Οι Πολωνοί δεν έχουν καμία αμφιβολία. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Αντρέι Ντούντα ενδιαφέρεται για τη διάκριση των εξουσιών στη χώρα του όσο ενδιαφέρεται ο Παύλος Πολάκης για τη διάκριση των εξουσιών στη δική του. Το προεδρικό βέτο, λένε, στην κατάφωρη παραβίαση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης τέθηκε από εκλογική σκοπιμότητα. Ο πρόεδρος ελπίζει στην επανεκλογή του και για να την πετύχει θα χρειαστεί τις ψήφους του «δρόμου», όπως αποκάλεσε περιφρονητικά τους πολίτες που διαδηλώνουν όλες αυτές τις ημέρες η πρωθυπουργός Μπεάτα Σίντλο.
Το προσωπικό όφελος δεν είναι ο μοναδικός ελέφαντας στο δωμάτιο. Ο πρόεδρος, ας πούμε, έθεσε βέτο μόνο στους δύο από τους τρεις νόμους που ψηφίστηκαν από την πολωνική Βουλή το περασμένο Σάββατο. Οι αρμοδιότητές του είναι ούτως ή άλλως κυρίως διακοσμητικές, ενώ ο ίδιος δεν θεωρείται τίποτα περισσότερο από αχυράνθρωπος του υπερσυντηρητικού Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, του ισχυρού άνδρα της Πολωνίας που δεν αγαπά τίποτα στον κόσμο όσο τη μητέρα του και πιστεύει ότι ο επίσης πολωνός πρόεδρος της ΕΕ Ντόναλντ Τουσκ βρίσκεται πίσω από τον θάνατο του πρώην προέδρου και αδελφού του Λεχ Κατσίνσκι.
Ο,τι συμβαίνει σήμερα στην Πολωνία μπορεί να αποδοθεί στο μετατραυματικό στρες ενός ολοκληρωτισμού από τον οποίο απαλλάχτηκε μόλις πριν από τριάντα χρόνια. Μπορεί να αναζητηθεί και στον ιστορικό της διχασμό, σε εκείνη τη συνεχή σύγκρουση ανάμεσα στο φιλελεύθερο πνεύμα της και στην εθνικιστική της ψυχή. Οι Πολωνίες είναι δύο. Και σήμερα κυβερνά αυτή η δεύτερη, εσωστρεφής και αντιευρωπαϊκή Πολωνία, της οποίας ο Κατσίνκσι και οι δυο μαριονέτες του, ο πρόεδρος Ντούντα και η πρωθυπουργός Σίντλο, αποτελούν ενσάρκωση.
Ακόμη κι έτσι όμως, ή μάλλον γι’ αυτό, το προεδρικό βέτο δίνει στη διασαλευμένη συνταγματική τάξη της Πολωνίας ακριβώς αυτό που χρειάζεται: το απαραίτητο βάρος και κύρος σε έναν από τους κορυφαίους θεσμούς της ώστε να μη βουλιάξει στην ανυποληψία παρασύροντας ολόκληρο το συνταγματικό οικοδόμημα. Είναι κάτι που μάλλον είχε στο μυαλό του ένας ομόλογος του Αντρέι Ντούντα, ο Προκόπης Παυλόπουλος, όταν στο μήνυμά του για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη δική του χώρα σημείωνε πως η διάκριση της δικαστικής από τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία δεν αποτελεί προνόμιο των δικαστών αλλά θεσμική εγγύηση για την άσκηση του έργου τους.
Κατά κάποιον τρόπο, και ασφαλώς άθελά τους, Ντούντα και Παυλόπουλος λειτούργησαν σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Ο Ελληνας προσέφερε ένα μάθημα συνταγματικού δικαίου. Και ο Πολωνός έδειξε πώς ένας πρόεδρος πολιτικά αμαρτωλός, θεσμικά σχεδόν αναρμόδιος και από χαρακτήρα πρόθυμος αχυράνθρωπος μπορεί να περάσει από τη θεωρία στην πράξη. Είναι με ένα βέτο –είτε για την προστασία της ανεξαρτησίας Δικαιοσύνης είτε για εκείνη του Συντάγματος από δημοψηφισματικές ονειρώξεις.