτικά, καλλωπίζεται για να καλύψει την καταγωγή του ή τις κοινωνικές αποστάσεις του.