Υπό μια έννοια, πρόκειται για αλλαγή μοντέλου που συνδέεται με την απώλεια του μεταπολεμικού μονοπωλίου της κυβερνητικής εξουσίας. Εως τα μέσα της δεκαετίας του ’80 η συντηρητική παράταξη δεν είχε δομές στον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στον οποίο κυριαρχούσαν το Κέντρο και η Αριστερά, με στελέχη που εξέφραζαν προδικτατορικά την ΕΔΑ και στη μεταπολιτευτική περίοδο το ΚΚΕ. Τον συντηρητισμό σε δήμους και κοινότητες επεδίωκαν να εκπροσωπήσουν απομεινάρια της δικτατορίας, τύπου Σκυλίτση, τα οποία δεν έβρισκαν πρόσβαση στο επίσημο κόμμα και στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Σχεδόν αναγκαστικά, η ΝΔ προσπάθησε να αλλάξει το μοντέλο από πάνω προς τα κάτω. Στελέχη, όπως για παράδειγμα ο Σταύρος Μπένος, με εκκίνηση, υπεραξία και πανελλαδική αναγνωρισιμότητα από το αυτοδιοικητικό πεδίο, δεν υπήρχαν στο γαλάζιο στερέωμα –η εγχώρια Δεξιά έπρεπε να επιστρατεύσει υποψηφίους από την κομματική βιτρίνα. Κάπως έτσι, Εβερτ, Ανδριανόπουλος και Κούβελας, μετακόμισαν το 1986 από τη Βουλή στα δημαρχεία Αθήνας, Πειραιά και Θεσσαλονίκης, αντιστοίχως. «Η Αυτοδιοίκηση είχε νικήσει», κατά την ιστορική δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου –κι επιπλέον, ανακάλυπτε και τον συντηρητισμό. Η στροφή υπήρξε κρίσιμη για ένα κόμμα που έπρεπε να συνηθίσει και τη μακρά παραμονή στα έδρανα της αντιπολίτευσης, αλλά χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν δύο δεκαετίες για να αναδειχθούν γαλάζια στελέχη από την αυτοδιοικητική βάση. Ο Δημήτρης Αβραμόπουλος και η Ντόρα Μπακογιάννη ήταν επίσης επιλογές που επιβλήθηκαν από τα πάνω, σε ένα κόμμα που δεν είχε να μοιράσει κυβερνητικές θέσεις.
Το πρόβλημα για την κομματική έδρα είναι ότι η εμφάνιση και εδραίωση αυτοδιοικητικών στελεχών, με αυτονομία κινήσεων και τους δικούς τους τοπικούς στρατούς, αποτελεί το πρόπλασμα για «αντάρτικα» και μεγάλες εσωκομματικές συγκρούσεις όταν οι άνωθεν επιλογές διαφέρουν και η κεντρική στρατηγική κινείται σε άλλη κατεύθυνση. Η περίπτωση του Γιώργου Πατούλη θα πρέπει να ιδωθεί και από αυτή την οπτική γωνία, ανεξάρτητα από τις προσωπικές φιλοδοξίες και την υστεροβουλία του δημάρχου Αμαρουσίου. Αν δεν ήταν αυτός θα ήταν κάποιος άλλος που θα αποφάσιζε να δοκιμάσει την κομματική ηγεσία, σε μια περίοδο που αρκετοί προβεβλημένοι γαλάζιοι σκέφτονται να ρίξουν τη δική τους ζαριά σε δήμους και περιφέρειες. Οχι πλέον για λόγους πολιτικής επιβίωσης, αλλά για ανέλιξη και νομή ενός κομματιού της εξουσιαστικής πίτας που δεν είναι αμελητέο. Το γνωρίζουν καλά ο Απόστολος Τζιτζικώστας και ο Πέτρος Τατούλης, όπως και ο Νικήτας Κακλαμάνης, ο οποίος στις τελευταίες κάλπες ήταν «αντάρτης» στην Αθήνα, βγάζοντας νοκάουτ την παράταξη κι εκτός δεύτερου γύρου.
Η γενικότερη εκτίμηση στο γαλάζιο επιτελείο ότι πίσω από τη θερινή εκστρατεία Πατούλη για μια «Αθήνα, πρωτεύουσα ξανά» κρύβεται ένα διαπραγματευτικό σχέδιο που θα εξασφάλιζε άλλα προνόμια, ας πούμε μια υποψηφιότητα για την Περιφέρεια Αττικής, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι έχει προσεγγίσει τις προσδοκίες του δημάρχου που μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στο Μαρούσι, την προεδρία της ΚΕΔΕ και την προεδρία του Ιατρικού Συλλόγου Αθήνας. Κάποιος έχει πείσει τον Πατούλη ότι μπορεί να είναι ο επόμενος δήμαρχος Αθηναίων –εξού και η μετωπική με τον Καμίνη, τον οποίο αντιμετωπίζει και ως εφεδρεία του εγχώριου οικονομικού φιλελευθερισμού. Η προετοιμασία, άλλωστε, έχει ξεκινήσει διακριτικά από τις αρχές της περασμένης άνοιξης, μέσα από στοχευμένες επισκέψεις σε ενορίες και αθηναϊκές γειτονιές, όπου το ακροατήριο γινόταν κοινωνός των αναμνήσεων ενός «λαϊκού παιδιού» από τα Πετράλωνα.
Ο Πατούλης κινείται έξω από τον σχεδιασμό της Πειραιώς, με την πεποίθηση ότι είναι ένας πολιτικός Μίδας που ό,τι πιάνει γίνεται χρυσάφι. Από την εποχή που οργάνωσε τους νέους γιατρούς, οι κάλπες είναι ευνοϊκές μαζί του. Οι ιστορίες για χρυσά πόμολα και χρυσά σερβίτσια θα συνταιριάξουν με μια παλαιομοδίτικη καμπάνια, ενώ η ανταλλαγή e-mail με παροικούντες τον Λευκό Οίκο του Τραμπ θα μπορούσε να προσθέσει λάμψη, θαμπώνοντας το κοινό πρωινάδικων και τηλε-αγορών. Το ακροατήριο δεν είναι μικρό.