Βρέθηκα τις προάλλες σε ένα γαμήλιο γλέντι στο Πήλιο. Τραπέζια στρωμένα στην πλατεία του χωριού, με αραδιασμένα πάνω τους του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά. Γνωστοί και φίλοι να σηκώνουν τα ποτήρια για τη νύφη και για τον γαμπρό, μα και για τους εαυτούς τους, να πίνουν στη ζωή την ίδια, στη λάμπουσα ζωή με τις αντιξοότητες και τους θριάμβους της, με τις ρωγμές και με τις ηδονές της, με τα αλληλούια και με τα αμάν της, με τα όνειρά μας –τα λιγότερα –που θα γίνουν πραγματικότητα και τα άλλα τα όνειρα –τα πιο πολλά –που θα κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας. Η ατμόσφαιρα ήταν ευφορική. Η Σελήνη μάς καμάρωνε από ψηλά και τα κινητά μας δεν έπιαναν. Εμπρός στο ηρώο υπήρχαν πέντε καρέκλες, αριβάρισαν οι μουσικοί, κλαρίνο και ούτι, μπουζούκι και νταούλι και ένα ντέφι που θα πήγαινε ώσπου να ξημερώσει από χέρι σε χέρι, να κρατήσει ο καθένας το δικό του ίσο, να κάνει τα τσαλίμια του με τα κουδούνια του.
Οταν η τραγουδίστρια ένωσε το «Ακρογιαλιές, δειλινά» με την «Ιτιά» –δυο εναλλακτικοί εθνικοί ύμνοι στη σειρά -, δεν κρατήθηκα. Τινάχτηκα επάνω, έλυσα τη γραβάτα μου, πέταξα το σακάκι και έτρεξα στον χορό. Αδιαφορώντας για το γεγονός πως έχω δυο αριστερά πόδια.
Μην πάει ο νους σας στο χειρότερο. Δεν πρόκειται για κάποιο σπάνιο γενετικό σύνδρομο. Ούτε βεβαίως για πολιτικό υπονοούμενο. Γαλλική έκφραση είναι το «δυο αριστερά πόδια» και σημαίνει τον άνθρωπο ο οποίος δεν διαθέτει την παραμικρή αίσθηση του ρυθμού. Που δεν τα καταφέρνει ούτε στο πιο απλό, στο «εν-δυο!» της παρέλασης, παρά μπερδεύεται και μπερδεύει και τους γύρω του.
Τα δυο μου αριστερά πόδια επισημάνθηκαν αρχικά από τη δασκάλα της Πρώτης Δημοτικού. Η διάγνωσή της περιεβλήθη εν έτει 1993 το κύρος ενός ναυάρχου, ο οποίος πάσχιζε φιλότιμα επί ώρα να με θεραπεύσει, στο τέλος απελπίστηκε και με απέβαλε –όσο πιο διακριτικά μπορούσε –από την τελετή ορκωμοσίας των νεοσυλλέκτων του Πολεμικού Ναυτικού.
Λογικά, όταν έχεις δυο αριστερά πόδια, κρατιέσαι μακριά από τις πίστες. Κρύβεις ενδεχομένως και το μυστικό σου, παριστάνοντας τον βαρύ, τον τύπο της τάβλας. Τι γίνεται όμως όταν η ψυχή σου χορεύει; Οταν νιώθεις το σώμα σου χορδή τεντωμένη να πάλλεται;
«Χοροπηδάς σαν ξωτικό του δάσους…» σχολίασε ο γαμπρός, εξαντλώντας μάλλον την ευγένειά του. Ο κουμπάρος με τράβηξε παράμερα και αποπειράθηκε να μου διδάξει τα βήματα του τσάμικου, «κόψε τουλάχιστον τα σάλτα», μου είπε ύστερα από λίγο απηυδισμένος, «θα προσγειωθείς πάνω σε κανέναν και αλίμονό του!». Μια άλλη φίλη απλώς ξεκαρδίστηκε. «Τι αστείος που είσαι!» μου έκανε φάτσα φόρα. «Ιδιος με ελέφαντα που τον γαργαλάνε!».
Τα σχόλιά τους ασφαλώς ξεπερνούσαν τα όρια του «πολιτικώς ορθού». Σύμφωνα με τα επικρατούντα στις μέρες μας ήθη, θα έπρεπε να αισθανθώ θιγμένος, ίσως και θύμα ακόμα μπούλινγκ. «Δεν σας επιτρέπω να χλευάζετε την προσωπική μου έκφραση!» θα τους έκανα ξινά. «Κι εμείς δεν σου επιτρέπουμε να επιδίδεσαι σε αυτήν τη –συν τοις άλλοις επικίνδυνη για την αρτιμέλειά μας –παρωδία χορού!» θα μου απαντούσαν.
Οχι όμως, φίλες και φίλοι. Το αληθινό γλέντι, εκείνο που σε βγάζει εκτός εαυτού, δεν συγχωρεί απλώς. Ενθαρρύνει τα πάντα: και το ξεχαρβαλωμένο ξεφάντωμα του ενός. Και τα πειράγματα των άλλων. Δεν είναι «σε αγαπάμε κι ας σε κοροϊδεύουμε». Είναι «σε κοροϊδεύουμε επειδή σε αγαπάμε». Οποιος καλοδέχεται αποκλειστικά τον έπαινο και δεν ανέχεται το σκώμμα είναι μισός άνθρωπος. Μένει ισοβίως καθηλωμένος στη θέση του, μην τυχόν και του την πάρουν. Χαμογελάει συγκρατημένα για να μη ρυτιδιάσει. Χτενίζει τις κουβέντες του και στις σιωπές ποζάρει σε έναν νοερό, ανύπαρκτο στην πραγματικότητα, καθρέφτη.
Θα συνεχίσω να ακούω το εντός μου και να χορεύω με τα δυο αριστερά μου πόδια, γελώντας πρώτα εγώ ο ίδιος με τον εαυτό μου. Θα γίνομαι η ευτράπελη αντίστιξη εκείνου που κεντάει στο ζεϊμπέκικο, που σέρνει –λεβεντιά καμαρωτή –τον καλαματιανό. Και θα χαιρόμαστε και οι δυο εξίσου. Θα προσέχω απλώς κάπως περισσότερο μην ξενυχιάσω κανέναν διπλανό μου.