Πέτρινα αλλά και πλινθόκτιστα κτίρια που σήμερα χρησιμοποιούνται ως μουσεία, εκκλησίες, σχολεία, ακόμη και ως χώροι διασκέδασης, είναι εξαιρετικά ευάλωτα στο είδος των σεισμικών δονήσεων που γίνονται στη χώρα μας. «Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος κατάρρευσης, καθώς όταν χτίστηκαν αυτά δεν υπήρχε αντισεισμικός σχεδιασμός. Επιπλέον, σε πάρα πολλά από αυτά δεν έχουν γίνει οι απαραίτητες παρεμβάσεις, καθώς δεν υφίσταται κανονισμός που να το επιβάλλει» λέει στα «ΝΕΑ» ο Κώστας Σπυράκος, καθηγητής στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ) και διευθυντής του Εργαστηρίου Αντισεισμικής Τεχνολογίας. Ο ίδιος, ο οποίος είναι μέλος της ομάδας που συντάσσει τον νέο αντισεισμικό κανονισμό για τα παλιά κτίρια και μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, εκτιμά ότι σύντομα θα έχει ολοκληρωθεί.
ΚΑΝΕΝΑΣ ΕΛΕΓΧΟΣ. Την ίδια στιγμή, παρόλη τη γνωστή επικινδυνότητα των κτιρίων αυτών, δεν έχει υπάρξει κρατική μέριμνα για έλεγχο ή παρέμβαση, με αποτέλεσμα τα κτίρια αυτά να παραμένουν εν λειτουργία και να υποδέχονται, ειδικά τους μήνες του καλοκαιριού, εκατομμύρια επισκέπτες. Και φυσικά πολλά από αυτά έχουν προσωπικό που εργάζεται μόνιμα στο εσωτερικό τους.
Οπως εξηγεί ο Κώστας Σπυράκος, με τα εργαλεία που έχουμε στα χέρια μας, με την πρόοδο της τεχνολογίας, μπορούμε πλέον να κάνουμε εύκολα διάγνωση της κατάστασης οποιουδήποτε κτιρίου. Επιπλέον, «έχουμε προηγμένες μεθόδους και νέα υλικά για να κάνουμε παρεμβάσεις οικονομικά, αποτελεσματικά και γρήγορα. Αρα αυτό που χρειαζόμαστε είναι να ολοκληρωθεί ο κανονισμός για την τοιχοποιία».
ΤΙ ΙΣΧΥΕΙ ΣΗΜΕΡΑ. Ο αντισεισμικός κανονισμός που ισχύει σήμερα για τις τοιχοποιίες είναι ο ευρωπαϊκός κώδικας. Αυτός όμως αφορά κυρίως τις νέες κατασκευές. Είναι επίσης αρκετά συνοπτικός και δεν καλύπτει τις περισσότερες περιπτώσεις κατασκευών από λιθοδομή στην Ελλάδα, ιδιαίτερα των ιστορικών, όπως αυτές που είχαν προβλήματα στην Κω, πριν από λίγο καιρό στη Μυτιλήνη, πριν από τριάμισι χρόνια στην Αμφίκλεια κ.ο.κ. Στις ίδιες περιοχές οι κατασκευές από σκυρόδεμα δεν έπαθαν τίποτα, ενώ όσες ήταν από πέτρα και τούβλα υπέστησαν σημαντικές ζημιές.
Το θέμα είναι ακόμη πιο ευαίσθητο και πολύπλοκο από ό,τι φαντάζει, διότι πολλά βαριά, λίθινα κτίρια είναι ιστορικά μνημεία και η παρέμβαση σε αυτές τις κατασκευές χρειάζεται ιδιαίτερη μελέτη ώστε να αυξηθεί η ασφάλεια και παράλληλα να διατηρηθούν τα ιστορικά αρχιτεκτονικά του στοιχεία. Κι αυτό διότι κατά τη μετακίνηση του κτιρίου από σεισμό οι αδρανειακές δυνάμεις που αναπτύσσονται από τα σεισμικά φορτία είναι ανάλογες της μάζας του. Οσο δηλαδή βαρύτερο είναι το κτίριο τόσο μεγαλύτερη είναι η αναλισκόμενη σεισμική ενέργεια, με αποτέλεσμα να είναι πιο ευαίσθητο σε ζημιές, ακόμη και σε κατάρρευση. Αρα, ενώ επικρατεί η άποψη ότι τα πέτρινα κτίρια είναι «γερά», στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.
«ΚΛΕΙΔΙ» Η ΕΝΙΣΧΥΣΗ. Ο νέος αντισεισμικός κανονισμός για τα παλιά κτίρια που βρίσκεται υπό ανάπτυξη αυτή τη στιγμή έχει ως βασικό αντικείμενο τον έλεγχο και την ενίσχυσή τους. Στις ήδη υπάρχουσες κατασκευές θα μπορούσαν να γίνουν παρεμβάσεις ώστε να αποτραπούν αυτού του είδους οι επικίνδυνες αστοχίες. «Και μάλιστα με κόστος που δεν είναι σημαντικό. Είναι πολύ καλύτερα να κάνουμε προληπτικές παρεμβάσεις, παρά να προσπαθούμε να παρέμβουμε σε ένα κτίριο που έχει καταρρεύσει» λέει ο Σπυράκος. Οι παρεμβάσεις συνίστανται σε ένα περιμετρικό δοκάρι που τοποθετείται στην οροφή του τελευταίου ορόφου του κάθε κτιρίου και μπορεί να είναι είτε από σκυρόδεμα είτε από χάλυβα. Αν είχε τοποθετηθεί ένα τέτοιο στην οροφή του κτιρίου στην Κω, το πιο πιθανό είναι να μην είχαμε θρηνήσει θύματα.
Σε κάθε περίπτωση αν θέλει ένας μηχανικός να ενισχύει μια κατασκευή, μπορεί να το κάνει, διότι υπάρχει η γνώση και η τεχνολογία. «Απλώς θα πρέπει να εκδοθεί ο κανονισμός για να γίνει υποχρεωτικός στα δημόσια κτίρια. Δεν είναι δικαιολογία το ότι δεν υπάρχει κανονισμός για να μην κάνουμε παρεμβάσεις» καταλήγει ο Κώστας Σπυράκος.
ΕΛΑΦΡΙΑ ΥΛΙΚΑ
Η νέα παγκόσμια τάση στις κατασκευές
Αν και όπως εξηγούν οι ειδικοί, ο ευρωπαϊκός κανονισμός για τα νέα κτίρια είναι όχι απλώς καλός, αλλά πλήρης, και καλύπτει όλες τις πτυχές του αντισεισμικού σχεδιασμού με οποιαδήποτε δομικά υλικά, οι κατασκευές χαμηλού βάρους με υλικά ξηράς δόμησης κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος.
«Ερευνες ανάλυσης της συμπεριφοράς ελαφρύτερων κατασκευών ξηράς δόμησης στον σεισμό έχουν διεξαχθεί και στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια», μας ενημερώνει ο Κωνσταντίνος Κολέτσος, αρχιτέκτων/μηχανικός και υπεύθυνος προδιαγραφών και μελετών της εταιρείας Knauf.
Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του πλεονεκτήματος των κατασκευών χαμηλού βάρους έναντι των βαρέων αποτελούν τα συστήματα ξηράς δόμησης με ελαφροβαρή στοιχεία πλήρωσης, τα οποία εδώ και πολλά χρόνια χρησιμοποιούνται παγκοσμίως στην κατασκευή κτιρίων σε περιοχές υψηλού σεισμικού κινδύνου.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων ερευνών αποτελούν τα προγράμματα The Integrated Safe & Smart Built Project (I-SSB) και Energy Efficient Lightweight-Sustainable-Safe-Steel Construction (ELISSA), όπου αναπτύχθηκε σημαντική βιβλιογραφία, διεξήχθησαν έρευνες και πειράματα και κατασκευάστηκαν αντισεισμικά πειραματικά κτίρια με συστήματα ξηράς δόμησης, τα οποία παρακολουθούνται ως προς τη συμπεριφορά τους στον σεισμό.
Το πείραμα. Ενα τέτοιο πειραματικό κτίριο βρίσκεται στον Στάνο Αμφιλοχίας. Σε ένα πρόγραμμα όπου συμμετέχουν 22 εταίροι από 11 ευρωπαϊκές χώρες και πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο με τη συμμετοχή της εταιρείας Κnauf Γυψοποιία ΑΒΕΕ, του Πανεπιστημίου Πατρών και του ΕΛΟΤ, οι ειδικοί κατασκεύασαν εδώ και χρόνια ένα σπίτι το οποίο όχι απλώς δεν γκρεμίζεται από σεισμό, αλλά αυτοεπισκευάζεται και στις περιπτώσεις που έχει ρωγμές.
Παράλληλα, ένα αντίστοιχο πρότυπο κτίριο σε φυσικό μέγεθος δοκιμάστηκε στη σεισμική τράπεζα του Εργαστηρίου Εδαφομηχανικής της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου με εντυπωσιακά αποτελέσματα στατικής επάρκειας ακόμη και σε σεισμική επιτάχυνση διπλάσια από τη μεγαλύτερη που παρατηρήθηκε ποτέ στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον σεισμό της Λευκάδας τη δεκαετία του ’70.