Μοιάζει τουλάχιστον αξιοπαρατήρητο, αν όχι αξιοπερίεργο, σ’ ένα αφηγηματικό βιβλίο όπως το «Μουσείο Λαογραφίας» του Δημήτρη Φύσσα, που χαρακτηρίζεται ως «επιστολική νουβέλα» και εκ των πραγμάτων οι ήρωές της φαίνεται να επανδρώνουν τους χώρους ενός αντίστοιχου μουσείου, οι ήρωες αυτοί να είναι ο Μαρξ, ο Μπακούνιν, ο Λένιν, ο Τρότσκι, ο Γκράμσι, ο Μάο, ο Τσε Γκεβάρα, ο Αλιέντε και δεκαπέντε ακόμη λιγότερο ή περισσότερο γνωστές επαναστατικές μορφές. Βέβαια, το βιβλίο θα το χαρακτήριζες ως ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας τάσης που συναντάται αραιά και πού –συναντάται όμως –στην ελληνική πεζογραφία, ημεδαποί συγγραφείς να ανακινούν ή να τακτοποιούν λογαριασμούς ή ακόμη και να εμπνέονται από μεγέθη μιας σχετικά σύγχρονης παγκόσμιας πολιτικής ιστορίας, όπως μας γίνεται γνωστή χάρη σε εξειδικευμένα εγχειρίδια. (Ενα λαμπρό δείγμα αυτού του πρωτότυπου αφηγηματικού ιστού, το μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα «Θάνατος στο Βαλπαραΐζο», εμπνευσμένο από τις περιπέτειες του Ερικ Χόνεκερ, τελευταίου γενικού γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας).
Η σφραγίδα της Μάρθας
Ο Δημήτρης Φύσσας, ενώ φαίνεται να χαμηλώνει πολύ τον πήχη, δίνει στις μορφές που ήδη σημειώσαμε αλλά και σε όσες παραλείψαμε, όπως εντελώς υπαινικτικά διατηρεί την παρουσία τους μέσα στα είκοσι τρία κεφάλαια του βιβλίου, μια κυριολεκτικά πρωτόγνωρη θέση. Ενώ φαίνεται να συνιστούν τον κύριο κορμό της επιστολικής νουβέλας, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε κάθε κεφάλαιο να έχει ως τίτλο του το ίδιο το όνομα της επαναστατικής μορφής στην οποία αναφέρεται, τελικά το κύριο βάρος εστιάζεται στην προσδοκώμενη «ανάσταση» της σχέσης με μια γυναίκα, που ως αποδέκτης των επιστολών του αφηγητή – ζωγράφου βάζει, εκούσα – άκουσα, τη σφραγίδα της σε κάθε σελίδα του βιβλίου, και στην περιγραφή μιας φύσης τόσο συναρπαστικής που κάνει τις αναπαριστάμενες φυσιογνωμίες του Μαρξ, του Μπακούνιν, του Τρότσκι και όλων των άλλων να μοιάζουν ως σχεδόν δευτερεύουσας σημασίας, περιθωριακές. Τι σημαίνει, αλήθεια, αυτό;
Οτι έχει υποχωρήσει κάθε επαναστατική προοπτική μέσα στον κόσμο και ότι αν κάτι θα τον σώσει είναι η επιστροφή στη φύση και στον αισθηματικό άνθρωπο, όπως αποδεικνύεται ο αφηγητής – ζωγράφος, καθώς η χρεοκοπία της προσωπικής του σχέσης με τη Μάρθα (είναι το όνομα της αποδέκτριας των επιστολών) φαίνεται να τον ενοχλεί εξίσου με τη χρεοκοπία των επαναστατικών ιδεολογιών που εξέφρασαν τα κομβικά ονόματα που σημειώσαμε, αλλά και τα πολύ λιγότερο γνωστά του Οουεν, του Νετσάγεφ, του Μπλανκί; Αδυνατεί να απαντήσει κανείς με ασφάλεια γιατί είναι τόση η ειρωνεία σε σχέση με το καθετί, ακόμη και σε σχέση, όσον αφορά τον αφηγητή – ζωγράφο, με τον ίδιο του τον εαυτό όταν αυτοαποκαλείται «πρώην διάσημος», ώστε περισσότερο θα χαρακτήριζες την επιστολική αυτή νουβέλα ως μαρτυρία ενός μεσοδιαστήματος, ή μάλλον ενός κενού, στην πορεία ενός πολιτικού, ιδεολογικού και καλλιτεχνικού πολιτισμού, αν μπορεί να εννοηθεί πολιτισμός που να μη συνιστά ένα όλον και να τον διεκδικούν, για λογαριασμό τους η καθεμία, λογής εκφάνσεις της ζωής.
Η αφηγηματική ηρεμία
Πάντως, ειρωνεία ή μια πρωτότυπη θέση μέσα στην ιστορία, γεγονός είναι πως παρά τις τρομερές αντιφάσεις που έχει αναλάβει να εξεικονίσει το «Μουσείο Λαογραφίας», μια διάχυτη αφηγηματική ηρεμία κάνει τις μορφές του Χριστού, του Μεγαλέξαντρου, του Κολοκοτρώνη και του Αρη Βελουχιώτη, όπως τις συναντάμε σε φωτορεπροντιξιόν στο καφενείο του χωριού –χωριό χωρίς ρεύμα, νερό και τηλέφωνο –να τις αισθάνεσαι στο απολύτως φυσικό τους περιβάλλον, σε βαθμό που τα κοντινά χωριά Μηλιά, Κρανιά και Κουτσούφλιανη, εξοπλισμένα με τις ανέσεις του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού, θα κρίνονταν ως ένας ακατάλληλος περίγυρος για τα μυθικά –για διαφορετικούς λόγους –πρόσωπα των φωτορεπροντιξιόν. Με μια εντυπωσιακή ποικιλία όσον αφορά τα μότο που προτάσσονται σε κάθε κεφάλαιο καθώς συνυπάρχουν με μια φράση ή έναν στίχο τους ο Γκιστάβ Φλομπέρ, ο Ακης Πάνου, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Ηλίας Ηλιού, η Μάρω Δούκα, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Αλεχάντρο Ιναρίτου και ο Νικόλας Ασιμος, τόσο εντυπωσιακή ώστε να αισθάνεσαι σχεδόν να εξαγνίζει το πολιτικά σκοτεινό περιεχόμενο του βιβλίου, αλλά και να καταγγέλλει ταυτόχρονα ως άδικες για το βιβλίο τρεις αράδες του οπισθοφύλλου που υποτίθεται ότι το περιγράφουν: «Η νουβέλα σχολιάζει υπαινικτικά πολλά θέματα ταυτόχρονα, μεταξύ των οποίων ο φεμινισμός, η αριστερή ουτοπία, η αγνή ελληνική επαρχία, η θρησκευτική νεύρωση και η αντρική ψυχολογία».
Αν το «Μουσείο Λαογραφίας» απηχούσε έστω και ελάχιστα την κοινοτοπία όσων μας εκτίθενται ως «υπαινικτικός σχολιασμός» του, θα έμενε ανενεργό το εξαίσιο εύρημα μιας παράλληλης εξέλιξης, όπως την τεκμηριώνουν η δημιουργία ενός υπερμεγέθους πίνακα όπως είναι «Ο μυστικός δείπνος του κοινοτισμού» και η προσπάθεια για την αναζωπύρωση μιας σχέσης ερωτικής, μια παράλληλη εξέλιξη νοηματισμένη μ’ ένα βαθιά ανθρώπινο στοιχείο: σάμπως η ολοκλήρωση του πίνακα «Ο μυστικός δείπνος του κοινοτισμού» με τους είκοσι τρεις ήρωες της διαχρονικής παγκόσμιας Αριστεράς να συνιστά προϋπόθεση για την αποκατάσταση μιας προσωπικής σχέσης, η εντελής ζωγραφική απεικόνισή τους να εγγυάται τη χαρμόσυνη έκβαση μιας περιπέτειας ιδιωτικού δικαίου.
Σαν τσιγκούνα βρύση
Πρωτότυπο ακόμη και κατά τούτο το βιβλίο του Δημήτρη Φύσσα, ότι αν και θα χρειαζόταν ένας τόμος επτακοσίων ή και περισσότερων σελίδων προκειμένου να διαχειριστεί ο συγγραφέας του ένα τρομερά μεγάλο και ποικίλο υλικό, το «συμμαζεύει» χωρίς καθόλου να το αδυνατίζει σε εκατό σελίδες, με αποτέλεσμα οι εικόνες του να παραπέμπουν σε δυο ανεπανάληπτους στίχους του Δημήτρη Ποταμίτη όταν έγραφε πως «τα ποιήματα πρέπει να γράφονται σαν τσιγκούνα βρύση / και να διαβάζονται σαν ποταμός». Οπως ακριβώς η εικόνα που φιλοτεχνεί ο Φύσσας στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Μαρξ», με τις φωτογραφίες τις απλωμένες του δημιουργού της «Θεωρίας του διαλεκτικού υλισμού» τόσο καταλυτικές για τη συγκρότηση ενός κειμένου τεσσάρων σελίδων όσο και το άκουσμα που κάνουν τα ρυάκια ενώ χύνονται σ’ ένα ποταμάκι. Ισως και περισσότερο ακόμη αφού όλοι οι ήρωες της διαχρονικής παγκόσμιας Αριστεράς υπάρχουν για να υπομνηματίζουν τις λεπτομέρειες μιας ζωής που παρά την εξαιρετική αυθύπαρκτη σημασία της θα παρέμενε αδιάφορη αν δεν συνδυαζόταν μαζί τους. Ισως για να θυμίζουν πως οι μεγάλες πολιτικές φυσιογνωμίες, όταν το μήνυμά τους παραμένει ή εξελίχθηκε σε ανεπίδοτο, υφίστανται κυρίως για να διατηρείται ακμαία μια ιδιωτικής φύσεως μνήμη.
ΔημήτρηςΦύσσας
Μουσείο Λαογραφίας
Επιστολική Νουβέλα
Εκδ. Εστία,
2017, σελ. 104
Τιμή: 12 ευρώ