Στέκει κλειστός και ξεχασμένος, σκιά του παλιού, γεμάτου αίγλη, εαυτού του. Τα σκούρα κόκκινα ταβάνια του έχουν ξεφλουδίσει. Δίχτυα συγκρατούν τους σοβάδες για να μην πέσουν στο πάτωμα με τα γεωμετρικά σχέδια. Τα ρολόγια που κάποτε καθόριζαν τη λειτουργία του έχουν πλέον σταματήσει κι ορισμένα έχουν «εξαφανιστεί». Τα βαριά κιγκλιδώματα μπροστά στο γκισέ έκδοσης εισιτηρίων στέκουν γυαλιστερά θυμίζοντας την εποχή της δόξας του, που έγινε αιτία να κηρυχθεί και διατηρητέος. Κι η σιωπή πέφτει βαριά εκεί όπου κάποτε χιλιάδες άνθρωποι καθημερινά πλημμύριζαν τις αποβάθρες, αναζητούσαν τα δέματά τους δίπλα στην πλάστιγγα, αποχαιρετούσαν δικούς τους ανθρώπους, την ώρα που ο πρωταγωνιστής του χώρου, το τρένο, σφύριζε κι απομακρυνόταν.
Στην πόρτα στέκεται και μας περιμένει σαν να είναι ο οικοδεσπότης. Αν, όμως, αναλογιστεί κάποιος ότι ο Μάρκος Κώστας είναι ο μοναδικός φύλακας που πλέον κυκλοφορεί σε ένα κτίριο – φάντασμα μέσα στον πολεοδομικό ιστό της Αθήνας, τον παλιό σιδηροδρομικό Σταθμό Πελοποννήσου, τότε ίσως και να δικαιούται τον ρόλο αυτόν.
Κοιτάζει κάποια τζάμια που έχουν αντικατασταθεί στη βαριά πόρτα με το μεταλλικό πόμολο με τη μορφή φτερού, διότι ο Ερμής ήταν ο θεός των μεταφορών και της επικοινωνίας. «Βλέπετε τα αυθεντικά πόσο γλυκά αφήνουν να περνά το φως; Δεν βγαίνουν πλέον τέτοια. Ηταν παραγγελία από την Τσεχία» μας λέει ο φύλακας – άγγελος του χώρου που έπιασε δουλειά στον Σταθμό Πελοποννήσου το 1983 κι έκτοτε δεν έφυγε ποτέ από εκεί. Ούτε όταν του επετέθησαν ληστές ζητώντας του να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο –«υπήρχαν εποχές που, από τη διακίνηση της σταφίδας, του λαδιού και των τσιγάρων, η είσπραξη μπορεί να έφτανε και τα 5 εκατ. δρχ την ημέρα» θυμάται. Ούτε όταν έκλεισε ο σταθμός στις 8 Αυγούστου 2005, πέντε χρόνια πριν από την κατάργηση του δικτύου Πελοποννήσου. Πάνω στο γραφείο του έχει ανοιγμένο ακόμη το βιβλίο συμβάντων, στη σελίδα όπου ο υπεύθυνος έχει σημειώσει την τελευταία υπηρεσία γράφοντας «Σταθμός κλειστός οριστικά. Καλή αντάμωση».
Μόνος μέσα στο διώροφο κτίριο που χτίστηκε σε σχέδια των γάλλων μηχανικών Αλφρέντ Ροντέλ και Αμπέλ Γκοτελάν, ώστε να παραπέμπει στον σταθμό Σιρκετσί της Κωνσταντινούπολης, και εγκαινιάστηκε πέντε χρόνια μετά τη θεμελίωσή του (30 Ιουνίου 1884) ως πρώτος σιδηροδρομικός σταθμός μιας χώρας που πάλευε να αναπτυχθεί με φόντο ένα ιδιαιτέρως ταραγμένο πολιτικό σκηνικό.
Τα βήματά του ακούγονται στις αίθουσες αναμονής με τα μεγάλα μαρμάρινα τζάκια, τους ξεφτισμένους τοίχους και τους κρυστάλλινους πολυελαίους, που σήμερα πλέον για λόγους ασφαλείας βρίσκονται αποθηκευμένοι μέσα σε μεγάλα κιβώτια. Εκεί όπου κάποτε συσσωρεύονταν δοχεία με τόνους λαδιού, δίπλα στην πλάστιγγα κι απέναντι από το χρηματοκιβώτιο, που δύσκολα μπορεί κάποιος να ανοίξει την πόρτα του από το βάρος.
Η μικρή οθόνη «σπάει» τη μοναξιά. «Είναι δύσκολη η μοναξιά σε έναν χώρο που ήταν γεμάτος κόσμο. Ευτυχώς κατά διαστήματα γίνονται κάποιες εκδηλώσεις που του ξαναδίνουν ζωή. Να σκεφτείτε ότι όταν έγινε μια γιορτή για ΑμεΑ και συγκεντρώθηκαν κάπου 5.000 άτομα, ακόμη και οι παράνομοι της περιοχής απομακρύνθηκαν» λέει ο Μάρκος Κώστας, που δεν κρύβει τη χαρά του όταν ο χώρος διατίθεται για θεατρικές ή χορευτικές παραστάσεις, εκθέσεις και φωτογραφίσεις μόδας. Αδυναμία έχει ωστόσο στα κινηματογραφικά συνεργεία που κάνουν «κατάληψη» στον σταθμό. «Πριν από λίγες μέρες έφυγε το συνεργείο του Τάσου Μπουλμέτη για την καινούργια ταινία «1968» που θα βγει στις αίθουσες το 2018. Ενα μήνα ήμασταν παρέα. Ωστόσο, το βράδυ που δεν μπορώ να σβήσω από τη μνήμη μου ήταν εκείνο της 24ης Ιανουαρίου του 2012. Εκανε γυρίσματα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος για την τελευταία του ταινία. “Αφησε τα όλα όπως είναι και θα επιστρέψω σε μισή ωρίτσα” μου είπε. Η ώρα περνούσε. Κάποια στιγμή πήγε μεσάνυχτα. Δεν απαντούσε στο κινητό και πήρα την κόρη του. “Nα φύγω, κορίτσι μου, ή θα γυρίσει ο πατέρας σου;” τη ρώτησα και δεν μπορούσα να πιστέψω την απάντηση της: “Τον χάσαμε τον μπαμπά”. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι μου έλεγε….».
Περιμένωντας μία νέα ζωή. Και τι θα γίνει αυτό το κόσμημα του 19ου αι., στο οποίο έβαλε τις πινελιές του –τους χαρακτηριστικούς τρούλους –κι ο αρχιτέκτονας που άφησε τη σφραγίδα του στην Αθήνα, ο Ερνέστος Τσίλλερ, σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά της πόλης, μια ανάσα από τον Σταθμό Λαρίσης; Ποιο θα είναι το μέλλον του όταν μάλιστα έχει εκδοθεί και θετική γνωμοδότηση από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού υπέρ της αποκατάστασής του, ώστε να λειτουργήσει ως πολιτιστικός χώρος;
Ομως ώς τώρα δεν ενεργοποιήθηκε το σύμφωνο συνεργασίας ΓΑΙΑ ΟΣΕ (σ.σ. θυγατρική εταιρεία του ΟΣΕ που έχει επωμιστεί τη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του Οργανισμού) και Δήμου Αθηναίων το οποίο έχει υπογραφεί
από το 2007. Ελπίζουμε, λοιπόν, είτε να ενταχθούμε σε κάποιο πρόγραμμα κοινοτικής χρηματοδότησης είτε να εξασφαλίσουμε ιδιωτική χορηγία, ώστε να προχωρήσει το έργο. Στόχος μας είναι να δημιουργηθεί ένα ζωντανό μουσείο, ένας πόλος παραγωγής πολιτισμού με επίκεντρο το τρένο».