Eνας πρόεδρος που θεωρεί εαυτόν υπεράνω του νόμου, εκτός αν αυτός εξυπηρετεί τα προσωπικά του συμφέροντα, και είναι πεπεισμένος ότι πολιορκείται, χωρίς να φταίει σε τίποτα, από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, ιδιαίτερα στο αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης και το FBI: αυτή την εικόνα έδωσε, ή καλύτερα επιβεβαίωσε, ο Ντόναλντ Τραμπ μέσα από τη συνέντευξη που παραχώρησε σε τρεις δημοσιογράφους των «New York Times». Οπως το διατύπωσε και ο ίδιος σε κάποιο σημείο με τη θρυλική πλέον ευφράδειά του: «Εχω πονοκεφάλους, αυτό έχω, έχω πονοκεφάλους». Ευτυχώς δηλαδή που υπάρχει και αυτή η μικρή παρηγοριά στο σύμπαν του, ο Εμανουέλ Μακρόν, που «λατρεύει να του κρατάει το χέρι».

Για άνθρωπο που μισεί τους «New York Times», μία εφημερίδα την οποία έχει καταγγείλει αμέτρητες φορές για διασπορά ψευδών ειδήσεων, ο Τραμπ φάνηκε από τα αποσπάσματα της συνέντευξης που δημοσιεύθηκαν να επιζητεί απεγνωσμένα να εντυπωσιάσει τους συνομιλητές του. Καυχήθηκε για την ανταπόκριση που είχε η ομιλία την οποία απηύθυνε πρόσφατα στην Πολωνία∙ και για το πόσο πολύ τον συμπαθεί ο γάλλος πρόεδρος. «Είναι ένας φοβερός τύπος. Έξυπνος. Δυνατός. Λατρεύει να μου κρατάει το χέρι», δήλωσε και για όποιον τυχόν δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία, το επανέλαβε άλλες δύο φορές: «Ο κόσμος δεν συνειδητοποιεί πόσο λατρεύει να μου κρατάει το χέρι»… «Νομίζω πως θα είναι ένας καταπληκτικός πρόεδρος για τη Γαλλία. Αλλά πραγματικά του αρέσει να μου κρατάει το χέρι».

Όπως ήταν φυσικό, ο γαλλικός Τύπος ενέκυψε με ενδιαφέρον σε αυτό το φαινόμενο, όπως επίσης στους «χιλιάδες και χιλιάδες ανθρώπους» που συγκεντρώθηκαν σύμφωνα με τον Τραμπ το βράδυ της 14ης Ιουλίου στη βάση του Πύργου του Αϊφελ, «κι ήταν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ στην ιστορία του Πύργου του Αϊφελ μεγαλύτερη γιορτή», μόνο και μόνο «γιατί γνώριζαν πως εκείνη την ώρα» το ζεύγος Τραμπ και το ζεύγος Μακρόν δειπνούσαν στον δεύτερο όροφο –μικρή λεπτομέρεια, τέτοια κοσμοσυρροή δεν σημειώθηκε ποτέ. Ασχολήθηκε επίσης εκτενώς με τη σύγκριση που έκανε ο Τραμπ ανάμεσα στον Ναπολέοντα και τον Χίτλερ, και το ψύχος που βοηθάει τους Ρώσους να κερδίζουν τους αντιπάλους τους.

Όπως ήταν φυσικό, ωστόσο, στη συνέντευξη κυριάρχησε το θέμα της ρωσικής εμπλοκής στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Και οι δηλώσεις του Τραμπ για αυτό ήταν που έκαναν τους «New York Times» να επισημάνουν χθες στο κύριο άρθρο τους πως «μέσα σε λιγότερο από μία ώρα το απόγευμα της Τετάρτης, ο πρόεδρος Τραμπ βρήκε τον τρόπο να αμφισβητήσει την ακεραιότητα και να απειλήσει τις θέσεις σχεδόν όλων των ανώτερων αξιωματούχων επιβολής του νόμου, συμπεριλαμβανομένων και κάποιων που διόρισε ο ίδιος, για έναν απλό λόγο: ορκίστηκαν να υπερασπίζονται το Σύνταγμα, όχι εκείνον».

Δηλητηριώδη βέλη προς το εσωτερικό

Οπως συνηθίζει, ο Τραμπ έσταξε δηλητήριο για τον Τζέιμς Κόμεϊ, τον διευθυντή του FBI που απέπεμψε. Εκείνο που προκάλεσε πάντως τα περισσότερα (αρνητικά) σχόλια στις ΗΠΑ, ήταν η επιβεβαίωση (σύμφωνα με τον Τζον Κάσιντι, τον αρθρογράφο του «New Yorker», η ιστορία κυκλοφορεί μήνες στην Ουάσιγκτον) πως ο αμερικανός πρόεδρος κατηγορεί για πολλούς από τους «πονοκεφάλους» του έναν από τους βασικούς υπασπιστές του, τον υπουργό Δικαιοσύνης Τζεφ Σέσιονς. Η απόφασή του να αυτοεξαιρεθεί, τον Μάρτιο, από όλες τις έρευνες σχετικά με την ανάμειξη της Ρωσίας στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές τον εξόργισε: «Αν ήταν να αυτοεξαιρεθεί, έπρεπε να μου το έχει πει προτού αναλάβει τη θέση και θα είχα διαλέξει κάποιον άλλο», δήλωσε ο Τραμπ χαρακτηρίζοντας την αυτοεξαίρεση αυτή «πάρα πολύ άδικη –και αυτή είναι μια ήπια λέξη –για τον πρόεδρο».

Δεν έχει σημασία που ο Σέσιονς δεν είχε ουσιαστικά άλλη επιλογή, δεδομένης της εγγύτητάς του με τον Τραμπ, παρά να κάνει στην άκρη όσον αφορά τις έρευνες, αφήνοντας τον υφυπουργό Δικαιοσύνης Ροντ Ρόζενσταϊν («ποιος είναι αυτός;», διερωτήθηκε ο αμερικανός πρόεδρος…) να αναλάβει αυτόν τον ρόλο. «Στα μάτια του Ντόναλντ Τραμπ, η “αδικία” ήταν πως η μεροληψία του Σέσιονς ήταν αυτό ακριβώς που ευελπιστούσε να εκμεταλλευτεί, ιδιαίτερα για να συνθλίψει την έρευνα του FBI γύρω από τις πιθανές σχέσεις της προεκλογικής του εκστρατείας με τη ρωσική κυβέρνηση». Ο ίδιος ο Σέσιονς δήλωσε την Πέμπτη πως θα παραμείνει στο πόστο του υπουργού Δικαιοσύνης «όσο καιρό χρειαστεί». Αλλά οι «New York Times» εκτιμούν, και δικαίως, πως δεν θα παραμείνει εκεί για πολύ ακόμα –εξίσου δικαιολογημένο θεωρούν πολλά ακόμη αμερικανικά Μέσα το να φοβούνται όλοι όσοι εμπλέκονται στις έρευνες για τη Ρωσία, και δη ο ειδικός ανακριτής που όρισε ο Ροντ Ρόζενσταϊν, ο Ρόμπερτ Μιούλερ, πως θα έχουν το τέλος του Τζέιμς Κόμεϊ. Σύμφωνα με χθεσινό δημοσίευμα της «Washington Post», οι νομικοί σύμβουλοι του Τραμπ περνούν επί του παρόντος από κόσκινο το παρελθόν τόσο του Μιούλερ όσο και των ερευνητών που αυτός έχει διορίσει αναζητώντας πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων ικανές να απαξιώσουν τις έρευνες. Και να μην τις βρουν, θα έλεγε κάποιος κακεντρεχής, υπάρχουν πάντα τα fake news.