Η πολιτική της υπερφορολόγησης και της στάσης πληρωμών του Δημοσίου που εφαρμόζεται στη χώρα μας, έχει ημερομηνία λήξης η οποία έχει παρέλθει προ πολλού.

Αυτό δείχνει η αλματώδης, μήνα με τον μήνα, αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο από φόρους που δεν αντέχουν πλέον να πληρώνουν οι φορολογούμενοι. Οπως τα προηγούμενα χρόνια, έτσι και φέτος, μεγάλο μέρος από τα φουσκωμένα ραβασάκια του φόρου εισοδήματος και του ΕΝΦΙΑ θα μετατραπούν σε ανεξόφλητα χρέη προς το Δημόσιο. Το πιστοποιεί, ακόμη, η μεγάλη βουτιά της κατανάλωσης και της ζήτησης στην αγορά που έχει φέρει σε απόγνωση το εμπόριο, την ίδια ώρα που οι ελληνικές επιχειρήσεις αναγκάζονται να πληρώνουν από τους υψηλότερους φόρους στην Ευρώπη.

Αλλά και το κλείσιμο της στρόφιγγας των δαπανών του Δημοσίου δοκιμάζει τις αντοχές της αγοράς, ενώ στραγγαλίζει την ποιότητα και την ποσότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους πολίτες, από την υγεία και την παιδεία έως τον πολιτισμό και τη δημόσια ασφάλεια. Είναι αποκαλυπτικές οι διαπιστώσεις που περιέχονται στην έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σύμφωνα με τις οποίες το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 είναι, σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα της τεχνητής συμπίεσης των δαπανών του Δημοσίου σε επίπεδα αρκετά κάτω από τους στόχους του προϋπολογισμού, η οποία δεν μπορεί να συνεχισθεί στο μέλλον. Το δείχνουν αυτό άλλωστε τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει όλο το δημόσιο σύστημα υγείας και η κατάσταση διάλυσης που επικρατεί σε όλο τον δημόσιο τομέα.

Για τους λόγους αυτούς, ούτε το υπερφυσικό πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 (πάνω από 4% του ΑΕΠ) μπορεί να συνεχιστεί, ούτε οι στόχοι για πλεόνασμα 2% – που προβλέπει η συμφωνία κυβέρνησης και δανειστών – από το 2022 και για τα επόμενα 40 χρόνια είναι βιώσιμη. Καμία χώρα στην παγκόσμια Ιστορία δεν κατάφερε να επιτύχει έναν τέτοιο άθλο, που αποτελεί πλέον βασικό στόχο της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης προκαλώντας αλυσιδωτές αρνητικές παρενέργειες σε όλη την ελληνική οικονομία.

Οικονομικοί αναλυτές και παράγοντες της αγοράς κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου: όσο η χώρα θα είναι παγιδευμένη στην επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων τόσο η ανάπτυξη θα σέρνεται. Και όσο θα συμβαίνει αυτό τόσο μικρότερα πλεονάσματα θα παράγονται και τόσο ισχυρότερες θα είναι οι πιέσεις των δανειστών για νέα μέτρα προκειμένου να καλυφθεί η διαφορά.

Φαύλος κύκλος, χωρίς αρχή και τέλος. Το αντίστροφο θα έπρεπε να συμβαίνει: ισχυρή ανάπτυξη που να παράγει τα πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία απαιτούνται για την αποπληρωμή και απομείωση του ελληνικού χρέους.

Αντί, λοιπόν η κυβέρνηση, να καταπιάνεται με αναλώσιμα αφηγήματα του τύπου βγήκαμε στις αγορές – τα οποία, άλλωστε, στοιχίζουν και θα εξακολουθήσουν να κοστίζουν ακριβά χωρίς να εγγυώνται την έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια –  ας ασχοληθεί με την ανάπτυξη και πώς αυτή θα έλθει.