Ηταν πρωί της 31ης Οκτωβρίου 2010. Στεκόμουν στον Μαραθώνα. Σε λίγο θα ξεκινούσε ο επετειακός Μαραθώνιος για τα 2.500 χρόνια από τη Μάχη του Μαραθώνα του 490 π.Χ. Τρία χρόνια από την ημέρα που άρχισα το τρέξιμο έπειτα από μια αποχή σχεδόν είκοσι χρόνων από κάθε είδους άσκηση, η οποία αποτυπωνόταν με την πάσα ευκρίνεια πάνω στη ζυγαριά. Η απόφαση να τρέξω στον αγώνα ελαφρώς παράτολμη· προετοιμασία έκανα, ωστόσο δεν είχα λάβει ποτέ μέρος σε αγώνα μεγαλύτερο των 10.000 μ. Κι όμως κατάφερα και βρήκα το θάρρος και στάθηκα στη γραμμή της εκκίνησης.
Ακούω το μπαμ, φεύγω μπροστά. Τα πρώτα δέκα χιλιόμετρα περνούν χαλαρά, φθάνοντας όμως στη Νέα Μάκρη συνειδητοποιώ ότι η ζέστη θα είναι ένας ακόμα αντίπαλος. Ακολουθώντας πιστά τις συμβουλές που μου είχαν δοθεί, πίνω νερό σε κάθε σταθμό. Περνώ χωρίς ιδιαίτερη κούραση τις πρώτες ανηφόρες, πηγαίνοντας με ένα τέμπο κοντά στα έξι λεπτά το χιλιόμετρο, έπειτα όμως την παθαίνω σαν πρωτάρης, στην κυριολεξία: πέφτω στην παγίδα της κατηφόρας και της ευφορίας που αυτή δημιουργεί. Λειτουργώ παρορμητικά και λησμονώ τις οδηγίες και τα πλάνα. Τα επόμενα χιλιόμετρα μέχρι το 26ο μοιάζουν μαρτυρικά, με το Alex Pack να φαντάζει από μακριά σαν τον Πύργο της Κολάσεως.
Ευτυχώς σε λίγο η κατάσταση ισορροπεί… Η μείωση του τέμπο και η απίστευτη βοήθεια του κόσμου που επευφημεί μου ανανεώνουν τις δυνάμεις. Η ψυχολογία ανεβαίνει στα ύψη όταν πλησιάζουμε τη γέφυρα του Σταυρού. Αποφασίζω να την ανέβω επιταχύνοντας, σκεπτόμενος ότι το μαρτύριο τελείωσε αλλά και θέλοντας να αποδείξω (στον εαυτό μου) ότι δεν μασάω πια από ανηφόρες. Σε λίγο ο μεγάλος κατήφορος ξεκινάει, σκέφτομαι. Εφορμώ. Πιάστε με τώρα, λέω από μέσα μου. Η ευτυχία κράτησε μόλις 500 μέτρα. Τα πόδια δεν υπακούν, απλά δεν «πάνε». Και τώρα; Στο Νομισματοκοπείο με περιμένουν οι δικοί μου. Είναι εμφανές ότι δεν μπορώ άλλο. Θέλω να περπατήσω τόσο πολύ. Αλλά όχι, δεν θα ταπεινωθώ μπροστά στα μάτια των ανθρώπων μου. Με το πλέον ψεύτικο χαμόγελο που έχω φορέσει ποτέ στη ζωή μου, περνάω από μπροστά τους. Καταθέτω και την τελευταία ικμάδα δυνάμεων ώστε να μη δείξω ότι βρίσκομαι κοντά στα όρια της αποσύνθεσης. Μόλις απομακρύνομαι από το οπτικό τους πεδίο, ξεκινώ το περπάτημα. Σε λίγο αισθάνομαι καλύτερα και έτσι συνεχίζω λίγο τρέχοντας και λίγο περπατώντας.
Φτάνω στην Ηρώδου Αττικού. Οταν αντικρίζω το Στάδιο, αρχίζουν τα δάκρυα να θολώνουν τα μάτια μου. Τα πόδια ξαφνικά βρίσκουν δυνάμεις μαγικές. Τρέχω με όση δύναμη έχω έπειτα από 42 χιλιόμετρα. Περνάω τη γραμμή του τερματισμού. Κοιτάω τον χρόνο μου: 4 ώρες και 18 λεπτά. Οχι ακριβώς ό,τι περίμενα αλλά δεν με νοιάζει… Προχωράω προς την έξοδο με μεγάλη δυσκολία. Δεν έχω κουράγιο ούτε τα πράγματά μου να παραλάβω. Δυσκολεύομαι ακόμη και να μιλήσω στους φίλους μου που έρχονται να με συγχαρούν: «Εγώ τελείωσα με τον Μαραθώνιο», τους ψελλίζω. «Το έκανα. Το έζησα. Ποτέ ξανά… Μέχρι πέντε-δέκα χιλιόμετρα στο ρελαντί και αν…». Μία ώρα μετά, βρίσκομαι στο σπίτι μου. Ξαπλώνω, χαλαρώνω. Το ξέρω ότι αύριο δεν θα μπορώ να κουνηθώ από το πιάσιμο. Ανοίγω τον υπολογιστή. Μπαίνω στο καλαντάρι του RunningNews με τους επόμενους αγώνες. Λες;
Ο Αντώνης Κυπραίος είναι 60 ετών. Εχει τρέξει πέντε Μαραθωνίους (ατομικό ρεκόρ 3.17 στην Αυθεντική Διαδρομή). Αποφάσισε ότι ο Ημιμαραθώνιος είναι η αγαπημένη του απόσταση: έχει λάβει μέρος σε 30 αγώνες με ατομικό ρεκόρ 1.27). Κάθε εβδομάδα τρέχει 70-90 χιλιόμετρα