«Αυτή είναι η Ελλάδα» λοιπόν, καταδικασμένη «σε παντοτινή κρίση –for ever in crisis», όπως έγραφαν σε ένα μάλλον καταθλιπτικό τους άρθρο οι «Financial Times»; Μια χώρα που ενώ πριν από δέκα χρόνια φαντασιωνόταν ότι θα μπορούσε να γίνει Βόρεια Ευρώπη, καταντάει να είναι όπως η Κεντρική ή Λατινική Αμερική, σύμφωνα με την παρατήρηση ενός σχολιαστή στην ίδια εφημερίδα (Al. Kitroeff). Εχουν οι Ελληνες όντως προσαρμοσθεί στην ιδέα «της παντοτινής κρίσης» όπως διατείνεται η εφημερίδα; Προφανώς δεν είναι «αυτή η Ελλάδα» και δεν είναι καταδικασμένη στην «παντοτινή κρίση». Βέβαια η πρόσληψη της Ελλάδας ως χώρας σε διαρκή κρίση είναι μια σταθερά επαναλαμβανόμενη, διαχρονική εννοιολόγηση. Από τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, η παραγωγή κάθε είδους πονημάτων (βιβλίων, δοκιμίων, άρθρων κ.λπ.) με τον τίτλο «Η Ελλάδα σε κρίση» υπήρξε μια ιδιαίτερα ελκυστική άσκηση. Ακόμη και στις καλύτερες στιγμές της ελληνικής πραγματικότητας θεωρούσαμε ότι «η Ελλάδα είναι σε κρίση». Πάντοτε είχαμε κάποιο άλλο ιδεατό πρότυπο που δεν το προσεγγίζαμε. Και όταν ακόμη ήμασταν ανάμεσα στις είκοσι πέντε πρώτες περισσότερο αναπτυγμένες χώρες – μέλη του παγκόσμιου συστήματος, πιστεύαμε ότι είμαστε ανάμεσα στις τελευταίες.
Στο ερώτημά μου στο πανεπιστήμιο ή σε άλλες σχολές (ανώτερων αξιωματικών κ.λπ) πού ανήκει η Ελλάδα από πλευράς ανάπτυξης ανάμεσα στις 200 περίπου χώρες – μέλη του ΟΗΕ, στις τριάντα πρώτες ή στις τριάντα τελευταίες, καθολική και σταθερή σχεδόν ήταν η απάντηση: ανάμεσα στις τριάντα τελευταίες! Κι όμως είμασταν στην 24η θέση! Αλλο ήμασταν δηλαδή και άλλο νομίζαμε ότι ήμασταν. Ενα ζήτημα εσφαλμένης πρόσληψης (perception), που είχε όμως εξαιρετικά βλαπτικές συνέπειες. Μέρος του ελληνικού εξαιρετισμού (exceptionalism) που θέλει την Ελλάδα σταθερά υπανάπτυκτη (σύνδρομο ψωροκώσταινας), σταθερά αδικούμενη, σταθερά καταπιεσμένη, σταθερά στο περιθώριο, σταθερά θύμα (συνδρομο θυματοποίησης/victimization), με «κουλτούρα των από κάτω» (underdog culture).
Και μετά ήρθε βέβαια η πραγματική οικονομική κρίση. Και τότε κάπως καθυστερημένα καταλάβαμε ότι όλες οι κρίσεις δεν είναι ακριβώς οι ίδιες. Μπορεί δηλαδή πέρα από διανοητικές ασκήσεις και τη φιλολογία της υπερβολής για «κρίση» να υπάρχουν και οι κρίσεις που παράγουν πράγματι επώδυνες οικονομικές, κοινωνικές, ψυχολογικές συνέπειες. Και βεβαίως πολιτικές συνέπειες όπως αυτές εκδηλώθηκαν με την κατάρρευση παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων, την επικράτηση του εθνολαϊκισμού και τελικά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Η πλειοψηφία των Ελλήνων πίστεψε ότι θα ξεφύγει από την οικονομική κρίση μέσα από τις λαϊκιστικές φαντασιώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες ουσιαστικά υπόσχονταν επιστροφή στο παρελθόν. Η διάψευση ήταν αναπόφευκτη. Και η διάψευση οδηγεί σιγά σιγά στην πολιτική αυτογνωσία από πλευράς πολιτών. Η κοινωνία αρχίζει να αφυπνίζεται και να συνειδητοποιεί ότι οι φαντασιώσεις δεν οδηγούν στην έξοδο από την κρίση. Οδηγούν στην επιδείνωσή της σε κοινωνικούς και αναπτυξιακούς όρους. Οδηγούν σε θεσμικές εκτροπές, αυταρχικές πρακτικές, παρακμιακές συμπεριφορές που αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία του δημοκρατικού συστήματος σε πολιτικούς όρους. Το μετατρέπουν σε «αυταρχική ή ηγεμονική δημοκρατία».
Μπροστά σ’ αυτή την πραγματικότητα το σημαντικό είναι ότι η πολιτική φαίνεται να επιστρέφει «ως η πλέον πολιτισμένη ανθρώπινη δράση» όπως γράφει ο B. Crick στο θαυμάσιο δοκίμιό του «Σε υπεράσπιση της πολιτικής» («In defence of politics»). Με βραδύτητα ίσως, αλλά επιστρέφει. Επιστρέφει όχι απλά και μόνο για την έξοδο από τα Μνημόνια, αλλά ως αξιακό αίτημα εξόδου από τη δομική κρίση και την ανάδειξη μιας νέας κανονικότητας για μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα που δεν θα επαναλαμβάνει τις παθογένειές της.
Επομένως τίποτα δεν συνηγορεί προς τη λογική ότι η Ελλάδα είναι καταδικασμένη σε παντοτινή κρίση. Ούτε η Ιστορία ούτε η πραγματικότητα. Αλλωστε δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς σήμερα για μια χώρα – μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και παρά τις άοκνες προσπάθεις του κυβερνητικού σχήματος στην εξουσία. Υπάρχει όμως μια βασική ανάγκη –η ανάδειξη οποιασδήποτε νέας πολιτικής να εννοιολογηθεί, να εκφρασθεί με μια νέα γενιά σκέψης, ιδεών, αναστοχασμού. Χρειάζεται δηλαδή κάτι αντίστοιχο με τη μεγάλη «γενιά του ’30»…