Κατά τύχη, στον δρόμο ή αλλού, μπορείς ν’ ακούσεις κουβέντες που να σε βασανίζουν σε όλη σου τη ζωή, τόσο περισσότερο όταν δεν πρόκειται ν’ αποκτήσεις την ελαχιστότερη σχέση με τους ανθρώπους που τις εκστομίσανε. Δεν είναι μόνον ό,τι μας είπε ο πατέρας ή η μάνα μας, ένας μεγαλύτερος αδελφός ή ένας μακρινός θείος, ενώ ήμασταν παιδιά, κι εξακολουθεί να κουδουνίζει στ’ αφτιά μας, χρεώνοντας την κουβέντα τους, έτσι όπως μας πλήγωσε βαθιά, με μια δυσάρεστη εξέλιξη για την ψυχή μας. Χωρίς επιπλέον να έχουμε ποτέ αποπειραθεί να τους τη θυμίσουμε αφού θα ήταν σαν να τους λογαριάζαμε υπεύθυνους για ένα βαθύ μας τραύμα, που κι εμείς οι ίδιοι θέλουμε να το ξεχνάμε.
Οπως ακριβώς πριν από λίγες μέρες, επιστρέφοντας αργά τη νύχτα, γύρω στις 2.30, στο σπίτι μας, αισθανθήκαμε τον ίσκιο ενός ανθρώπου να μας ακολουθεί και τον ακούσαμε να μας λέει, όπως αιφνιδιασμένοι και φοβισμένοι γυρίσαμε για να δούμε ποιος είναι: «Μη φοβάστε, κύριε, άνθρωπος του Θεού είμαι κι εγώ. Κανονικά εγώ θα έπρεπε να φοβηθώ μαζί σας κι όχι εσείς με μένα». Κεραυνοβοληθήκαμε. Ηταν ένας άνθρωπος σαφώς ταλαιπωρημένος τόσο όσον αφορά την κοψιά του όσο και τα ρούχα του, που αν πρόσθετε, σε όσα είπε, πως είναι άστεγος, θα τον πίστευες· το περπάτημά του άλλωστε δεν έδειχνε άνθρωπο με συγκεκριμένη κατεύθυνση. Δεν γνωρίζουμε αν ήταν η ανέχεια που τον είχε κάνει τόσο καίριο στην έκφρασή του –όπως η ευμάρεια συχνά κάνει την έκφραση άτσαλη, η ταλαιπωρία την ξελαμπικάρει -, πάντως συνειδητά ή ασύνειδα είχε πει μια μεγάλη αλήθεια. Ομως αν την αισθανόσουν να βαραίνει ασύλληπτα μέσα στη νύχτα, όπως διατυπωνόταν σε μια στιγμιαία λεκτική δοσοληψία μ’ έναν άγνωστο, τόσο ανενεργή τη συνειδητοποιούσες ως μια διακινήσιμη οντότητα μέσα στο φως της ημέρας.
Για να κοιτάξουμε καλύτερα γύρω μας: Δεν μοιάζει η οργάνωση της ζωής μας να γίνεται σε μεγάλο βαθμό σάμπως να συνιστούν μια απειλή όσοι δεν έχουν τίποτε απολύτως για εκείνους που κι ένα πιάτο φαγητό το διαθέτουν, κι ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους, και λίγη δροσιά τώρα το καλοκαίρι;