Εναν αποσυντονισμό τον πάθαιναν οι θεατές μπαίνοντας το βράδυ του Σαββάτου στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου. Και δικαίως διότι όταν ξέφευγαν από τα τερτίπια με το φτερό ξεσκονίσματος και το μεταλλικό σάρωθρο του τσαχπίνη Σιληνού (Αλεξάνδρα Αϊδίνη) μέχρι να καθήσουν στις θέσεις τους, συνειδητοποιούσαν ότι από τα μεγάφωνα ακουγόταν η φωνή του Γιάννη Καλατζή να τραγουδάει «Δελφίνι, δελφινάκι» και «Μα εγώ πονάω για άλλη, μια γοργόνα στ’ ακρογιάλι». «Μνημόσυνο στον Καλατζή κάνουν;» ρώτησε μια κυρία, για να πάρει την απάντηση από τον διπλανό της: «Είναι που ήρθατε τώρα. Πριν έπαιζε “Αχ χελιδόνι μου” και “Δέκα παλικάρια” σαν αφιέρωμα σε Λοΐζο και Νταλάρα». Διότι δεν ήξεραν ότι το μοναδικό πλήρως σωζόμενο σατυρικό δράμα του Ευριπίδη θα εξελισσόταν σε ένα ιδιόρρυθμο «μιούζικαλ», όπου θα υπήρχε χώρος από το «ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό» ώς τη χορωδιακή ερμηνεία τού «ανέβα στο τραπέζι μου, κούκλα μου γλυκιά».

Στο μεταξύ, ο Σιληνός –κάτι μεταξύ ξεπεσμένου Ναπολέοντα, με τη μία επωμίδα μόνο να θυμίζει τα παλιά του μεγαλεία (ή μήπως θυρωρό πολυτελούς ξενοδοχείου;), το ένα του κέρατο σπασμένο και το άλλο να λείπει και μια φούστα που προκαλούσε την ίδια απορία που είχε ταλανίσει το ευρωπαϊκό κοινό όταν παρακολουθούσε την Καίτη Γαρμπή να τραγουδά στη Γιουροβίζιον εν έτει 1993 –μαζεύει τα βινύλια σε ένα κοφίνι, παίρνει το φορητό πικάπ του και κινάει για να σηκώσει αυλαία. Και με μια επίκληση στον Διόνυσο ξεκινά να μας λέει πώς βρέθηκε στη γη των Κυκλώπων πότε στα ελληνικά και πότε στα αγγλικά –«because we are international theatre» –και με πινελιές από Μίμη Πλέσσα και Ρένα Κουμιώτη όταν γίνεται αναφορά στο πέρασμα από τον Καβομαλιά. Η διήγηση –γεμάτη ένταση, όπως κι ολόκληρη η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Παντελής Δεντάκης, και με πολλά ντεσιμπέλ, τόσο ώστε ορισμένες από τις πρωταγωνίστριες να έχουν βραχνιάσει –και ο Σιληνός-καρικατούρα που είχε ξεπέσει σε βοσκό προκαλούσαν συχνά το γέλιο του κατάμεστου κοίλου πότε με την περιγραφή του Κύκλωπα ως γκροτέσκου τέρατος που τρώει τα πάντα ή όταν δήθεν ουρούσε στη σπηλιά-κατοικία του αφέντη του καταβρέχοντάς τη με το λάστιχο.

Μέχρι που κάνουν τη θορυβώδη είσοδό τους τα επίσης αιχμάλωτα παιδιά του, οι Σάτυροι, σέρνοντας γίδια και πρόβατα (σε πάνινη και λούτρινη εκδοχή) για να στήσουν έναν οργιαστικό χορό, ώστε γυναικεία στήθη και φαλλοί (να υπενθυμίσουμε ότι όλος ο θίασος αποτελούνταν από γυναίκες) να βγουν σε κοινή θέα.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ. Εκεί κάπου εμφανίζεται ο Οδυσσέας (Αννα Καλαϊτζίδου) με πανκ κόμμωση –ίσως και κατάλοιπο μιας περικεφαλαίας; –με δύο συντρόφους του. Εναν αληθινό που κουβαλούσε μια μονόφθαλμη κούκλα, η οποία και σωριάστηκε στο έδαφος όταν «άκουσε» ότι ο Πολύφημος τρώει τους επισκέπτες του νησιού. Οδυσσέας και Σιληνός συμφωνούν ότι ο πρώτος θα προσφέρει κρασί στον δεύτερο –που του έχει λείψει διότι στο νησί των Κυκλώπων δεν υπάρχει -, με αντάλλαγμα κρέας και τυρί από την περιουσία του Κύκλωπα. Μέχρι που θα εμφανιστεί εκείνος. Ο Πολύφημος (Στεφανία Γουλιώτη) σε μορφή που θυμίζει περισσότερο το Τέρας στην «Πεντάμορφη και το Τέρας», με το πρόσωπο παραμορφωμένο. Οι προδότες Σάτυροι θα τη γλιτώσουν διότι ο Πολύφημος δεν είναι μ…, όπως λέει κι ο ίδιος, να τους φάει και να χοροπηδούν στην κοιλιά του. Οπότε την πληρώνουν οι σύντροφοι του Οδυσσέα, οι «αλήτες, οι κλέφτες που ήρθαν να πάρουν τις δουλειές των Σατύρων», για να έχει και μια πινελιά η παράσταση που να τη δένει με την επικαιρότητα. Ο Πολύφημος προχωρά στο ανοσιούργημά του κι από τη στιγμή εκείνη και πέρα οι ρόλοι αντιστρέφονται. Ο πολυμήχανος Οδυσσέας στήνει την παγίδα του με στόχο να μεθύσει τον Κύκλωπα, τον οποίο ουσιαστικά σέρνει από το σκοινί με το οποίο ώς εκείνη την ώρα ήταν ο ίδιος δεμένος ως αιχμάλωτος. Θα τον τυφλώσει, θα τον αφήσει να αναζητά τους δράστες σε μια οργιαστική τυφλόμυγα, με τους Σατύρους να τον περιγελούν και να τον καθοδηγούν σαν μαριονέτα ώσπου να τον δέσουν σε έναν βράχο, όπου αντί να λιθοβολεί εκείνος τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του που αποχωρούν, πέφτει ο ίδιος θύμα λιθοβολισμού. Κι εκεί μόνος θα αρχίσει να εξομολογείται τον έρωτά του για τη Γαλάτεια, τη θαλασσινή θεότητα –κείμενο προσθήκη από τα «Ειδύλλια» του Θεοκρίτου -, υπό τη δραματική μουσική του Λευτέρη Βενιάδη, ώσπου να καταρρεύσει. Για να αρχίσει από το λιμανάκι ένας χορός πυροτεχνημάτων –προκαλώντας νέα αμηχανία στους θεατές –που έληξε με την υπόκλιση υπό ρυθμούς βουκολικούς, οι οποίοι μπλέκονταν με το ένθερμο χειροκρότημα του κοινού.