Όπως σωστά διακηρύσσει ο κ. Πολάκης, οι δικαστικές αποφάσεις δεν είναι υπεράνω κριτικής, δεν βρίσκονται «στο απυροβόλητο». Όμως το πρόβλημα με τη διακήρυξη αυτή είναι ότι η κυβέρνηση περιορίζει τη χρήση αυτού του δικαιώματος μόνο στις περιπτώσεις που οι δικαστικές αποφάσεις δεν είναι της αρεσκείας της (ακόμη και όταν αυτές υπαγορεύονται από το υπέρτερο αγαθό της τήρησης του Συντάγματος). Κι αυτό, ενώ την ίδια στιγμή τηρεί υποκριτική (για την ακρίβεια, αναίσχυντη) σιωπή σε εκείνες τις περιπτώσεις που εξωφρενικά άδικες δικαστικές αποφάσεις ευνοούν την πολιτική της ή συγκεκριμένα κυβερνητικά στελέχη, ακόμη και όταν αυτές έρχονται σε αντίθεση με θεμελιώδη ζητήματα δημοκρατίας και ελευθερίας του λόγου, για τα οποία οι κυβερνώντες σήμερα κόπτονται.
Δύο κυρίως είναι οι λόγοι για τους οποίους ένας δικαστής μπορεί να οδηγηθεί ενσυνειδήτως σε μια φιλοκυβερνητική άδικη απόφαση: η ισχυρή φιλοδοξία ανόδου στην κλίμακα της δικαστικής ιεραρχίας, σε συνδυασμό – συνήθως – με την έλλειψη καλλιέργειας, που τον καθιστά ανασφαλή και ευάλωτο σε κυβερνητικές πιέσεις. Διαβάζοντας το πρόσφατο σκεπτικό με το οποίο οι δικαστές του Αρείου Πάγου επικύρωσαν την απόφαση των δικαστών του Εφετείου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία οι υπεύθυνοι του περιοδικού The Athens Review of Books διέπραξαν το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης του νυν υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά (που κατά τη διάπραξη του “αδικήματος” – τo 2010 – ήταν σύμβουλος του τότε πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου) δεν μπορεί κανείς παρά να κάνει θλιβερές σκέψεις για την ποιότητα (το μορφωτικό επίπεδο, τη συλλογιστική ικανότητα και το νομικό ήθος) ορισμένων λειτουργών της ελληνικής δικαιοσύνης.
Τη συκοφαντική δυσφήμιση του νυν υπουργού οι εν λόγω Εφέτες και Αρεοπαγίτες διαπίστωσαν στον χαρακτηρισμό του ως «γκαουλάιτερ του σταλινισμού», που περιεχόταν σε επιστολή προς το περιοδικό αναγνώστη του. «Ναι μεν απεδείχθη ότι ο ενάγων υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του Κ.Κ.Ε.», λέει η απόφαση, όμως «ούτε και από τα κείμενά του, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, προκύπτει ο θαυμασμός του για το εν λόγω απολυταρχικό καθεστώς» (το καθεστώς Χόνεκερ). Τί μπορεί να πει κανείς για τη συναρπαστική άγνοια πέντε Αρεοπαγιτών και τριών Εφετών, οι οποίοι μάλιστα αναφέρονται και σε κάτι το οποίο ουδέποτε απεδείχθη στο δικαστήριο, γιατί δεν ήταν δυνατόν να τεθεί ως αποδεικτέο, αφού το Κ.Κ.Ε. ιδρύθηκε το 1918/1924, τριάντα χρόνια πριν από τη γέννηση (1950) του ενάγοντος (ο ένας από τους τρεις Εφέτες, μετά την καταδικαστική απόφαση του Εφετείου προήχθη σε Αρεοπαγίτη). Και τί να πει για την αδυναμία (;) αυτών των δικαστών να διακρίνουν τη διαφορά ανάμεσα στη μεταφορά και στην κυριολεξία, προσλαμβάνοντας τον όρο γκαουλάιτερ κυριολεκτικά, προφανώς θεωρώντας ότι οι γκαουλάιτερ εξέλιπαν μετά την κατάρρευση του ναζιστικού καθεστώτος.
Σημειωτέον ότι ο όρος γκαουλάιτερ με μεταφορική έννοια απαντά σε πλείστα φύλλα του Ριζοσπάστη της εποχής που ο ενάγων υπήρξε υπεύθυνος ιδεολογικής καθοδήγησης του Κ.Κ.Ε. (λ.χ.: «Ο Αμερικανός πρεσβευτής σαν γκαουλάιτερ απευθύνει διάγγελμα προς τους ραγιάδες του», 8-9-1981˙ «Με το γνωστό ύφος γκαουλάιτερ ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας…». 5-10-1983, κ.τ.λ.˙ έρευνα Δ. Ψαρρά)˙ και ότι η Αρεοπαγίτις εισηγήτρια της υπόθεσης, παρά τη θετική για την ARB εισήγησή της, ψήφισε τελικά εναντίον του περιοδικού, χωρίς να πει λέξη για τη μεταστροφή της.
Το γεγονός ότι η εξωφρενική απόφαση του Εφετείου ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών του πανεπιστημιακού και ευρύτερα διανοητικού χώρου (επιφανείς νομικοί, πολιτικοί επιστήμονες, ιστορικοί, διεθνολόγοι, οικονομολόγοι κ.ά.), με σχόλια ακόμη και διακωμωδικά, άφησε ασυγκίνητους τους αδέκαστους Αρεοπαγίτες. Παραθέτω μερικά από αυτά:
«Η απόφαση προδίδει αδιανόητη και εξόφθαλμη έλλειψη λογικής, θλιβερή αμάθεια και έλλειψη στοιχειωδών γνώσεων ιστορίας» (Ν. Διαμαντούρος). «Αριστούργημα ιστορικής αμάθειας και ακρισίας που απάδει σε δικαστές» (Γ. Β. Δερτιλής). «Τόσες ανοησίες μέσα σε τόσο λίγο χώρο» (Θ. Βερέμης). «Ανοησία πελωρίων διαστάσεων» (Γ. Γιαννουλόπουλος). «Η απόφαση του δικαστηρίου είναι μνημείο αμάθειας που καταρρακώνει το κύρος της Ελληνικής Δικαιοσύνης» (Π. Σ. Βαλλιάνος). «Η απόφαση του δικαστηρίου υποδηλώνει ότι η σάτιρα του Όργουελ φαίνεται να έχει γίνει πραγματικότητα στην Ελληνική Δικαιοσύνη» (Α. Νεχαμάς). «Δυστυχώς εκτός από διασκεδαστική η απόφαση είναι και ανησυχητική, γιατί εικονογραφεί πόσο πάσχει πλέον στην πράξη η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης» (Π. Κιτρομηλίδης). «Ανιστόρητης αιτιολογίας και εντυπωσιακά λανθασμένη καταδικαστική απόφαση» (Α. Δεληβοριάς). «Το σκεπτικό της δικαστικής απόφασης μαρτυρεί ανεπίτρεπτη για δικαστήριο πολιτική μεροληψία» (Α. Μανιτάκης).
Δεν θα περίμενε, βέβαια, κανείς ότι το περί δικαίου αίσθημα του ΣΥΡΙΖΑ και ο «πόλεμος», τον οποίο εξήγγειλε εναντίον των μη αρεστών αποφάσεων της δικαιοσύνης ο κ. Πολάκης, θα είχαν ως στόχο και την ανακουφιστική για τον κ. Κοτζιά καταδίκη της ARB. Ωστόσο η καταδίκη αυτή περιέχει και κάτι που δεν μπορεί να μην ενόχλησε την κυβέρνηση και ιδιαίτερα τον κ. Πολάκη: την απαλλαγή του ενάγοντος από την κατηγορία του θαυμαστή της Σοβιετίας. Γιατί, παρότι οι δικαστές δεν αμφισβητούν ότι ο κ. Κοτζιάς υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του Κ.Κ.Ε., κατά τον χρόνο της δίκης αποδείχθηκε, όπως είδαμε, ότι δεν προέκυψε θαυμασμός του για τα απολυταρχικά καθεστώτα. «Έγραφα», αποκάλυψε στο Σπήγκελ ο νυν υπουργός, «κατ’ εντολήν του Κόμματός μου [του Κ.Κ.Ε.] πράγματα τα οποία ήταν ανοησίες».