Αλλη μια προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού ναυάγησε. Γράφω το παρόν με απογοήτευση για την ατυχή έκβαση των συνομιλιών, αλλά και αναγνωρίζοντας ότι ως κάποιος που δεν βιώνει το πρόβλημα έχω περιορισμένη ηθική νομιμοποίηση να εκφράζω προτιμήσεις. Αναγνωρίζω, επίσης, πόσο δύσκολο είναι να κατασκευάσουν κοινούς θεσμούς που να λειτουργούν και να πορευθούν μαζί άνθρωποι που επί δεκαετίες ζουν χώρια, ως εχθροί. Αν όμως υποτεθεί ότι ο στόχος εξακολουθεί να είναι μια συμπεφωνημένη λύση που θα αίρει –κατά το δυνατόν –τις συνέπειες της εισβολής, ο χρόνος δεν είναι σύμμαχος.
Το Κυπριακό είναι και πρόβλημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μερικές από τις παραβιάσεις είναι συνεχιζόμενες. Ανθρωποι αγνοούν μέχρι και σήμερα την τύχη των δικών τους ή/και εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση στο σπίτι και στην περιουσία τους. Η νομολογία που οικοδόμησε τη δεκαετία του 1990 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αναγνώριζε, μεταξύ άλλων, τη συνεχιζόμενη παραβίαση των δικαιωμάτων στην κατοικία και στην περιουσία των Ελληνοκυπρίων. Σήμερα η νομολογία αυτή έχει μερικώς αποδομηθεί. Το προαναφερθέν Δικαστήριο κατηύθυνε τους Ελληνοκυπρίους στον εσωτερικό μηχανισμό επίλυσης διαφορών που θεσμοθετήθηκε στα Κατεχόμενα. Κυρίως, όμως, έκρινε νόμιμη την αποζημίωση για απώλεια περιουσίας (σαν να επρόκειτο για κοινή υπόθεση απαλλοτρίωσης) αντί της αποκατάστασης της περιουσίας των προσφύγων και την καταβολή αποζημίωσης για όσο καιρό εμποδίστηκε η πρόσβαση σε αυτή.
Οι δικαιολογητικοί λόγοι για τη στροφή αυτή είναι πλείστοι. Οχι πλήρως ανιδιοτελείς. Το Δικαστήριο επέλεξε να απεμπλακεί σε μεγάλο βαθμό από το Κυπριακό προκειμένου να αυτοπροστατευθεί από τον όγκο των υποθέσεων που κλήθηκε να κρίνει, αλλά και να προστατεύσει το κύρος του, αντιλαμβανόμενο ότι δεν δύναται με τα δικαιοπολιτικά εργαλεία που διαθέτει και την όποια θεσμική του βαρύτητα να επηρεάσει καθοριστικά μέσω του περιουσιακού ένα περίπλοκο πρόβλημα όπως το Κυπριακό. Ομως δυο άλλοι λόγοι στο σκεπτικό του Δικαστηρίου βαραίνουν ιδιαίτερα και εξηγούν γιατί ο χρόνος τρέχει εις βάρος των Ελληνοκυπρίων.
Πρώτον, τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του θύματος της εισβολής. Προστατεύουν όλους τους ανθρώπους. Αυτός που γεννήθηκε, μεγάλωσε, κοντεύει πια μεσήλικος στο σπίτι ενός πρόσφυγα, ο secondary occupant (κατά τη σχετική ορολογία) έχει, μέρα τη μέρα, δεθεί με αυτό. Αυτός που καλόπιστα έστησε την επιχείρησή του στα Κατεχόμενα έχει δημιουργήσει δεσμούς· έχει φτιάξει μια ζωή. Νέες «ρίζες» φυτρώνουν. Συν τω χρόνω, βαθαίνουν. Η ζωή προχωρά. Δεν πάγωσε το 1974. Τα δικαιώματα του βίαια ξεριζωμένου παλαιού ιδιοκτήτη –λέει το Δικαστήριο –πρέπει να ζυγιστούν απέναντι σε αυτά όσων ρίζωσαν έκτοτε –θύματα, κατά μια έννοια, αμφότεροι του ίδιου θύτη.
Δεύτερον, αν και όχι τόσο εναργώς, στο σκεπτικό του Δικαστηρίου «αντηχεί» η ελληνοκυπριακή απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, με την οποία απωλέσθηκε το «ηθικό πλεονέκτημα» (για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του συρμού) αυτού που του στέρησαν τη γη, το σπίτι και τους ανθρώπους του. Η μνήμη ξεθωριάζει. Η εικόνα θολώνει. Το status quo παγιώνεται και με το πέρασμα του χρόνου στα μάτια των «τρίτων», της διεθνούς κοινότητας και της διεθνούς δικαιοσύνης, δεν είναι πλέον εξίσου ευδιάκριτο ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα. Ο χρόνος ποτέ δεν ήταν σύμμαχος. Υπό αυτή την έννοια, χάθηκε μια ακόμη ευκαιρία επίλυσης –ανεξαρτήτως του περιεχομένου της.
Ο Βασίλης Π. Τζεβελέκος είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή του Λίβερπουλ.