Η χώρα ζει μια πρωτοφανή υποχώρηση σε θεσμικό επίπεδο. Ενώ η κρίση θα έπρεπε να μας είχε κάνει να αντιμετωπίσουμε τη θεσμική υστέρηση που είχε η χώρα μας με την επιπλέον θωράκιση των θεσμών και της ανεξαρτησίας τους, σήμερα παρατηρούμε μια κυβερνητική «βουλιμία» ελέγχου των πάντων.
Τα «παλαιά» κόμματα τα τελευταία χρόνια επέδειξαν έναν πρωτόγνωρο ρεαλισμό στην αντιμετώπιση των προβλημάτων και στην ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων του κράτους, ξεπερνώντας πολλές από τις παραδοσιακές τους πολιτικές διαφωνίες. Σήμερα γίνονται πολλά βήματα προς τα πίσω.
Στην παιδεία, με την κατάργηση των συμβουλίων των πανεπιστημίων όπου συμμετείχαν έγκριτοι πανεπιστημιακοί από το εξωτερικό κι είχαν στόχο την εξωστρέφεια και τη μεταφορά τεχνογνωσίας. Οι ρυθμίσεις του νόμου Γαβρόγλου που επαναφέρουν τόσο την ψήφο των φοιτητών στην επιλογή των πρυτανικών Αρχών κι ανοίγουν το παράθυρο στη συναλλαγή, όσο και οι ρυθμίσεις για το άσυλο που γκρεμίζουν ό,τι έγινε τα τελευταία χρόνια, φαίνονται σαν μια κακόγουστη επιστροφή στο παρελθόν.
Στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης οι αποσπασματικές ρυθμίσεις, η έλλειψη συγκρότησης των πειθαρχικών συμβουλίων, οι φωτογραφικές προσλήψεις, οι αντισυνταγματικές αλλαγές διευθυντών και προϊσταμένων, η προσπάθεια ελέγχου των ανεξάρτητων Αρχών συγκροτούν την εικόνα μιας επέμβασης στο κράτος ανάλογης των αρχών της δεκαετίας του ’80. Οπως καταγγέλλει και ο ελεγκτής δημόσιας διοίκησης, υπάρχει πλέον απουσία πειθαρχικού ελέγχου στους δημοσίους υπαλλήλους. Εντύπωση πάντως προκαλεί η αφωνία της τρόικας σε σχέση με ό,τι συμβαίνει στο Δημόσιο, σε αντίθεση με το παρελθόν που πίεσε την κυβέρνηση Σαμαρά να προχωρήσει σε απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και τότε οδηγηθήκαμε στο κλείσιμο της ΕΡΤ.
Η πιο ουσιαστική παρέμβαση αφορά τον χώρο της Δικαιοσύνης. Δεν είναι μόνο ο πρωτοφανής διορισμός της προέδρου του Αρείου Πάγου στο Μέγαρο Μαξίμου, που δείχνει τον σφιχτό εναγκαλισμό της κυβέρνησης με μέρος της Δικαιοσύνης. Είναι μια σειρά από παρεμβάσεις που δείχνουν τη διάθεση ελέγχου. Οι καθημερινές πλέον απειλές που δέχονται δικαστές από μέλη της κυβέρνησης για τις αποφάσεις που λαμβάνουν. Το bullying που δέχθηκαν μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας από το επίσημο κομματικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ, την «Αυγή», όταν αντιτάχθηκαν στον νόμο Παππά. Η προαναγγελία αλλαγής σύνθεσης στο δικαστικό συμβούλιο που απέρριψε το αίτημα αποφυλάκισης της υπόπτου για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση.
Και τέλος, η πρωτοφανής ανάμειξη του υπουργού Αμυνας στην υπόθεση του ναρκοπλοίου «Noor 1», με τις τηλεφωνικές συνομιλίες με τον καταδικασμένο σε ισόβια διακινητή ναρκωτικών. Θυμίζω ότι η επιχείρηση σύλληψης του ναρκοπλοίου και των συμμετεχόντων έγινε από το Λιμενικό Σώμα την εποχή που ήμουνα υπουργός Ναυτιλίας και τότε ούτε εγώ ούτε άλλο μέλος της κυβέρνησης γίναμε γνώστες του περιεχομένου της δικογραφίας. Σήμερα ο παντελώς αναρμόδιος υπουργός Αμυνας συμπεριφέρεται με τρόπο θεσμικά απαράδεκτο που σε άλλη περίοδο θα είχε ήδη προκαλέσει όχι μόνο την αποπομπή του από την κυβέρνηση, αλλά και την παραπομπή της υπόθεσης στη Δικαιοσύνη. Η στήριξη όμως που δέχεται από όλη την κυβέρνηση καθιστά όλους πλέον συνενόχους σε αυτή την υπόθεση.
Σ’ αυτήν τη θεσμική υποχώρηση οι δημοκρατικά σκεπτόμενοι πολίτες, ανεξαρτήτως κόμματος, οφείλουμε να αντιταχθούμε γιατί όσο και αν είναι δύσκολο να ανατάξουμε την οικονομία, δυστυχώς τα πλήγματα στους θεσμούς θέλουν πολύ περισσότερο χρόνο να επουλωθούν.
Ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης είναι βουλευτής της ΝΔ Β’ Αθήνας, πρώην υπουργός