Τον κατάλληλο χρόνο για να πατήσει τη σκανδάλη εξόδου στις αγορές αναζητεί η κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να βρει διέξοδο διαφυγής από το βαρύ πολιτικό κλίμα που ενισχύεται από τις αποκαλύψεις Βαρουφάκη, αλλά και να προλάβει άλλες, απρόβλεπτες εξελίξεις που θα μπορούσαν να ακυρώσουν το εγχείρημα αυτό, τουλάχιστον έως και τις γερμανικές εκλογές στο τέλος Σεπτεμβρίου.
Το τοπίο είναι ούτως ή άλλως θολό μετά τις προειδοποιήσεις Ντράγκι και την έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία κάθε άλλο παρά θετικό σήμα στέλνει στις αγορές για τη βιωσιμότητα του ελληνικούς χρέους και για τις προοπτικές της οικονομίας, την ώρα που θέτει θέμα λήψης νέων μέτρων νωρίτερα απ’ ό,τι είχε προγραμματιστεί. Στόχος της κυβέρνησης, ωστόσο, παραμένει η προσφυγή άμεσα στις αγορές. Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά επιβεβαίωναν χθες τραπεζικοί παράγοντες, η κυβέρνηση δεν αποκλείεται να πατήσει τη σκανδάλη ακόμη και σήμερα, αν οι συνθήκες στις αγορές το επιτρέψουν.
ΠΟΤΕ ΤΟ ΒΛΕΠΟΥΝ. Από το σημερινό άνοιγμα των αγορών, δηλαδή τις συνθήκες που θα επικρατούν σχετικά με το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών για το υπό έκδοση ελληνικό ομόλογο και το επιτόκιο που θα ζητούν, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό θα αποτυπώνουν τις όποιες παρενέργειες από την έκθεση του ΔΝΤ, θα εξαρτηθεί εάν το υπουργείο Οικονομικών προχωρήσει το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών, διευκρίνιζαν χθες τραπεζικά στελέχη αλλά και αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες. Ετσι οι ίδιοι δεν απέκλεισαν κάτι τέτοιο τέτοιο να γίνει αύριο, μεθαύριο ή και αργότερα.
Ούτως ή άλλως, το σκηνικό είναι αρκετά ρευστό, όπως αποτυπωνόταν και σε ρεπορτάζ του διεθνούς πρακτορείου Reuters, το οποίο επανέφερε στο προσκήνιο το θέμα του πλαφόν στο ανώτατο ύψος χρέους που βάζει το ΔΝΤ και το οποίο –όπως εκτιμάται –θα μπορούσε να καθυστερήσει κι άλλο την έκδοση. Το πρακτορείο αναφέρει διάφορα σενάρια που συζητούνται από την ελληνική πλευρά για να παρακαμφεί το όριο στον νέο δανεισμό που θέτει το ΔΝΤ, όπως για παράδειγμα η επιμήκυνση ομολόγων ύψους 3 δισ. ευρώ που λήγουν το 2019 η οποία δεν δημιουργεί νέο χρέος. Σημειώνεται ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θέτει ως ανώτατο όριο δανεισμού της χώρας μας τα 325 δισ. ευρώ, το οποίο δημιουργεί εμπόδιο στην επιχειρούμενη έκδοση.
ΤΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ. Βεβαίως, αγκάθι εξακολουθεί να αποτελεί το ύψος του επιτοκίου με το οποίο θα γίνει η αναμενόμενη έξοδος στις αγορές. Εως τώρα είναι γνωστό ότι οι ξένοι επενδυτές ζητούν επιτόκιο που υπερβαίνει αρκετά το 4%, επίπεδο το οποίο κρίνεται ιδιαίτερα υψηλό δεδομένου ότι η χώρα μας δανείζεται ήδη από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας με μέσο επιτόκιο 1,2%. Στην κυβέρνηση πάντως θα θεωρήσουν επιτυχημένη μια έκδοση με επιτόκιο χαμηλότερο του 4,95% που ήταν η απόδοση του πενταετούς ομολόγου που είχε εκδοθεί επί κυβέρνησης Σαμαρά το 2014. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, για να είναι το επιτόκιο μικρότερο από αυτό της έκδοσης του 2014 –και αφού ληφθούν υπόψη οι διαφορές στα spreads με τα γερμανικά ομόλογα –θα πρέπει αυτό να κινείται σε επίπεδα κάτω του 4,25%.
Σε ό,τι αφορά την ανταπόκριση των ξένων επενδυτών στην αναμενόμενη έκδοση του ελληνικού ομολόγου, το Reuters εκτιμούσε ότι θα είναι ισχυρή, μεταφέροντας το κλίμα που επικρατεί στους διεθνείς επενδυτικούς κύκλους. Οπως αναφέρει το πρακτορείο, πολλοί θα ήταν διατεθειμένοι να ποντάρουν στα ελληνικά ομόλογα λόγω της αναμενόμενης αναβάθμισης της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας τους επόμενους μήνες αλλά και της υψηλής απόδοσης που θα προσέφεραν.
Ενδεικτικές των κυβερνητικών σχεδιασμών είναι και οι δηλώσεις του γενικού γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής Φραγκίσκου Κουτεντάκη, ο οποίος δήλωσε στο ΑΠΕ ότι «υπάρχουν τόσο οι προθέσεις όσο και οι προϋποθέσεις για την πρώτη έξοδο στις αγορές». Και πρόσθεσε ότι «η χρονική στιγμή θα επιλεγεί ώστε η έξοδος να είναι απόλυτα ασφαλής και επιτυχημένη».