Για την πρώτη γνωρίζουμε πολλά: ότι ξεκίνησε το 1821 (πάντως όχι στις 25 Μαρτίου, ούτε στην Αγία Λαύρα), ότι στην αρχή σημείωσε μεγάλες επιτυχίες, αλλά μετά «η διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή» έβαλε τους Ελληνες να σφάζονται μεταξύ τους. Ηρθε κι ο Ιμπραήμ και κάπου το 1826-27 η ένδοξή μας επανάσταση είχε σβήσει. (Εχω ξαναγράψει ότι αντί να γιορτάζουμε ως εθνική εορτή την 25η Μαρτίου 1821 –κατά την οποία δεν έγινε τίποτα –θα έπρεπε να γιορτάζουμε την 8η Οκτωβρίου 1827, όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις απελευθέρωσαν την Ελλάδα στο Ναυαρίνο).
Για τη δεύτερη επανάσταση, παράλληλη με την πρώτη, οι περισσότεροι δεν ξέρουν τίποτα. Μόνο κάτι ιστορικοί και αρχαιοδίφες. Ωστόσο ήταν εξίσου σημαντική, κράτησε πολύ περισσότερο και, αν είχε επικρατήσει, θα ήμασταν σήμερα μια άλλη χώρα. Μια δυτική, ευρωπαϊκή χώρα, με κοινωνία οργανωμένη και οικονομία ανθηρή…
Ηταν η αστική επανάσταση της Ερμούπολης.
Πριν από το 1822, εκεί που ορθώνεται σήμερα η πάντα ωραία και επιβλητική Ερμούπολη, υπήρχαν μόνο βάλτοι, χωράφια και παράγκες. (Οι «φραγκοσυριανοί» καθολικοί κατοικούσαν ψηλά, στον λόφο της Ανω Σύρου). Εναν χρόνο μετά, ο χώρος είχε καταληφθεί από χιλιάδες πρόσφυγες σε τσαντίρια (κυρίως Χιώτες που σώθηκαν από την καταστροφή της Χίου). Υστερα από πέντε χρόνια, στον ίδιο χώρο, ο ξένος επισκέπτης έβλεπε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη, με ωραία κτίρια, δρόμους, πλατείες, υποδομές, μεγάλα σχολεία, τα πρώτα ιδρύματα. Κι όλα αυτά χωρίς καμία βοήθεια από το κράτος (δεν υπήρχε!). O Prokosh von Osten, πρόξενος της Αυστρίας, μιλάει για θαύμα.
Λίγες δεκαετίες αργότερα, η πόλη αυτή ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη της χώρας σε πληθυσμό και συγκέντρωνε το 75% του πλούτου όλης της Ελλάδας! Είχε το ωραιότερο θέατρο, το μεγαλύτερο κι επιβλητικότερο δημαρχείο (έργο του Τσίλλερ), το πιο πλούσιο και δυναμικό λιμάνι όλης της Ανατολικής Μεσογείου. Τράπεζες ισχυρές, βιομηχανία ανθηρή, ναυπηγεία δραστήρια, εφοπλισμός δυνατός. Και πάντα όλα αυτά χωρίς ίχνος κρατικής βοήθειας –άλλωστε οι Ερμουπολίτες θεωρούσαν τους Αθηναίους παρακατιανούς και λίγο χωριάτες.
Να πώς τους περιγράφει ο ιστορικός μας Γ.Β. Δερτιλής: «Μεγαλοαστοί επιχειρηματίες που έχουν πατρίδα τη Μεσόγειο χτίζουν την νεοκλασική Ερμούπολη, περιφρονούν τους σταφιδέμπορους της Πάτρας, καθυβρίζουν την Εθνική Τράπεζα και αδιαφορούν για το ελληνικό κράτος».
Ηταν σαν όνειρο. Αλλά η ακμή του κράτησε πάνω από πενήντα χρόνια! Και η παρακμή ήρθε βαθμιαία, στο τέλος του 19ου αιώνα. Πολλά συνέτειναν σε αυτό –από τη διάνοιξη του Ισθμού της Κορίνθου μέχρι την ενδυνάμωση του κέντρου.
Ομως η εμφάνιση, η άνθηση και η ακμή της Ερμούπολης παρέμειναν φαινόμενο μοναδικό, όχι μόνο στην ελληνική ιστορία αλλά και παγκόσμια. Ενα μικρό, άγονο νησί να συγκεντρώνει τα τρία τέταρτα του πλούτου μιας χώρας και να αναπτύσσει μια κοινωνική και πολιτιστική ποιότητα ανύπαρκτη σε όλη την περιοχή. (Μια ματιά στο παλιό νεκροταφείο του Αγίου Γεωργίου, διατηρητέο μνημείο –που δεν συντηρείται –είναι ενδεικτική. Ενα μουσείο γλυπτικής του 19ου αιώνα!).
Γράφει ο Απόστολος Κουφοδήμος («Χιώτες πρόσφυγες στη Σύρο», σελ. 52): «Ο αστικός χαρακτήρας της Ερμούπολης πήγαζε αποκλειστικά από τις ενέργειες, δραστηριότητες, νοοτροπίες και συμπεριφορές των παροικιακών κοινοτήτων της Σύρου, που με τον δυναμισμό και τις πρακτικές τους ανέδειξαν τη νέα τους πατρίδα σε αδιαφιλονίκητη οικονομική πρωτεύουσα της Ελλάδας».
Πώς έγινε αυτό το θαύμα; Και τι θα μπορούσε να μας διδάξει;
Οι πρόσφυγες που κατέφυγαν στη Σύρο ήταν (οι περισσότεροι) έμποροι, ταξιδεμένοι, μορφωμένοι, με διασυνδέσεις στο εξωτερικό, με πείρα από οργάνωση και διοίκηση. Με άλλα λόγια, οι πρώτοι μας ελεύθεροι έλληνες αστοί.
Εχει διατυπωθεί συχνά πως το βασικό διαχρονικό πρόβλημα της νέας Ελλάδας είναι η παντελής απουσία αστικής τάξης (Ν.Δ.: «Η χαμένη τάξη», 1985). Από τον φεουδαρχικό μεσαίωνα του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας εκτοξευθήκαμε στη νεωτερικότητα του 19ου αιώνα, του Καποδίστρια και των Βαυαρών. Αναγέννηση, Μεταρρύθμιση, Διαφωτισμό δεν ζήσαμε. Αγροτική χώρα, τσιφλικάδικη, αστική τάξη δεν φτιάξαμε γιατί, απλούστατα, δεν είχαμε άστεα. Κι όμως, όπως γράφει ο Μαρξ, «η αστική τάξη έσυρε όλα τα έθνη προς τον πολιτισμό». Ολα όσα θεωρούμε σήμερα σημαντικά: κράτος δικαίου, διαχωρισμός των εξουσιών, ανθρώπινα δικαιώματα, καθολική ψηφοφορία, σύγχρονη δημοκρατία, κράτος πρόνοιας είναι δημιουργήματα των αστών.
Οι ελάχιστοι έλληνες αστοί έζησαν στην περιφέρεια (Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Τεργέστη, Κωνσταντινούπολη) και στα νησιά. Μερικοί από αυτούς εποίκισαν τη Σύρο και μας έδειξαν ένα εκπληκτικό δείγμα αστικής αυτοοργάνωσης και δράσης. Από τα πρώτα κτίρια που έστησαν ήταν σχολεία, νοσοκομείο, γηροκομείο και ορφανοτροφείο. Ενα ενδεικτικό στοιχείο: όρισαν ότι το 20% των τελωνειακών εσόδων (ποσό τεράστιο) θα διοχετευόταν στην παιδεία. Κάλεσαν αμέσως τον Νεόφυτο Βάμβα να οργανώσει το πρώτο γυμνάσιο. Από τα σχολεία της βγήκαν ο Ροΐδης και ο Βικέλας.
Τα σκέφτεσαι αυτά και ονειρεύεσαι μια νέα αστική επανάσταση. Η ελάχιστη παλιά ξεχάστηκε (άσε που συκοφαντήθηκε και καθυβρίστηκε. Ποια; Η ανύπαρκτη!). Τη δήθεν προλεταριακή τη ζήσαμε και τη ζούμε, έστω και σε παράδοξη, εκφυλισμένη, χυδαία μορφή.
Μπορεί το παράδειγμα της Ερμούπολης να γίνει υπόδειγμα;
Περπατάω στους πλακόστρωτους δρόμους, ανάμεσα σε νεοκλασικές προσόψεις, πίνω καφέ στην απέραντη Πλατεία Μιαούλη στον ίσκιο του δημαρχείου (ακόμα είναι το μεγαλύτερο στην Ελλάδα!) και μια σκέψη γυρίζει στο μυαλό μου: «Επιστροφή στους αστούς!».
Φυσικά η Ιστορία δεν γυρίζει πίσω. Αλλά μερικές αρχές που καθιέρωσε η αστική τάξη μπορούν να ισχύσουν διαχρονικά. Οπως ότι «ο λόγος είναι συμβόλαιο» κι όποιος δεν τον τηρούσε γινόταν αμέσως απόβλητος.
Η χαμένη αστική ευγένεια σήμερα θεωρείται προσποίηση και αδυναμία. (Εδώ προσπαθούμε να περιορίσουμε τη διάχυση της χυδαιότητας). Κι όμως η ευγένεια είναι ύψιστη εκδήλωση ανθρωπισμού. Γιατί σέβεται τον κάθε άλλον και τον αποδέχεται ως ίσο και ισότιμο.
Και πάνω από όλα, η αυτενέργεια. Οι αυθεντικοί αστοί πίστευαν πως η ζωή είναι δημιουργία. Το ιδανικό της αστικής κοινωνίας ήταν ο αυτοδημιούργητος άνθρωπος. Το ελεύθερο και αύταρκες άτομο, που δεν προσκολλάται στο κράτος, στο κόμμα, στην Εκκλησία, στο συνδικάτο, στην οικογένεια ή στη φατρία για να υπάρξει –αλλά φτιάχνει δικό του δρόμο και δικό του κόσμο. Και θεμελιώνει την έννοια του ευπατρίδη, που στην ευγένεια της ύπαρξής του προσθέτει και τη γενναιοδωρία. Η Σύρος είναι γεμάτη αρχοντικά και κληροδοτήματα (μερικά καταρρέουν…).
Σκέψεις που γέννησε μια επίσκεψη στη μητρική μου πατρίδα.
Ο Νίκος Δήμου είναι συγγραφέας και επίτιμος δημότης Ερμουπόλεως