Υστερα από έναν μακρύ και συστηματικό διάλογο μεταξύ του υπουργού Παιδείας και της Συνόδου Πρυτάνεων, που κράτησε αρκετούς μήνες, την προηγούμενη Παρασκευή κατατέθηκε στη Βουλή το νομοσχέδιο για την ανώτατη παιδεία.
Το τελικό αποτέλεσμα του διαλόγου είναι σημαντικά κατώτερο του αναμενομένου και η κατάληξή του είναι απογοητευτική για την ακαδημαϊκή κοινότητα. Επί της ουσίας δεν υπήρξε συμφωνία του υπουργού Παιδείας σε καμιά από τις τροποποιητικές προτάσεις που έγιναν από τη Συνόδο των Πρυτάνεων στο αρχικό σχέδιο νόμου. Αποδεκτές έγιναν μόνο προτάσεις που αφορούσαν δευτερεύουσας σημασίας θέματα, οι οποίες σε κανένα σημείο δεν έκαναν αποδεκτά τα σημαντικά ζητήματά του στα οποία οι πρυτάνεις είχαν επανειλημμένα εκφράσει τη σαφή τους αντίθεση.
Το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή αγνοήθηκαν οι ομόφωνες προτάσεις, δεν μπορεί παρά να θέτει από την πλευρά του υπουργείου σε αμφισβήτηση την οργανωμένη έκφραση της ακαδημαϊκής κοινότητας και συνακόλουθα να δημιουργεί έντονο προβληματισμό σχετικά με την πολιτική του υπουργείου σε κάθε καλόπιστο πολίτη.
Πώς είναι δυνατόν το υπουργείο Παιδείας να αγνοεί την ομόφωνη και επανειλημμένα διατυπωθείσα άποψη των πρυτάνεων των πανεπιστημίων ότι η προτεινόμενη ρύθμιση για την ανάδειξη των αντιπρυτάνεων με ξεχωριστή εκλογή από εκείνη του πρύτανη, και μάλιστα με μονοσταυρία, θα δημιουργήσει συνθήκες δυσλειτουργίας και αναποτελεσματικότητας στην καθημερινή λειτουργία των πανεπιστημίων;
Πώς είναι δυνατό να αγνοείται η άποψη των πρυτάνεων όλων των πανεπιστημίων ότι αυτό που απαιτείται για τις μεταπτυχιακές σπουδές είναι ένα γενικό ρυθμιστικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της ποιότητας, την αξιολόγηση και τη διαφάνεια και όχι η εισαγόμενη με το νομοσχέδιο συνολική υπερρύθμιση; Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τον τρόπο ίδρυσης των προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών (ΠΜΣ), την επιλογή και αποζημίωση του διδακτικού προσωπικού και σειρά λειτουργικών θεμάτων των ΠΜΣ, που θα δημιουργήσει σημαντικά εμπόδια στην ανάπτυξη των μεταπτυχιακών σπουδών. Παράλληλα, δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη για εξασφάλιση από την πολιτεία των πόρων που απαιτούνται για δωρεάν φοίτηση.
Γιατί αγνοείται η ομόφωνη πρόταση των πρυτάνεων ότι στη φάση αυτή δεν απαιτείται οποιαδήποτε αλλαγή για το άσυλο; Με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για τις αξιόποινες πράξεις που τελούνται εντός των χώρων των ΑΕΙ εφαρμόζεται η κοινή νομοθεσία.
Πώς είναι δυνατόν να προχωρά το υπουργείο Παιδείας σε ρυθμίσεις που καταργούν τον διακριτό ρόλο των πανεπιστημίων από εκείνο των ΤΕΙ, ρόλος που επικεντρώνεται στον τεχνολογικό τομέα και αποτέλεσε τον λόγο ίδρυσης των ΤΕΙ, αγνοώντας όλα τα ακαδημαϊκά επιχειρήματα που ομόφωνα και διαχρονικά προβάλλει η Σύνοδος των Πρυτάνεων; Γιατί η ρύθμιση για την αλλαγή της ονοματολογίας των οργάνων διοίκησης των ΤΕΙ, σύμφωνα με τα ισχύοντα στα πανεπιστήμια, προτάθηκε μετά την ολοκλήρωση των πολύωρων συζητήσεων της Συνόδου με τον υπουργό Παιδείας; Πώς είναι δυνατόν το υπουργείο Παιδείας να αναγνωρίζει ότι η επιτυχής ολοκλήρωση κύκλου σπουδών διάρκειας τουλάχιστον δέκα εξαμήνων και με συγκεκριμένες ακαδημαϊκές προϋποθέσεις οδηγεί –ορθώς –στην απονομή ενιαίου και αδιάσπαστου τίτλου σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου, αλλά ο τίτλος αυτός να μην προσδίδει στους κατόχους τα προβλεπόμενα από τον νόμο δικαιώματα κατόχων μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών;
Γιατί αγνοείται από το υπουργείο Παιδείας η ομόφωνη άποψη των πρυτάνεων για τον θεσμό των Περιφερειακών Συμβουλίων Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας ότι δεν διασφαλίζεται διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων τους από εκείνες των θεσμικών οργάνων των πανεπιστημίων, αλλά ούτε και από εκείνες άλλων οργάνων που λειτουργούν σε επίπεδο περιφέρειας; Η λειτουργία επομένως των Συμβουλίων αυτών, όπως προβλέπεται από το νομοσχέδιο, θα οδηγήσει σε άσκοπη αύξηση της γραφειοκρατίας με πιθανές αλληλοσυγκρουόμενες αποφάσεις διαφορετικών οργάνων και επομένως παρέλκει η ίδρυσή τους.
Με την κατάθεση του νομοσχεδίου στη Βουλή διαπιστώνεται ότι ο πολύμηνος διάλογος ήταν τελικά άγονος και οι προτάσεις της Συνόδου των Πρυτάνεων επί όλων των ουσιαστικών ακαδημαϊκών θεμάτων τελικά απορρίφθηκαν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η προσπάθεια υιοθέτησης από την πολιτεία των ομόφωνων απόψεων των πρυτάνεων τελείωσε. Με βαθιά την πεποίθηση της ορθότητας των θέσεων και των επιχειρημάτων της, η Σύνοδος θα συνεχίσει την προσπάθεια στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής με την ελπίδα να καταφέρει αυτό που δεν έγινε δυνατό ύστερα από έναν τόσο εξαντλητικό διάλογο.
Ομως, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, θα παραμένει ένα αναπάντητο ερώτημα: Είναι δυνατόν οι πρυτάνεις όλων των πανεπιστημίων της χώρας –μεγάλων και μικρών, κεντρικών και περιφερειακών –να ομοφωνούν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και να έχουν όλοι τόσο λανθασμένες απόψεις σε όλα τα ουσιαστικά ακαδημαϊκά θέματα, ώστε να μην υιοθετηθεί καμία από τις προτάσεις που υπέβαλαν ως Σύνοδος στον υπουργό Παιδείας;
Ας το σκεφτούν όλοι οι εμπλεκόμενοι παράγοντες όσο υπάρχει ακόμα χρόνος για διορθωτικές ενέργειες.
Οι ακαδημαϊκοί στήνουν «φράγμα» στο νομοσχέδιο Γαβρόγλου
Συνεχίζεται η κόντρα υπουργείου Παιδείας και πρυτανικών Αρχών σχετικά με το νομοσχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση, το οποίο αναμένεται να έχει ψηφιστεί έως τις αρχές Αυγούστου.
Στην ομιλία του στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων για το σχέδιο νόμου, ο υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου υποστήριξε πως «το νομοσχέδιο αυτό είναι το πρώτο που θυμάμαι να έχει κατηγορηθεί και να του έχει γίνει κριτική με τόση έωλη επιχειρηματολογία. Εχουν χρησιμοποιηθεί λέξεις και εκφράσεις και μέσα από έναν ορυμαγδό άδικων κατηγοριών έγινε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί αρνητικό κλίμα».
Ο Κώστας Γαβρόγλου τόνισε πως «το νομοσχέδιο αυτό αποτελεί την κορύφωση των νομοθετικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, πρωτοβουλίες οι οποίες άρχισαν από τον Ιανουάριο του 2015 και εντάσσεται στον ενιαίο χώρο Εκπαίδευσης και Ερευνας».
Την έντονη αντίθεσή της ωστόσο εκφράζει η ακαδημαϊκή κοινότητα. Με ανακοίνωσή της η πρυτανεία και οι κοσμήτορες του ΕΜΠ διαμαρτύρονται για την κατάθεση ενός ακόμη νομοσχεδίου που επιφέρει, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, σημαντικές αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση στο μέσο της θερινής περιόδου, «ακολουθώντας την “πεπατημένη” προηγούμενων σχετικών νομοσχεδίων. Το ΕΜΠ έχει εκφράσει σοβαρές διαφωνίες για σειρά σημαντικών θεμάτων του νομοσχεδίου, όπως για την εισαγωγή διδάκτρων στα μεταπτυχιακά, για πλασματική αύξηση των προϋπολογισμών των ιδρυμάτων και την υιοθέτηση ρυθμίσεων ώστε να μην καλύπτονται ούτε καν πάγιες ανάγκες των ΑΕΙ από τον κρατικό προϋπολογισμό, για θέματα διοίκησης, για θέματα καθημερινής λειτουργίας κ.λπ. Οι διαφωνίες αυτές, όπως προκύπτει από το νομοσχέδιο που κατατέθηκε, δεν ελήφθησαν υπόψη. Αντιθέτως, στο προς ψήφιση νομοσχέδιο υπάρχουν αλλαγές της τελευταίας στιγμής, για τις οποίες δεν υπήρξε προηγούμενη ενημέρωση της ακαδημαϊκής κοινότητας και οι οποίες ενισχύουν τις ισχυρές διαφωνίες του ΕΜΠ», αναφέρεται μεταξύ άλλων στη χθεσινή ανακοίνωση.