Η υψηλή πολιτική στον τόπο μας επιβάλλεται απ’ τις συμφωνίες δανειστών και δανειζομένου. Η μεσαία όμως και η χαμηλή πολιτική φιλτράρονται απ’ την Τοπική Αυτοδιοίκηση, τις διοικητικές αρρυθμίες, παραμορφώνονται απ’ τη μικρή, διάσπαρτη διαφθορά, τα κυκλώματα και τις αλληλεξαρτήσεις. Ενα κουβάρι πυκνό και αδιαπέραστο απ’ τον άοπλο πολίτη και τον άβγαλτο πολιτικό. Πώς λύνεται ο γόρδιος; Είτε με γερό «δόντι» είτε με τα εθνικοτοπικά και κλαδικά γιουρούσια.
Δεν ξέρω αν επιστημονικά υπάρχει επαρκώς επεξεργασμένη εξήγηση της παραπολιτικής υπερβολής, υποθέτω όμως ότι εάν είχε αναλυθεί η αιτία, το φαινόμενο και η ιστορική αντοχή του, θα υπήρχαν επεξεργασμένα και κάποια σχέδια αντιμετώπισης. Θα είχαν επινοηθεί απ’ το πολιτικό (τάχα μου) σύστημα κάποιες πιο αντικειμενικές και αποδεκτές ιεραρχήσεις και διαδικασίες. Το γεγονός όμως ότι εξακολουθούν το γιουρούσι και το «μέσο» να είναι οι βασικοί μοχλοί πολιτικής, νομοθετικής, διοικητικής παραγωγής σημαίνει ότι έχουν βρεθεί τα κουκούλια στα οποία επιβιώνει το αβγό.
Για πολλά χρόνια, ελάχιστα έχουν συμβεί που να μπορούν να ιεραρχήσουν διαφορετικά. Τελευταία, η ηλεκτρονική συνταγογράφηση και η Διαύγεια, ιδίως όμως το ΑΣΕΠ. Εκτός των κατά καιρούς υπονομεύσεων, διατρυπάται κι από κάθε «μοριοδότηση», κάθε αναθεώρηση του «μπόνους», κάθε διαταραχή της αξιολογικής κατάταξης. Και ξέρουμε πόσες μάχες, πιέσεις, σπρωξίματα δίνονται από επαγγελματικούς ή τοπικούς κλάδους και ομάδες για αλλαγή της μοριοδοτικής βαρύτητας, που με τη σειρά της αλλάζει και τη σειρά, την έγκριση, την ένταξη.
Γιατί το πολιτικό σύστημα δεν επιλύει το πρόβλημα; Γιατί είναι τέκνο του και μητέρα του συγχρόνως. Κομματικά εσω-σπρωξίματα, δυναστείες, εύνοιες, φιλίες, υποχρεώσεις και θνησιγενείς ευγνωμοσύνες (αποκρουστικές, γι’ αυτό γειτνιάζουσες με την προδοσία).
Ο συλλογισμός αναγκαστικά στρέφεται και εγκλωβίζεται σε μια ηθικιστική ψευδο-αιτιοκρατία. Τι πρέπει, τι χρειάζεται, τι μπορεί, τι γίνεται εντέλει. Στη «Νύχτα», ο Αντονιόνι ξεκινά με τον άρρωστο διανοούμενο φίλο, ίσως τρυφερό αντεραστή του πρωταγωνιστή, που αργοπεθαίνει στο έρημο νοσοκομείο. Οι κεντρικοί ήρωες της ταινίας, η Ζαν Μορώό και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, ζουν το δικό τους συναισθηματικό ράγισμα που σαν να αναπτύσσεται πάνω στο σκοτεινό βιολογικό «ρήγμα» του φίλου. Αστοί που αφού αποχαιρετούν τον ετοιμοθάνατο, περιφέρονται σ’ ένα αχανές πάρτι, πλήττουν, λυπούνται, απατούν, προδίδουν, ομολογούν. Το τέλος του πάρτι είναι το τέλος της «Νύχτας», το τέλος της πόσης, το τέλος της πλάνης. Η Μορό κλαίει: «Δεν σ’ αγαπώ πια». Διαβάζει μια παλαιά ερωτική –αγνώριστη πλέον –επιστολή του στον αιφνιδιασμένο Μαστρογιάνι. Το ρήγμα επεκτείνεται, τα χείλη του εξαρτώνται.
Εργο που συμπυκνώνει την πορεία από το δράμα της μεταπολεμικής νεορεαλιστικής πείνας στο δράμα της μεσήλικης αστικής απελπισίας του ’60. Ενας πολύ πιο θαρραλέος απ’ τον πολιτικό ντετερμινισμός που εξηγεί χαρακτήρες, χώρους, αιτίες και παράγωγα φαινόμενα. Αντίθετα με την πολιτική παρατήρηση και μετοχή, που ακριβώς επειδή θητεύει στο αποκρουστικό και ανορθολογικό, δραπετεύει είτε στην αναπαραγωγή τους είτε στην αποστροφή.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής Σάμου του ΣΥΡΙΖΑ και πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων