Η light εκδοχή –η εκδοχή Παπαδημούλη –τον θέλει να αυτοπροβάλλεται. Αλλά αυτό το γνωρίζαμε από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε υπουργός Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ και άλλαζε τις λύσεις για την ευρωπαϊκή κρίση σαν τα πουκάμισά του. Αυτό το γνωρίζαμε από την εποχή που αυτοακύρωσε στις glossy σελίδες του «Paris Match» το ηθικό πλεονέκτημα της πρώτη φορά Αριστεράς.
Η ψηφοθηρική εκδοχή τον θέλει να χτυπάει στ’ ανοιχτά της πρωθυπουργικής αυλής ευελπιστώντας σε λίγες ψήφους ακόμη από τους αγανακτισμένους του ΣΥΡΙΖΑ. Μαζί με τον Παναγιώτη Λαφαζάνη και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου καραδοκούν για να εκφράσουν την Αριστερά πέραν της Αριστεράς που επιμένει ακόμη στο ρωσικό θαύμα, το παράδειγμα της Βενεζουέλας και την αντάρα σαν αντίδοτο στην κρίση.
Η μιντιακή εκδοχή τον θέλει έτσι όπως εμφανίζεται. Με ιλουστρασιόν αυτοπεποίθηση, προσποιητή επιθετικότητα, τσιτάτα κεϊνσιανισμού και φιλολαϊκούς βερμπαλισμούς. Για να υπάρξει ο Βαρουφάκης, υπάρχουν πρώτα τα πάνελ της αυτοσχέδιας οικονομικής ανάλυσης (κυρίως τα βαθιά μεσάνυχτα).
Οσες εκδοχές, ωστόσο, κι αν μετρήσει κανείς, διαφεύγει εκείνη που ερμηνεύει τις αντιδράσεις των άλλων παικτών της εποχής. Πώς ακριβώς είναι η φράση; «Οταν πεινάει το παιδί μου, έχω δικαίωμα να κλέψω ένα κουτί γάλα»; Ή «ηθικό δικαίωμα;». Με ποιον τρόπο καταγράφηκε στο κινητό του Γιάνη Βαρουφάκη η αντίδραση του Πρωθυπουργού; Και ποιες είναι οι δραστικότερες μέθοδοι που υπονοούσε ο Νίκος Παππάς για την αντιμετώπιση του Γιάννη Στουρνάρα;
Οσες εκδοχές και αν μετρήσει κανείς, δεν μπορεί να αναλύσει ορθολογικά μία αφήγηση στην οποία συνυπάρχουν λέξεις όπως «Γουδή», «πραξικόπημα», «Plan B», «κλωτσιές» και «κλοπή». Αν δεν είναι κακογραμμένη καταγραφή αναμνήσεων, είναι κάτι χειρότερο: μέτρο για τις πιθανότητες μιας εκτροπής. Το να αλληλοκατηγορούνται πλέον οι πρωταγωνιστές της για αυτοπροβολή δεν ενδιαφέρει τα παρολίγον θύματα.