Καλά είναι τα γεμάτα στάδια, άλλοτε με τον Μίκη Θεοδωράκη, άλλοτε με τον Διονύση Σαββόπουλο κι άλλοτε με τον Σταύρο Ξαρχάκο, όπως εναλλάσσονται τα τελευταία χρόνια σχεδόν σ’ ένα είδος άτυπου μεταξύ τους ραντεβού, χωρίς ποτέ κανείς να διανοηθεί να ενοχλήσει τον άλλον με την ταυτόχρονη παρουσία του. Προς Θεού όμως μη θεωρήσουμε την επιτυχία τους και ως ένα είδος κοινωνικής ευαισθησίας. Το ακριβώς αντίθετο, θα λέγαμε, αφού είτε πρόκειται για μια σχετική συναυλία είτε για μια παράσταση στην Επίδαυρο, η πριμοδότησή τους με τόσο φως κάνει την πυκνή προσέλευση να μην μπορείς να τη λογαριάσεις ως γνήσια κι επομένως ως δείκτη για μια αλλαγή προς κάτι ουσιαστικό. Οταν η κοινωνική ευαισθησία αδρανεί απέναντι σε μεμονωμένες περιπτώσεις, τότε γίνεται ύποπτη όταν διαφημίζεται ως ειλικρινής για θεάματα που όσο σπουδαία κι αν είναι, είναι ο «πανηγυριώτικος» χαρακτήρας τους που κάνει τους χιλιάδες των ανθρώπων να σπεύδουν, μη τυχόν και στερηθούν στο μέλλον την ευχέρεια να λένε στους άλλους ότι «ήμουνα κι εγώ εκεί». Με «εργολαβική» όμως αντίληψη για τη ζωή, οι αναμνήσεις που παράγονται είναι εξαιρετικά ευάλωτες, χώρια που δημιουργούνται πλήθη να συνωστίζονται σάμπως και διεκδικούν κάτι το μοναδικό, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για «ένα πουκάμισο αδειανό».
Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε με ποιους συνειρμούς μάς ήρθανε όλα αυτά στο μυαλό, μόλις πληροφορηθήκαμε τον θάνατο μιας εξαίρετης ηθοποιού και τραγουδίστριας Ζωής Φυτούση. Εξαιρετικά ευαίσθητη και καλλιεργημένη ως άνθρωπος, που με μια μικρή μετακίνηση στις καλλιτεχνικές συνθήκες θα μπορούσε ν’ αποθεώνεται στις συναυλίες με το «Μαντολίνο», τον «Ταχυδρόμο», το «Για χατίρι σου ξημερώνει», ποιος αλήθεια σε σχέση με τις μυριάδες που προσέρχονται σ’ αυτές, αισθάνθηκε να του λείπει και να της στείλει ένα μήνυμα παρηγοριάς στα τρία πολύ δύσκολα τελευταία χρόνια της ζωής της;