Η φετινή μαύρη επέτειος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο υπήρξε αφορμή για ανακοινώσεις σε ασυνήθιστα υψηλούς τόνους. Προφανώς παίζει ρόλο το γεγονός ότι διανύουμε μια περίοδο έντονης κινητικότητας: η διεθνής ενεργειακή κοινότητα περιμένει τα αποτελέσματα των γεωτρήσεων στο οικόπεδο 11 της Κυπριακής ΑΟΖ, την ώρα που η αποτυχία των διαπραγματεύσεων στην πρόσφατη διάσκεψη της Ελβετίας εντείνει τις ανησυχίες για το εάν η Τουρκία θα αναζητήσει εναλλακτικά σχέδια λύσης του Κυπριακού. Αυτό είναι φυσικό να προκαλεί εκνευρισμό στην ελληνική πλευρά, που πάντως γνωρίζει πως μια τέτοια εναλλακτική ενέχει κινδύνους για την Τουρκία και μπορεί να την οδηγήσει σε έναν μεγαλύτερο βαθμό διεθνούς απομόνωσης. Το να επιδιώξει μεγαλύτερη διεθνή αναγνώριση για το ψευδοκράτος ή το να προχωρήσει σε σχέδια προσάρτησης της Βόρειας Κύπρου, θα επιβεβαιώσει τον χαρακτήρα ενός προβληματικού παίκτη που μπορεί να ανατρέψει ολόκληρο τον ενεργειακό σχεδιασμό στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Εμπειροι παρατηρητές των ελληνοτουρκικών θυμίζουν ότι αντίστοιχες έρευνες στην Κυπριακή ΑΟΖ διεξήχθησαν το 2011 και το 2014 και η Τουρκία κινήθηκε με αντίστοιχη στρατηγική, χωρίς τελικά να εμποδίσει ή να μπλοκάρει με οποιοδήποτε τρόπο τις ερευνητικές δραστηριότητες. Και όλα όσο γίνονται γύρω από το οικόπεδο 11 αυτή την περίοδο, μπορεί να προοιωνίζονται ένα ενδιαφέρον της γειτονικής χώρας σε άλλα οικόπεδα, όπου μπορεί να προβάλει αξιώσεις δικαιοδοσίας ή κυριότητας. Πιθανότατα η Τουρκία θα αποφύγει να κλιμακώσει περαιτέρω, πέρα από τους λεκτικούς τσαμπουκάδες και τις βόλτες των σεισμογραφικών στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Την ίδια στιγμή, στους κόλπους της ελληνικής διπλωματίας επικρατεί ψυχραιμία, που προκύπτει από το έντονο ενδιαφέρον και την παρουσία των αμερικανικών, γαλλικών και ισραηλινών πολεμικών πλοίων στην περιοχή, που τόσο σε συμβολικό όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο, λειτουργούν αποτρεπτικά για κάθε σκέψη τουρκικής παρενόχλησης.
Η Τουρκία έχει νεύρα γιατί διανύει μια έντονη περίοδο εσωτερικής αστάθειας, έναν χρόνο μετά το πραξικόπημα, με ανοιχτά μέτωπα στη Συρία και στο Κουρδικό, με παγωμένη την ενταξιακή της πορεία στην Ευρώπη και με πρωτοφανή ένταση στη σχέση της με τη Γερμανία. Παρά το πολωτικό κλίμα, τις διώξεις αντιφρονούντων, δημοσιογράφων και ξένων, ο Ερντογάν κέρδισε οριακά το δημοψήφισμα της περασμένης άνοιξης. Εχει μπροστά του μια δύκολη προεδρική εκλογή σε δυο χρόνια. Η τουρκική λίρα έχει κλονιστεί –η τουρκική οικονομία έχει επηρεαστεί σημαντικά. Πριν από μερικά χρόνια η παρουσία του τούρκου προέδρου στην ηγεσία της γειτονικής χώρας φάνταζε εγγύηση σταθερότητας –στη διάρκεια άλλωστε της δικής του πολιτικής κυριαρχίας δεν σημειώθηκε καμία εξαγωγή εσωτερικής πολιτικής έντασης στο Αιγαίο. Τα πράγματα σήμερα είναι διαφορετικά. Και οι λεκτικοί του λεονταρισμοί, είναι ίσως περισσότερο δείγμα της εσωτερικής του αδυναμίας και της ανάγκης του να ενισχύσει το ηγετικό του προφίλ στο εσωτερικό του ακροατήριο. Τούτων δοθέντων, είναι κρίσιμο για την ελληνική πλευρά να κρατήσει την ψυχραιμία της. Αλλωστε το παιχνίδι της αλλαγής των ενεργειακών συσχετισμών στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης είναι ακόμη στην αρχή.