Ας είμαστε ειλικρινείς. Από αυτούς που περνούν συστηματικά την πόρτα των γυμναστηρίων, οι περισσότεροι βρίσκουν την όλη διαδικασία κομματάκι βαρετή. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να μείνουν αφοσιωμένοι στην άσκησή τους, αφού η ρουτίνα και η έλλειψη ενδιαφέροντος στραγγίζουν όλη τους την ενέργεια. Μόνο όταν η προπόνηση γίνεται απολαυστικά και κρατάει την προσοχή εκείνου που την κάνει, έχει περισσότερες πιθανότητες να είναι αποτελεσματική και μεγαλύτερης διάρκειας. Για να λύσει λοιπόν ένας δρομέας το πρόβλημα αυτό, μπορεί να το γυρίσει στο περπάτημα. Και κυρίως στις μεγάλες βόλτες στην ύπαιθρο ή όσο πιο κοντά στη φύση γίνεται, τέλος πάντων, που κρύβουν αρκετά οφέλη.
Τα τελευταία χρόνια αρκετοί επιστήμονες προσπάθησαν να διερευνήσουν την αποτελεσματικότητα των μικρών, έντονων σετ ασκήσεων που ακόμα και οι πιο πολυάσχολοι μπορούν να δοκιμάσουν. Παρ’ όλα αυτά, αν και όσοι τα εφάρμοσαν έμειναν ικανοποιημένοι από τη σύντομη διάρκειά τους, ωστόσο τα βρήκαν σκούρα με τη μεγάλη ένταση, στοιχείο που εντέλει τους ανάγκασε να τα παρατήσουν. Επιδιώκοντας να διορθώσουν το θέμα αυτό, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Ινσμπρουκ στην Αυστρία αποφάσισαν να δουν αν κάποιος που θα ρίξει την ένταση, αλλά αυξήσει τη διάρκεια των ασκήσεων, θα καταφέρει να έχει την απαραίτητη δόση ευχαρίστησης.
Στα αποτελέσματά τους, που δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «Plos One» τον περασμένο μήνα, περιέγραψαν μια κατάσταση όπου οι μεγάλες βόλτες μπορούν να βελτιώσουν τη διάθεση, να μειώσουν το άγχος, με την προϋπόθεση ότι περπατούν όχι μεταξύ των τεσσάρων τοίχων, αλλά στο ύπαιθρο. Για να πραγματοποιήσουν τις μετρήσεις τους, επιστράτευσαν 40 υγιείς άνδρες και γυναίκες από την πόλη και τα περίχωρα του Ινσμπρουκ και τους ζήτησαν να συμπληρώσουν μια σειρά ερωτηματολογίων σχετικά με την όρεξή τους και το άγχος που έχουν. Στη συνέχεια, έπρεπε να κάνουν μια σειρά από επιμηκυμένους περιπάτους.
Ενας από αυτούς ήταν ορεινή πεζοπορία στα βουνά πάνω από την πόλη του Ινσμπρουκ με οδηγό. Πριν ξεκινήσουν την πορεία τους, οι εθελοντές συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο για τη διάθεσή τους. Μετά περπάτησαν σε ομάδες των τριών ή τεσσάρων ατόμων επί τρεις ώρες, φορώντας ένα καρδιοσυχνόμετρο, ακολουθώντας έναν ζωηρό ρυθμό που τους επέτρεπε να αναπνέουν γρήγορα, αλλά να μπορούν παράλληλα να συζητούν με τους υπολοίπους. Στα μέσα της διαδρομής σταμάτησαν σε ένα καταφύγιο και ενημέρωσαν τους ερευνητές για το πόσο κουρασμένοι ένιωθαν σε μια κλίμακα από το 1 έως το 20.
Αλλη μέρα επανέλαβαν την ίδια διαδρομή, κάνοντας ωστόσο μόνοι τους τη βόλτα πάνω σε έναν διάδρομο σε γυμναστήριο της περιοχής. Η κλίση των μηχανημάτων ήταν παρόμοια με του βουνού το πρώτο μισό της άσκησης, αλλάζοντας μετά σε επίπεδο τάπητα. Οι εθελοντές βάδιζαν σε διπλανούς διαδρόμους και οι υπεύθυνοι της έρευνας τους παρότρυναν να μιλούν μεταξύ τους και στο τέλος συμπλήρωσαν το απαραίτητο ερωτηματολόγιο. Την τελευταία όμως μέρα κλήθηκαν στο Πανεπιστήμιο του Ινσμπρουκ όπου μπορούσαν να σερφάρουν χαλαρά στο Διαδίκτυο ή απλά να χαζέψουν μιλώντας κι έτσι να αξιολογήσουν τη διάθεσή τους.
Εξετάζοντας οι ειδικοί όλα τα αποτελέσματα των ερωτηματολογίων, βρήκαν πως η ορεινή πεζοπορία ήταν η πιο κουραστική από όλα τα είδη των περιπάτων, μια και ο καρδιακός παλμός των εθελοντών ήταν υψηλότερος κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης βόλτας. Παρ’ όλα αυτά, από τις απαντήσεις των συμμετεχόντων διαφάνηκε ότι αυτή η άσκηση ήταν λιγότερο κουραστική απ’ την αντίστοιχη διαδικασία του διαδρόμου. Παράλληλα, τα σκορ τους ήταν πολύ πιο υψηλά ύστερα από οποιαδήποτε άσκηση στο γυμναστήριο, υποδεικνύοντας πως είχαν ευχαριστηθεί πολύ περισσότερο την κίνηση στην εξοχή. Από την άλλη μεριά, οι βόλτες χιλιομέτρων στο γυμναστήριο τους άφησε περισσότερο χαλαρούς και ικανοποιημένους απ’ ό,τι το να κάθονταν κλεισμένοι να χειρίζονται έναν υπολογιστή ή να μιλούν επί ώρες. Σύμφωνα με τον Μάρτιν Νιντερμάιερ, καθηγητή Επιστημών του Αθλητισμού στο Πανεπιστήμιο του Ινσμπρουκ και επικεφαλής της έρευνας, για όλους τους εθελοντές το να περπατούν ήταν περισσότερο απολαυστικό από το να μην περπατούν καθόλου. Επίσης, επεσήμανε πως το να βαδίζουν στη σκιά του βουνού έκανε θαύματα με τη διάθεσή τους, γεγονός που μπορεί να μεταφραστεί πως οι άνθρωποι στο μέλλον θα είναι διατεθειμένοι να επαναλάβουν την εν λόγω διαδικασία περιπάτου και όχι την άλλη στον διάδρομο γυμναστηρίου.