ΗΓαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας –θα θυμούνται όσοι τα έχουν καλά με την Ιστορία –υπήρξεανεξάρτητο κράτοςμε πρωτεύουσα την πόλη τηςΒενετίαςστη ΒορειοανατολικήΙταλία. Επιβίωσε για περισσότερα από χίλια χρόνια, από τα τέλη του 7ου αιώνα έως το 1797, και αποτέλεσε σημαντικό οικονομικό και εμπορικό κέντρο κατά τονύστερο Μεσαίωνακαι τηνΑναγέννηση. Τον τίτλο της «Γαληνοτάτης», ωστόσο, La Serenissima, η πόλη της Βενετίας τον πήρε μαζί της και στους νεότερους χρόνους. Τον υποστήριζε άλλωστε επάξια την περίοδο που οι μόνιμοι κάτοικοί της συνυπήρχαν αρμονικά με τους επισκέπτες –στην πλειονότητά τους διανοούμενοι, συγγραφείς και καλλιτέχνες.

Οχι πια. Κάπου 28 εκατομμύρια τουρίστες πλημμυρίζουν κάθε χρόνο την πόλη με τα 150 κανάλια και τις 309 γέφυρες. Κι αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που κάνουν κάθε χρόνο περίπου 2.000 μόνιμους κατοίκους της Βενετίας να την εγκαταλείπουν, μήπως και βρουν την ηρεμία τους. Ο πληθυσμός της πόλης έχει μειωθεί από περίπου 175.000 έπειτα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε μόλις 55.000 σήμερα. «Αν συνεχίσουμε έτσι», δήλωσε στην «Γκάρντιαν» ο Κάρλο Μπελτράνε, ερευνητής ανθρωπιστικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κα’ Φόσκαρι, «σε λίγα χρόνια θα υπάρχουν στη Βενετία μόνο τουρίστες. Κάτι τέτοιο θα ήταν μια κοινωνιολογική, ανθρωπολογική και ιστορική καταστροφή». Οι ντόπιοι αντιδρούν εδώ και χρόνια. Το φετινό καλοκαίρι, ωστόσο, η σωρευμένη οργή μοιάζει να αγγίζει το σημείο βρασμού.

Περίπου 2.000 Βενετσιάνοι πραγματοποίησαν πρόσφατα διαδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια σε μια τουριστική βιομηχανία που, όπως καταγγέλλουν, υποβαθμίζει τόσο την ποιότητα της ζωής τους όσο και το περιβάλλον και απειλεί να καταστρέψει την πόλη τους. «Δεν φεύγω» έγραφαν τα πανό που κρατούσαν. Παρά τη θέλησή τους να μείνουν, ωστόσο, δεν ατενίζουν το μέλλον με ιδιαίτερη αισιοδοξία. Ο Κάρλο Μπελτράνε, ένας από τους διοργανωτές της διαδήλωσης, φοβάται πως οι εποχές που μια μετακίνηση με το βαπορέτο δεν ήταν πηγή έντονου άγχους και μια επίσκεψη στον γιατρό του στη Γέφυρα του Ριάλτο δεν περιελάμβανε τον εγκλωβισμό του σε ένα βασανιστικά αργοκίνητο πλήθος τουριστών, έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. «Με ρωτάτε πώς είναι να ζεις σε αυτήν τη σκατοκατάσταση;» ρώτησε θυμωμένα την ανταποκρίτρια της «Γκάρντιαν» ο Λουτιάνο Μπορτότ –κι ας μένει ο ίδιος στο Καναρέτζιο, μια περιοχή της Βενετίας που έχει διατηρήσει έναν βαθμό γαλήνης. «Κάποτε ήταν υπέροχα, είχαμε πολλούς τεχνίτες… Το πρόβλημα τώρα είναι ο μαζικός τουρισμός, ο κόσμος που έρχεται μόνο για λίγες ώρες και δεν βλέπει τίποτα –και για αυτούς σκέτος εφιάλτης είναι».

Οπως πολλοί ακόμη συμπολίτες του, έτσι και ο Μπορτότ απεχθάνεται τα πελώρια κρουαζιερόπλοια που διασχίζουν το στενό κανάλι της Τζουντέκα τέσσερις ή και πέντε φορές την ημέρα, γνωστοποιώντας την παρουσία τους με τον υπόκωφο θόρυβο των μηχανών τους και τα καυσαέρια που εκπέμπουν, πριν απελευθερώσουν στο ιστορικό κέντρο ακόμα και 44.000 ανθρώπους μέσα στην ίδια ημέρα. Διαμαρτύρεται επίσης για την εκτόξευση του αριθμού των B & B, των μικρών ξενοδοχείων bed and breakfast, που καθιστά σχεδόν αδύνατο για τους κατοίκους να βρουν και να νοικιάσουν ένα σπίτι.

Αναγκαίο κακό

Το πρόβλημα όμως είναι πως, παρότι η Βενετία δεν μπορεί να ζήσει με (αυτόν) τον τουρισμό, δεν μπορεί να ζήσει και χωρίς αυτόν. Είναι μια βιομηχανία συνεπικουρούμενη από το διάσημο καρναβάλι, το εξίσου διάσημο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Βενετίας αλλά και την Biennale, που φέρνει κάθε χρόνο εκατομμύρια ευρώ και εγγυάται χιλιάδες θέσεις εργασίας. Δεν υπάρχει λοιπόν ομοφωνία μεταξύ των κατοίκων, μόνο ένταση.

Στην περιοχή του Καναρέτζιο κατοικεί και ο Γκαλιάνο ντι Μάρκο, ο πρόεδρος – γενικός διευθυντής του VTP, του τερματικού σταθμού επιβατών της Βενετίας, που διαχειρίζεται και παρέχει υπηρεσίες στα κρουαζιερόπλοια και τους επιβάτες τους. Με καταγωγή από το Αμπρούτσο, στην Κεντρική Ιταλία, ο Ντι Μάρκο απολαμβάνει τη ζωή στη Βενετία, παρότι βρίσκεται στο στόχαστρο μιας πολυπληθούς ακτιβιστικής ομάδας, ονόματι No Big Ships, η οποία δίνει μάχη εδώ και χρόνια εναντίον των κρουαζιερόπλοιων και διοργάνωσε τον Ιούνιο ένα ανεπίσημο δημοψήφισμα στο οποίο οι Βενετσιάνοι ψήφισαν υπέρ της εκδίωξης των μεγαθηρίων αυτών από τη λιμνοθάλασσα της πόλης. Πολλοί κάτοικοι της Βενετίας βλέπουν τους επιβάτες των κρουαζιερόπλοιων σαν κόκκινο πανί, καταγγέλλοντας πως μένουν μόνο λίγες ώρες, ξοδεύουν ελάχιστα χρήματα και αφήνουν πίσω τους φεύγοντας έναν σωρό σκουπίδια.

Ο Ντι Μάρκο δεν το δέχεται, παρουσιάζει μάλιστα μια διαφορετική εικόνα: μόλις 1,5 εκατομμύριο από τα 28 εκατομμύρια των τουριστών που υποδέχεται κάθε χρόνο η Βενετία φτάνουν –σύμφωνα με τον ίδιο –με κρουαζιερόπλοιο, οι υπόλοιποι φτάνουν με αυτοκίνητο, λεωφορείο, τρένο ή αεροπλάνο. Επιπλέον, λέει, οι επιβάτες των κρουαζιερόπλοιων, που έχουν έναν μέσο όρο ηλικίας 65 χρόνων, ξοδεύουν από 120 έως 160 ευρώ ο καθένας, φέρνοντας κάθε χρόνο στην πόλη περίπου 250 εκατομμύρια ευρώ. Και ο τερματικός σταθμός προσφέρει δουλειά σε σχεδόν 5.000 ανθρώπους.

Παρόλα αυτά, και γνωρίζοντας τόσο τα επιχειρήματα όσο και τη δύναμη των ακτιβιστών, ο Ντι Μάρκο έχει κάνει μια προσπάθεια να βρεθούν κάποιες συμβιβαστικές λύσεις από όταν ανέλαβε το πόστο του τον περασμένο Δεκέμβριο. Με βάση την πρότασή του, που αναμένει την έγκριση της ιταλικής κυβέρνησης, τα κρουαζιερόπλοια θα διέρχονται από το μεγαλύτερο κανάλι του Βιτόριο Εμανουέλε: θα χρειάζονται, όπως λέει, «μιάμιση ώρα περισσότερο για να μπουν και να βγουν από τη λιμνοθάλασσα, αλλά οι εταιρείες το δέχθηκαν γιατί θέλουν να κρατήσουν τη Βενετία στα δρομολόγιά τους –είναι ένας από τους τρεις δημοφιλέστερους προορισμούς στον κόσμο». Εκείνο που δεν δέχεται ο πρόεδρος του VTP είναι την πρόταση να μεταφερθεί ο τερματικός σταθμός στη Μαργκέρα, μια βιομηχανική περιοχή στην ηπειρωτική Ιταλία. «Προσπαθούν να κτίσουν ένα γκέτο για τους επιβάτες των κρουαζιερόπλοιων και θα το πολεμήσω αυτό όσο μπορώ» λέει. «Αυτή τη στιγμή, οι επιβάτες φτάνουν στο καθιστικό της Βενετίας∙ στη Μαργκέρα θα ήταν σαν να τους καλωσορίζουμε στην τουαλέτα».

Η «μαχη» μαινεται

Και κάπως έτσι, ο πόλεμος ντόπιων και μαζικού τουρισμού συνεχίζεται. Οι πρώτοι ήλπιζαν πως η UNESCO θα έστελνε στις Αρχές ένα ηχηρό μήνυμα κάνοντας πράξη την απειλή της να συμπεριλάβει τη Βενετίακαι τη λιμνοθάλασσά της, που έχουν περιληφθεί από το 1987 στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς, στον υποκατάλογο της επαπειλούμενης παγκόσμιας κληρονομιάς. Τελικά όμως η οργάνωση έδωσε πρόσφατα στην πόλη ακόμα έναν χρόνο περιθώριο ώστε να βρει τρόπους να προστατεύσει τα μνημεία της, καθώς και το επαπειλούμενο περιβάλλον. «Νιώθουμε σαν να έχουμε φτάσει στο σημείο της μη επιστροφής, η κατάσταση έχει ήδη βγει εκτός ελέγχου» λέει ο Κάρλο Μπελτράμε. Ο ίδιος θα ήθελε να δει όρια στον αριθμό των τουριστών και πρωτοβουλίες ώστε να γίνει περισσότερο ποιοτικός ο τουρισμός της Βενετίας και να προωθηθεί η πόλη ως κόμβος επιστημονικών και θαλάσσιων ερευνών. Αλλοι πάλι, όπως ο Λουτσιάνο Μπορτότ, πιστεύουν πως η λύση στα προβλήματα της Βενετίας είναι να αποκτήσει η περιφέρεια του Βένετο, μία από τις πλουσιότερες της Ιταλίας, μεγαλύτερη ή και απόλυτη ανεξαρτησία από τη Ρώμη. «Τα βενετσιάνικα μυαλά θα διαχειρίζονταν καλύτερα τη Βενετία από τα ρωμαϊκά» επιμένει. Ο περιφερειάρχης του Βένετο, Λούκα Τζάια, διοργανώνει πράγματι για τον Οκτώβριο ένα δημοψήφισμα με αίτημα τη μεγαλύτερη αυτονομία από τη Ρώμη. Θα έχει βέβαια μη δεσμευτικό χαρακτήρα, σκοπός του είναι να ασκηθεί πίεση στην κυβέρνηση ώστε να καταλήγει στο Βένετο μεγαλύτερο ποσοστό των φόρων που καταβάλλουν οι πολίτες του. Αλλά στην πολιτική, τίποτε δεν είναι αθώο: στέλεχος της Λέγκας του Βορρά, με ηγεμονικές φιλοδοξίες στον χώρο της ιταλικής Δεξιάς, ο Λούκα Τζάια ονειρεύεται στραμμένους πάνω του τους προβολείς των ιταλικών και διεθνών Μέσων.