Υστερα από πέντε χρόνιας προετοιμασία, η documenta 14 με τον πολλά υποσχόμενο τίτλο της «Μαθαίνοντας από την Αθήνα» έληξε την προπερασμένη Κυριακή. Από τους 40 εκθεσιακούς χώρους, διάσπαρτους στο κέντρο της πόλης αλλά και σε γύρω περιοχές της Αττικής και του Πειραιά, πέρασαν 315.000 επισκέπτες. Σύμφωνα με την επίσημη καταμέτρηση, οι επισκέπτες ήταν κατά 47% Ελληνες, 25% Γερμανοί, ενώ οι υπόλοιποι προέρχονταν από 57 χώρες σε όλο τον κόσμο, βάσει της στατιστικής μελέτης που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο του Κάσελ σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αθηνών όσον αφορά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο.

Το πέρασμα της documenta από την Αθήνα δεν είναι μόνο η υπεροχή των αριθμών ή η αποτύπωσή της σε στατιστικά δεδομένα. Οι διοργανωτές της άφησαν κάποιες εργασίες ανακαίνισης σε χώρους του Πολυτεχνείου, της Σχολής Καλών Τεχνών, όπου όλο αυτό το διάστημα έγινε η προετοιμασία των εκθέσεων. Ακόμη και η οικία του Γιάννη Τσαρούχη απέκτησε ένα πρώτο πρόγραμμα αποκατάστασης με χορηγία της documenta. Στο μεταξύ, δημόσια έργα τέχνης που μένουν, από αυτά που κατακλύζουν τη γενέτειρα της documenta στο Κάσελ, μπορούμε να δούμε τα εξής δύο: μια παρέμβαση του Ντέιβιντ Χάρντιγκ στο πλακόστρωτο του πάρκου της Ριζάρη και στον χώρο συλλογικών εκδηλώσεων στην Ελπίδος 13 της Πλατείας Βικτωρίας, όπου θα παραμείνει ενεργός και μετά τη λήξη της documenta, με ένα νέο πρόγραμμα χρηματοδότησης που εξασφάλισε ο αμερικανός καλλιτέχνης Ρικ Λόου.

Είναι όμως αρκετά αυτά τα ίχνη της «επίσκεψης» που αναστάτωσε το φαντασιακό των κατοίκων της; Τουλάχιστον όσων ασχολούνται είτε καλλιτεχνικά είτε θεωρητικά με τα σύγχρονα πολιτισμικά φαινόμενα; Τι άφησε η documenta 14 στην Αθήνα; Στο ερώτημα των «ΝΕΩΝ» απαντούν σήμερα όσοι την επισκέφθηκαν ή συμμετείχαν θεσμικά σε αυτή.

Ούτε προσδοκίες, ούτε διαψεύσεις

Ζήσης Κοτιώνης, αρχιτέκτονας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Δεν θα έπρεπε να αναζητήσουμε άμεσα και απτά ίχνη του περάσματος της documenta από την Αθήνα. Αξίζει περισσότερο να δούμε το πέρασμά της σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς, γεωστρατηγικούς μετασχηματισμούς της οικονομίας και της κουλτούρας. Πρόκειται για «τεκτονικούς» μετασχηματισμούς που ανασυντάσσουν την ευρωπαϊκή γεωγραφία, φέρνοντας κοντά και απομακρύνοντας χώρες, πόλεις και ανθρωπολογίες. Το πλεόνασμα πλούτου της Γερμανίας την τελευταία δεκαετία έφερε την υπερπαραγωγή της «Ντοκουμέντα» στην Αθήνα, όπως έφερε τους νέους έλληνες επιστήμονες στη Γερμανία και την Frapport στα ελλαδικά αεροδρόμια. Σε αυτό το παιχνίδι μεγέθυνσης και σμίκρυνσης, αποικιοποίησης και πληθυσμιακών μετακινήσεων εξαπλώνονται τόσο οι οικονομικές δυνάμεις όσο και τα υποκείμενα της κουλτούρας, σε ένα νέο κοινό πεδίο κυριαρχίας από τη μία, αφομοίωσης και ανθεκτικότητας από την άλλη. Η «Ντοκουμέντα» δεν είναι παρά ένα σύμπτωμα. Με αυτή την έννοια δεν θα έπρεπε να δημιουργεί ούτε προσδοκίες ούτε διαψεύσεις. Ενας ενιαίος χώρος πολιτισμικής παραγωγής δημιουργείται στην Ευρώπη κατά αναλογία του κοινού χώρου της οικονομίας και της πολιτικής. Η Αθήνα είναι πιο κοντά στο Βερολίνο από ποτέ. Είναι κάτι που φαντασιώθηκε ο γερμανικός ρομαντισμός τον 18ο και τον 19ο αιώνα, το κατέστρεψε η μηχανή της νέας γερμανικής αυτοκρατορίας τον 20ό αιώνα και τώρα πραγματοποιείται μέσα στην κλονισμένη Ευρωπαϊκή Ενωση του 21ου αιώνα. Ο «κοινός χώρος» είναι προνομιακός τόσο για την άσκηση της ηγεμονίας όσο και για την άρθρωση της διαφοράς. Στη «Ντοκουμέντα 14» η Αθήνα κεφαλαιοποίησε με κάποιον τρόπο τον εξωτισμό της. Την επόμενη μέρα, βρίσκει τον εαυτό της ως μια αχανή κεντρική συνοικία της πρωτεύουσας της Ευρώπης, ξαπλωμένη σε μια ιδιαίτερη πόζα, με τα πόδια της μέσα στη νότια θάλασσα.

Ανανεωμένη σχέση με την πόλη

Πολύνα Κοσμαδάκη, επιμελήτρια – Μουσείο Μπενάκη

Με την ολοκλήρωση των 100 ημερών του αθηναϊκού σκέλους της documenta14 κλείνει μια περίοδος φοβερής πύκνωσης πολιτιστικών γεγονότων αλλά και ανταλλαγών, συναντήσεων, διαλόγων εντός και εκτός της πόλης. Σίγουρα θα χρειαστούμε όλοι χρόνο αφενός για να συνηθίσουμε την απουσία της, αφετέρου για να επεξεργαστούμε και να αποτιμήσουμε τον αντίκτυπό της και τη σημασία της. Αυτό που μπορούμε να πούμε τώρα με βεβαιότητα είναι ότι η διοργάνωσή της στην Αθήνα (πέρα από μια ριζοσπαστική κίνηση που σίγουρα θα δώσει έναυσμα για πολλές ακόμα συζητήσεις) άφησε στα αθηναϊκά ιδρύματα που συμμετείχαν και υποδέχθηκαν τη documenta14, όπως το Μουσείο Μπενάκη, μια πρωτοφανή δυναμική σε επίπεδο επισκεψιμότητας αλλά και διεύρυνσης του κοινού, ένα ενδιαφέρον πρότυπο για θεσμικές συνέργειες, μια ευκαιρία για διεθνή προβολή αλλά και μια πλατφόρμα συνεργασίας μεταξύ ανθρώπων και θεσμών που δρουν στην ίδια πόλη. Ειδικότερα η ένταξη του Μουσείου Ισλαμικής Τέχνης και της Πινακοθήκης Γκίκα στο επιμελητικό πρόγραμμα της documenta14, με σκοπό να γίνουν οι συλλογές τους αναπόσπαστο μέρος της συνολικής περιήγησης, προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον για νέες αναγνώσεις «ιστορικών» συλλογών με ενδιαφέρουσες προοπτικές για το μέλλον. Σε σχέση με το πεδίο των τεχνών γενικότερα, η documenta στην Αθήνα πυροδότησε μια ανανεωμένη σχέση με την πόλη αλλά και μια κριτική εγρήγορση: αυτές είναι νομίζω δύο από τις σημαντικότερες παρακαταθήκες της διοργάνωσης, που ενδέχεται να τροφοδοτήσουν μετατοπίσεις στο θεσμικό τοπίο των τεχνών, στην καλλιτεχνική παραγωγή και την πρόσληψή της, στην εκθεσιακή πρακτική. Τέλος, σε όλους εμάς τους κατοίκους της πόλης, τους επισκέπτες και θεατές, η documenta14 θα αφήσει σίγουρα ένα ζωντανό υλικό προς αναστοχασμό, καθώς και την εμπειρία μιας προσωπικής διαδρομής μέσα από τα έργα και τις αθηναϊκές τους διαδρομές.

Ανέδειξε καλλιτέχνες

Θεόφιλος Τραμπούλης, κριτικός τέχνης

Ο κριτικός παροξυσμός που συνόδεψε την documenta14 από την πρώτη της κιόλας εμφάνιση τον Σεπτέμβριο στο Πάρκο Ελευθερίας δεν μας επέτρεψε να δούμε μερικές πολύ σημαντικές καλλιτεχνικές, πολιτικές και θεσμικές στιγμές της διοργάνωσης. Χωρίς ιεράρχηση, παραθέτω τρεις που θα άξιζε να μελετήσουμε πιο προσεκτικά, ειδικά σε σχέση με την καλλιτεχνική και πολιτική ζωή της Ελλάδας. Κατ’ αρχάς, την ανάδειξη σπουδαίων καλλιτεχνών από την Αλβανία, όπως τον Edi Hila. Εκτός από τις άλλες συνιστώσες της και τη συσχέτισή της ευρύτερα με τη δύναμη που είχε το ακοίμητο εργαστήριο τέχνης και προπαγάνδας του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (άλλος σπουδαίος καλλιτέχνης της d14, από την Πολωνία αυτή τη φορά: ο Andrzej Wrόblewski), η συστηματική αυτή έκθεση ήταν μια καλλιτεχνική και ιστορική επαναδιαπραγμάτευση μιας εικοσιπενταετίας επίσημης και ανεπίσημης φοβικής αντιμετώπισης της Αλβανίας ως τον κατεξοχήν άλλον. Δευτερευόντως, τη στρατηγική επιλογή της d14 να συνεργαστεί αποκλειστικά με δημόσιους φορείς, όπως η Σχολή Καλών Τεχνών ή η ΕΡΤ. Οπωσδήποτε η επιλογή αυτή είναι μια θέση της d14 στον ολοένα και πιο κρίσιμο διάλογο για τη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού, καθώς την τελευταία δεκαετία οι δημόσιοι φορείς συστηματικά υποχρηματοδοτήθηκαν και απαξιώθηκαν. Τρίτον, πρότεινε έναν υπονομευτικό κανόνα της σύγχρονης ελληνικής κουλτούρας όχι αναζητώντας το ήσσον αλλά αναδεικνύοντας τις διαβρωτικές, παραγνωρισμένες δυνάμεις που διαθέτει το μείζον, όπως στις περιπτώσεις του Τσαρούχη, του Χρήστου ή του Δεσποτόπουλου, συνδέοντάς τους με τον Χρήστο Παπούλια, την Εύα Στεφανή ή τον Κωνσταντίνο Χατζηνικολάου. «Μαθαίνοντας από την Αθήνα» σημαίνει πως όποιος μαθαίνει από την Αθήνα, όση συγγένεια κι αν έχει με την Αθήνα, ορίζει την Αθήνα σαν κάτι διαφορετικό από αυτόν. Ο τίτλος επαναλαμβάνει την αμφιθυμία απέναντι στον κοντινό άλλο, εκείνον που θέλει να εντάξει στις δομές του με τη μετέωρη πάντα απειλή της αποπομπής, διότι ο κύριος λόγος ένταξής του είναι η διαφορά του.

Η δημιουργική ορμή

Κωστής Κορνέτης, ερευνητής CONEX-Marie Curie στο

Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Carlos III της Μαδρίτης

Η documenta 14 της Αθήνας δημιούργησε από την πρώτη στιγμή μεγάλες αντιδράσεις όταν με διακηρυκτικό τρόπο και πριν καν ξεκινήσουν οι δράσεις της εξέδωσε ένα μανιφέστο με τον προβοκατόρικο τίτλο “«Learning from Athens», όπου έκανε λόγο για τη σύζευξη πολιτικής και τέχνης. Η ιδέα ήταν πως θα έδινε βήμα σε καλλιτεχνικές φωνές από καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες και κατηγορίες παγκοσμίως. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η Αθήνα της κρίσης θεωρήθηκε ο κατεξοχήν τόπος όπου θα μπορούσαν να ξεδιπλωθούν παρόμοιες εικαστικές δράσεις. Η προγραμματική αυτή ατζέντα της διοργάνωσης, σε συνδυασμό με τη γερμανική χορηγία, την κατέστησε ευάλωτη σε κατηγορίες, εν πολλοίς άδικες, όχι μόνο από κριτικούς και αναλυτές αλλά και από αντιεξουσιαστές των Εξαρχείων, για οριενταλισμό και την εισαγωγή μιας νεο-αποικιακικής ματιάς στα καλλιτεχνικά πράγματα. Θεωρώ, αντιθέτως, πως η documenta έβγαλε την Αθήνα από τον απομονωτισμό της κρίσης φέρνοντάς τη σ’ επαφή με ξένους επιμελητές και δημιουργούς, που πέρα από τα όποια λάθη και παραβλέψεις τους –που εν πολλοίς οφείλονταν στην έλλειψη γνώσης για το πλαίσιο –κόμισαν μια διεθνή ματιά πάνω στα ελληνικά πράγματα. Επιπλέον, δεν θα μπορούσε να παραβλέψει κανείς πως κατέστησαν τη χώρα μας για λίγο καιρό το επίκεντρο του σύγχρονου καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος. Ώς και το γεγονός πως οι εκατό μέρες της εικαστικής διοργάνωσης και η προετοιμασία που προηγήθηκε προκάλεσαν τη δημιουργία μια εναλλακτικής πλατφόρμας συζήτησης με τον σαρκαστικό τίτλο «Learning from documenta», καταδεικνύει πως τελικά η documenta απελευθέρωσε μια δυναμική με δημιουργική ορμή, ακόμα και σε επίπεδο αντιδράσεων. Αλλωστε αυτό δεν ήταν αυτό που πάντα ήθελε η συγκεκριμένη έκθεση από τότε που πρωτοδημιουργήθηκε στο Κάσελ της Γερμανίας το 1955; Να προκαλεί και να ταράζει τα νερά;