Αργησα να τον γνωρίσω και να συνδεθώ προσωπικά μαζί του. Βέβαια, από τα πρώτα χρόνια των σπουδών μου στη Γεωπονική Σχολή Αθηνών, είχα πληροφορηθεί για έναν ιδιόρρυθμο επιστήμονα με κοντά κουρεμένα μαλλιά και γκαμπαρντίνα με σηκωμένους γιακάδες χειμώνα – καλοκαίρι. Τον έβλεπα καθημερινά να πηγαινοέρχεται βιαστικά, σχεδόν τρέχοντας, από το εργαστήριό του της Γεωργικής Χημείας στο κεντρικό κτίριο της Σχολής.

Αρχές της δεκαετίας του 1960, επισκέφθηκα τον επιμελητή Θεόφιλο Φραγκόπουλο στο απόμερο Εργαστήριο Γεωργικής Χημείας που διηύθυνε. Γρήγορα διαπίστωσα ότι ήταν ένας άνθρωπος με πολλά ενδιαφέροντα και ολική ορατότητα, πνευματικά καλλιεργημένος με ιδιαίτερο χιούμορ και πολύ κοντά στη φοιτητική ψυχολογία. Δεν θυμάμαι, δεν είχε –φαίνεται –για μένα σημασία, ποιος μεσολάβησε και έκανε τις συστάσεις όταν τον επισκέφθηκα στο Εργαστήριο. Συμβαίνει μερικές φορές με κάποιους ανθρώπους να νομίζουμε ότι τους ξέρουμε πριν ακόμη τους γνωρίσουμε, σαν να ζήσαμε μαζί τους σε παρελθόντα χρόνο. Η σχέση μου μαζί του ήταν από την αρχή όπως δύο παλιών γνωρίμων που τους χώριζε βέβαια κάποια διαφορά ηλικίας.

Η πρώτη επίσκεψη στο γραφείο, η μορφή του και ο περιβάλλων χώρος παραμένουν στη μνήμη μου μέχρι σήμερα. Υπήρξε μάλιστα μια φωτογραφία που, αν και τραβήχτηκε αργότερα, ακινητοποίησε εκείνη την εικόνα. Σ’ αυτή γυρνάει ο νους μου όταν τον σκέφτομαι, αφετηρία και τέλος. Η φωτογραφία αυτή που μοιάζει να γίνεται συγχρόνως η επικεφαλίδα και η κατακλείδα της ζωής του, η υπερηφάνεια ενός ευαίσθητου επιστήμονα και οι ενοχές των φίλων του, ο τίτλος και το επίκεντρο της αφήγησής μου, έχει τη μικρή της ιστορία.

Εκτός από τα μαθήματα και το πρόγραμμα σπουδών, ενδιαφερόμασταν τότε και για τις συνθήκες της φοιτητικής ζωής, όπως η κατάσταση των αιθουσών και των εργαστηρίων, η εστία και τα μαγειρεία, το κυλικείο κ.ά. Ο αξέχαστος συνάδελφος Μιχάλης Μεϊμάρης –ο γνωστός αργότερα εκδότης –ανέλαβε, εξοικειωμένος με τη μηχανή, να φωτογραφίσει τους χώρους. Επισκεπτόμενος το Εργαστήριο Γεωργικής Χημείας, που το θεωρούσαμε υπόδειγμα ευταξίας και λειτουργικότητας, περιέλαβε στη φωτογράφιση και τον Θεόφιλο Φραγκόπουλο. Εντελώς ασυνήθιστη ενέργεια για τα ήθη της εποχής. Τα μέλη του διδακτικού προσωπικού δεν ξέρω ποτέ να φωτογραφίστηκαν από φοιτητές, αυτό γινόταν μόνο από διαπιστευμένο φωτογράφο που συμμετείχε και στις διάφορες εκπαιδευτικές εκδηλώσεις. Ο επιμελητής όχι μόνο δέχτηκε να φωτογραφιστεί, αλλά και ποζάρισε καθισμένος στο γραφείο του. Ποιος θα το φανταζόταν πως εκείνη η φωτογραφία θα αποδεικνυόταν η μοναδική που σώθηκε και ότι, μετά το 1969, λόγω του γνωστού τραγικού τέλους του, θα αποκτούσε και ιστορικό ενδιαφέρον. «Είχε πρωθύστερη η μορφή του σημασία».

Οι τακτικές συναντήσεις στη Γεωπονική ή στο σπίτι του συνεχίστηκαν μέχρι τον Ιανουάριο του 1968, οπότε στρατεύθηκα και έχασα κάθε επαφή μαζί του. Υπηρετούσα στη Βέροια όταν ένα πρωινό, τέλος Μαρτίου 1969, έφτασε από έναν συνάδελφο στην Αθήνα το θλιβερό μαντάτο: αυτοκτόνησε ο Θεόφιλος Φραγκόπουλος. Τον επόμενο χρόνο, μόλις απολύθηκα, έσπευσα να ερευνήσω τις συνθήκες και τους λόγους που οδήγησαν τον αγαπημένο μας δάσκαλο και φίλο στην ύστατη πράξη. Πρώτα επισκέφθηκα τη μητέρα του, την οποία γνώριζα από τις συναντήσεις στην οδό Σκουφά, όταν έμενε προσωρινά με τον γιο της. Είχε μετακομίσει στη νεόκτιστη πολυκατοικία της Καρνεάδου 19. Ηταν ολιγομίλητη, αναφερόταν στον Θεοφιλάκο της και στις παραξενιές του σαν να ήταν παρών. Για το γεγονός δεν έκανε κουβέντα. Επανήλθα στη Γεωπονική γιατί είχα αφήσει κάτι υπόλοιπα μαθημάτων και συνέλεξα πολλές πληροφορίες. Τον νεκρό είχε βρει το πρωί της Παρασκευής 28 Μαρτίου 1969 ο Κώστας Δάλλας: «Τον είδα γερμένο στο γραφείο του, είχε χτυπήσει στο πρόσωπο, θα πρέπει να ήπιε το φάρμακο όρθιος και απότομα να έπεσε. Είχε αφήσει ιδιόχειρο σημείωμα. Το χαρτί το πήρε η Ασφάλεια και το έβαλε σ’ έναν φάκελο, δεν τον κατέστρεψε, όπως είπαν κάποιοι». Διατύπωσα στο παρελθόν την άποψή μου για το τραγικό γεγονός και την παραθέτω ως έχει: ήταν απόλυτος στις ιδέες του, με έμφυτη ευγένεια και απρόθυμος για ελιγμούς. Η ανάκρισή του στην Ασφάλεια την προηγουμένη του τραγικού τέλους ήταν για τον υπερήφανο επιστήμονα, γιο ναυάρχου, αβάσταχτη δοκιμασία. Τον έλεγχο που του άσκησε ένας βάναυσος αστυνομικός (Κ. Καραπαναγιώτης;) θεώρησε υψίστη ταπείνωση, εξευτελισμό, εκμηδένιση.

Επαναφέρω σ’ αυτό το σημείο τη φωτογραφία του Μιχάλη Μεϊμάρη που είχε απαθανατίσει, λίγα χρόνια πριν, τον Θεόφιλο Φραγκόπουλο στο γραφείο του, εκεί ακριβώς όπου επέλεξε ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή, με μια πράξη που στρεφόταν ευθέως κατά του καταπιεστικού καθεστώτος. Ηταν ο μοναδικός νεκρός της δικτατορίας μέσα σε πνευματικό ίδρυμα. Η ημερομηνία συμπίπτει με τη δήλωση του Γιώργου Σεφέρη της 28ης Μαρτίου 1969, η οποία κατέληγε: «Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή».

Από τα τεκμήρια της αυτοχειρίας έλειπε το χειρόγραφο σημείωμα. Το βρήκα μετά την πτώση της δικτατορίας στον φάκελο της υπόθεσης που φυλασσόταν στο Αρσάκειο. Αξιοποιήθηκε πολλαπλώς και έτυχε μεγάλης δημοσιότητας. Περιείχε δύο έννοιες: «Καλύτερα να πεθαίνεις όρθιος, παρά να ζεις γονατιστός» και «Οι φίλοι μου να εκδικηθούν τον θάνατό μου». Ο ποιητής και κριτικός Τέλλος Αγρας αναλύει εις βάθος τις δύο έννοιες στην περίπτωση του συνομηλίκου του αυτόχειρα Κώστα Καρυωτάκη. Το πρώτο αξίωμα απηχεί την ιδέα της αυτοκτονίας στην Ευρώπη που «βγαίνει μέσα από τη στωική φιλοσοφία, από τον Επίκτητο και τον Μάρκο Αυρήλιο, ωσάν μια διαμαρτυρία της εσωτερικής ελευθερίας και αυτοδιαθέσεως, ωσάν μια κύρωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας». Το δεύτερο αξίωμα σχετίζεται με την τελετουργική ιαπωνική αυτοκτονία που έχει τον χαρακτήρα διαμαρτυρίας και εκδίκησης.

Υπάρχουν πρόσωπα που η διαδρομή τους ολοκληρώνεται με τον θάνατό τους και οι αναφορές γίνονται στη βιοεργογραφία τους. Με τον Θεόφιλο Φραγκόπουλο δεν συμβαίνει το ίδιο. Ο χώρος, ο τρόπος και η κρίσιμη ώρα που διάλεξε να φύγει απ’ τη ζωή, η αναγεννησιακή και μυστηριακή του προσωπικότητα, καθώς και η επιρροή που άσκησε στους γύρω του ανανεώνουν διαρκώς το ενδιαφέρον και διατηρούν ζωντανή τη μνήμη του. Φέτος, εκατό χρόνια από τη γέννηση και περίπου πενήντα από τον θάνατό του, ήρθε η ώρα να γίνει μια συνθετική εργασία για «το πιο τίμιο –τη μορφή του».