Σκόπευα να γράψω ένα σημείωμα για τις οικονομικές προοπτικές. Για την έξοδο στις αγορές που πρέπει μεν να γίνει, όχι όμως ως πυροτέχνημα με κριτήριο το γόητρο και το αφήγημα της κυβέρνησης. Για το αναπόφευκτο νέο Μνημόνιο μετά το καλοκαίρι του 2018. Για το γεγονός ότι η χώρα δεν μπορεί να πείσει με μια κυβέρνηση που δεν πιστεύει σε όσα δεσμεύεται να υλοποιήσει.
Για τους κινδύνους που ελλοχεύουν εάν, για παράδειγμα, στη Γερμανία η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές είναι μια συμμαχία της Μέρκελ με τους Φιλελεύθερους. Για το γεγονός ότι πολλά θα εξαρτηθούν από το κατά πόσο ο άξονας Γαλλίας – Γερμανίας θα λειτουργήσει στην κατεύθυνση που προσπαθεί ο νέος γάλλος πρόεδρος. Αλλά και για το ότι εν τέλει τα περισσότερα εξαρτώνται από εμάς τους ίδιους –από τις δικές μας αποφάσεις για να ξεπεράσουμε την κρίση.
Αυτά και άλλα παρόμοια σκόπευα να γράψω.
Μέχρι που ανακοινώθηκε η (νέα) αναίρεση της απόφασης απαλλαγής του Ανδρέα Γεωργίου και μου άλλαξε τη διάθεση και τα σχέδια. Το νόημα έχει μια ορθολογική ανάλυση για την οικονομία όταν αμφισβητούνται τα αυτονόητα;
Οχι, δεν θα επαναλάβω όσα έχουν ειπωθεί κατά κόρον για την ουσία της υπόθεσης. Πόσο μυαλό θέλει για να καταλάβει κανείς ότι δεν μπορεί να κατηγορείται ο Γεωργίου για παραποίηση του ελλείμματος, όταν ο μόνος αρμόδιος για την εγκυρότητά του –η Eurostat –το έχει πιστοποιήσει επανειλημμένα; Οταν η Βουλή έχει εγκρίνει επτά προϋπολογισμούς που βασίζονται σε αυτό; Και τι να πει κανείς για το ότι δεν βρίσκεται ένας –ένας! –δικαστικός λειτουργός να διερευνήσει εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει δίκιο όταν αναφέρεται στη «στατιστική απάτη» της κυβέρνησης Καραμανλή;
Τι νόημα έχει να τα ξαναλέμε όλα αυτά; Ολοι έχουν καταλάβει ότι η όλη υπόθεση δεν είναι παρά μια απεγνωσμένη προσπάθεια να κρατηθεί ζωντανό ένα αφήγημα στρεβλής συνωμοσιολογίας. Ενα αφήγημα απαραίτητο για να αποφύγουν κάποιοι τις ευθύνες για τις εγκληματικές πράξεις που μας οδήγησαν στην κρίση, αλλά και για δικαιολογηθεί η καταστροφική για τη χώρα συμπεριφορά πολλών τα χρόνια της κρίσης. Μια προσπάθεια που βρίσκει δυστυχώς πρόθυμους αρωγούς στη Δικαιοσύνη.
Για άλλο θέλω να γράψω λοιπόν, με αφορμή τα σχόλια που έλαβα από φίλους μετά την αναίρεση ότι τελικά «δεν υπάρχει σωτηρία». Γιατί το πρόβλημα βέβαια δεν είναι μόνο οι κυνικοί απατεώνες. Είναι και οι πρόθυμοι αποδέκτες –το μέρος της κοινωνίας που εξακολουθεί να τα πιστεύει αυτά.
Από την αρχή της κρίσης, η ελληνική κοινωνία έχει κατά κάποιο τρόπο περάσει τα περίφημα πέντε στάδια του πένθους. Αρνηση (όχι, δεν ήταν τόσο το έλλειμμα, δεν είχαμε πρόβλημα ως χώρα), θυμός (φταίνε αυτοί που μας έβαλαν επίτηδες στο Μνημόνιο), διαπραγμάτευση (αν είχαμε κάνει εκείνο ή το άλλο, θα τα είχαμε αποφύγει όλα), κατάθλιψη (όλοι ίδιοι είναι, όλοι ψέματα λένε), μέχρι την τελική αποδοχή. Το πρόβλημα είναι ότι πολύς κόσμος είναι ακόμα στα πρώτα στάδια. Και από την κρίση τελικά θα βγούμε μόνο αν καταλάβουμε γιατί μπήκαμε σε αυτή.
Φυσικά όλο αυτό δεν είναι παράδοξο. Η κρίση έχει αναποδογυρίσει σχέδια, προσδοκίες, ζωές. Είναι σκληρό και δύσκολο να αποδεχτεί κανείς τι πραγματικά έφταιξε, τόσο συλλογικά όσο και ατομικά. Και απείρως ευκολότερο να κατασκευάσει εχθρούς ή να πιστέψει όσους τον παραμυθιάζουν με βολικές διαγνώσεις και εύκολες λύσεις.
Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο, ούτε έχουμε την αποκλειστικότητα. Η εκλογή του Τραμπ στις ΗΠΑ ήταν αποτέλεσμα ενός αντίστοιχα στρεβλού αφηγήματος. Το ίδιο και η ψήφος των Βρετανών για την έξοδο από την ΕΕ. Και τα δύο γεγονότα είχαν ως αφετηρία πραγματικά προβλήματα. Και στις δύο περιπτώσεις οι ψηφοφόροι αγνόησαν τα στοιχεία και έδωσαν τη λάθος απάντηση στο πρόβλημα. Πολλοί θα μετανιώσουν όταν φανούν τα αποτελέσματα της επιλογής που έκαναν. Αλλοι όμως όχι, επιμένοντας μέχρι τέλους, παρά τα στοιχεία –ένα κλασικό παράδειγμα «γνωστικής ασυμφωνίας».
Ετσι κι εμείς. Ο ανορθολογισμός που έχει επικρατήσει στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια έχει κοστίσει πολλά σε χρόνο και σε χρήμα. Θα είχαμε βγει από την κρίση πολύ νωρίτερα και με μικρότερο κόστος εάν ακολουθούσαμε τις συναινετικές πολιτικές χωρών όπως η Πορτογαλία ή η Ιρλανδία. Προτιμήσαμε να φάμε τις σάρκες μας, να ακολουθήσουμε ψεύτικους προφήτες, να κυριαρχήσει το μίσος. Απέναντι σε κάθε λογικό επιχείρημα –ή μάλλον σε πείσμα κάθε λογικού επιχειρήματος.
Η αλήθεια είναι πως στην πολιτική και στην οικονομία οι λύσεις έχουν μεν πρακτικό χαρακτήρα, αλλά βιώνονται συναισθηματικά από τους πολίτες. Η πολιτική δεν είναι μόνο ορθολογισμός, στοιχεία και επιχειρήματα και η λογική δεν κερδίζει πάντα. Το συναίσθημα –πλέον αδιαφορία, ανασφάλεια, αφασία –πολύ συχνά κυριαρχεί. Ιδιαίτερα όταν ένα μέρος του πληθυσμού αισθάνεται απολύτως περιθωριοποιημένο –τόσο οικονομικά όσο και συναισθηματικά.
Για όσους λοιπόν φιλοδοξούν να βγάλουν τη χώρα από την κρίση με αλήθειες και όχι με ψέματα: επείγει η διατύπωση ενός νέου αφηγήματος. Αλλά αυτό δεν πρέπει απλά να πείσει μιλώντας τη γλώσσα της λογικής. Πρέπει να μιλήσει και στο συναίσθημα, στο θυμικό. Οχι με κορόνες και πατριδοκαπηλίες –πήραμε. Να καταφέρει, αντίθετα, να κάνει τον κόσμο περήφανο για όσα έχουν επιτευχθεί με κόστος και θυσίες, αισιόδοξο ότι η χώρα μπορεί να τα καταφέρει –αλλά μόνο εάν και ο ίδιος πιστέψει σε αυτό.
Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου είναι πρώην υπουργός. Το βιβλίο του «Game over –
Η αλήθεια για την κρίση» κυκλοφορεί από
τις εκδόσεις Παπαδόπουλος