Η Ελλάδα βγήκε στις αγορές, αλλά με αλμυρό επιτόκιο, με την κυβέρνηση να χαμηλώνει τον πήχη των προσδοκιών της για να μην πληρώσει ακόμη πιο ακριβά το «μάρμαρο».
Η πρώτη μετά το 2014 προσφυγή της χώρας σε δανεισμό ολοκληρώθηκε χθες και κάθε άλλο παρά προσφέρεται για πανηγυρισμούς, αφού η κυβέρνηση, υπό το βάρος ενός ασφυκτικού πολιτικού κλίματος και στην προσπάθειά της να αλλάξει την ατζέντα, έπαιξε το «χαρτί» των αγορών και αναγκάστηκε να χορέψει στους ρυθμούς που της επέβαλαν οι ξένοι επενδυτές. Πρόκειται, μάλιστα, για μια πολύ ακριβή «επιστροφή» αν αποτιμήσει κανείς το βαρύ κόστος, άνω των 100 δισ. ευρώ, που επωμίστηκε η χώρα από το 2014, όταν η πορεία εξόδου στις αγορές είχε ξεκινήσει και διακόπηκε απότομα από την πολιτική της περήφανης διαπραγμάτευσης του 2015, τα capital controls αλλά και το νέο τρίτο Μνημόνιο.
Αν και ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος ανέφερε, μετά το κλείσιμο του βιβλίου προσφορών, ότι «πήραμε κάτι παραπάνω απο αυτό που περιμέναμε», προαναγγέλλοντας τουλάχιστον 2 ακόμη εκδόσεις, οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: από την έκδοση του πενταετούς ομολόγου το ελληνικό Δημόσιο άντλησε τελικά το ποσό των 3 δισ. ευρώ ενώ στόχευσε σε 4 δισ. ευρώ και με επιτόκιο 4,625%, το οποίο είναι ακριβότερο απ’ αυτό με το οποίο είχε δανειστεί η χώρα τρία χρόνια πριν, τον Απρίλιο του 2014, με το πενταετές ομόλογο της κυβέρνησης Σαμαρά. Και αυτό γιατί το spread (η διαφορά) μεταξύ του επιτοκίου του ελληνικού πενταετούς ομολόγου που εκδόθηκε χθες και του αντίστοιχου γερμανικού διαμορφώθηκε στις 4,81 μονάδες. Η αντίστοιχη διαφορά του επιτοκίου του ομολόγου του 2014 και των αντίστοιχων γερμανικών ήταν τότε στις 4,41 μονάδες, που σημαίνει ότι η χώρα μας δανείστηκε τώρα ακριβότερα κατά 40 μονάδες σε σχέση με το επίπεδο που είχε δανειστεί τότε. Με άλλα λόγια, το επιτόκιο των χθεσινών ομολόγων για να είναι, σε συγκρίσιμους όρους, χαμηλότερο από το επιτόκιο του ομολόγου του 2014 θα έπρεπε να κινούνταν σε επίπεδο κάτω από το 4,1-4,2%!
Κούρεμα στις προσδοκίες. Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, ότι το υπουργείο Οικονομικών αναγκάστηκε δύο φορές να μειώσει το ύψος των αποδεκτών προσφορών και να περιορίσει την κλίμακα των προσδοκιών του για να μην πληρώσει ακόμη υψηλότερο κόστος. Πράγματι, από νωρίς χθες το πρωί φαινόταν ότι η έκδοση θα υπερκαλυφθεί και όντως το ύψος των προσφορών έφθασε τα 6,5 δισ. ευρώ έναντι των 4 δισ. ευρώ που αναζητούσε αρχικά η κυβέρνηση. Ομως, το μέσο επιτόκιο που προέκυπτε από τις προσφορές αυτές ανερχόταν στο σχεδόν απαγορευτικό επίπεδο του 4,875%, με αποτέλεσμα το υπουργείο Οικονομικών να αναγκαστεί να μειώσει τις αποδεκτές προσφορές στα 3 δισ. ευρώ, χαμηλότερα από τον αρχικό στόχο για να περιορίσει το επιτόκιο. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνουν αποδεκτές προσφορές ύψους μόνο 1,6 δισ. ευρώ έναντι προσφορών 2 δισ. ευρώ από τους κατόχους του ομολόγου της έκδοσης του 2014, ενώ περιορίστηκαν ανάλογα στο 1 δισ. ευρώ και οι αποδεκτές προσφορές από τους νέους επενδυτές.
Ο απολογισμός, σε όρους κόστους, της χθεσινής έκδοσης δεν τελειώνει εδώ. Σε μια περίοδο που η Ελλάδα δανείζεται απο τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας με μέσο επιτόκιο 1,2%, ο δανεισμός μέσω του νέου πενταετούς ομολόγου με επιτόκιο 4,625% οδηγεί στην ανάληψη από το ελληνικό Δημόσιο ενός επιπλέον ετήσιου κόστους 100 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο ουσιαστικά μετατρέπεται σε κέρδος για τους ξένους επενδυτές. Σε μια περίοδο που η Ελλάδα, λόγω της εκταμίευσης της δόσης των 7,7 δισ. ευρώ, έχει καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της, τουλάχιστον έως το τέλος του έτους, η κυβέρνηση είχε την ευχέρεια να επιλέξει μια άλλη χρονική στιγμή, αργότερα, για τον δανεισμό από τους ξένους επενδυτές –λένε αναλυτές –αν δεν επικρατούσαν λογικές επικοινωνιακής διαχείρισης της κίνησης αυτής. Στο σημείο αυτό άλλωστε εστίασαν πρόσφατα την κριτική τους ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι και ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρας, προτρέποντας την κυβέρνηση να εφαρμόσει πρώτα κρίσιμες μεταρρυθμίσεις προκειμένου να στείλει σήμα αξιοπιστίας στις αγορές και μετά να δοκιμάσει να δανειστεί απ’ αυτές με καλύτερους όρους.
Προσεχώς τρίτη αξιολόγηση. Ο δανεισμός της Ελλάδας έγινε δεκτός με θετικά σχόλια από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και κυρίως από τη Γερμανία, η οποία, ωστόσο, επέλεξε να προειδοποιήσει την κυβέρνηση ότι για να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των αγορών, θα πρέπει να ενισχυθούν οι μεταρρυθμίσεις και να ολοκληρωθεί έγκαιρα η τρίτη αξιολόγηση. Διά μέσου εκπροσώπου του ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλγκφανγκ Σόιμπλε διεμήνυσε ότι «η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές ήταν και είναι ο στόχος του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής. Γι’ αυτό και χαιρετίζουμε το ότι η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να επιστρέψει στις αγορές βήμα βήμα». Ωστόσο, πρόσθεσε ότι η μακροπρόθεσμη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και η αξιοπιστία έχουν μεγάλη σημασία για την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης των αγορών.
Το ποδήλατο των μεταρρυθμίσεων. Για την έξοδο στις αγορές υπερθεμάτισε από την πλευρά του ο γάλλος επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί, ο οποίος έστειλε το μήνυμα η Ελλάδα πρέπει «να παραμείνει στο ποδήλατο» των μεταρρυθμίσεων. Ο ίδιος, όμως, έκανε σαφές ότι τα δύσκολα δεν έχουν περάσει, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να επιβληθεί από το 2019, έναν χρόνο νωρίτερα, η μείωση του αφορολογήτου που ζητεί το ΔΝΤ.