Νέα συζήτηση για τη σημασία του δημοψηφίσματος έχει ανοίξει με αφορμή τις προθέσεις που (φαίνεται να) έχει η κυβέρνηση για τη χρησιμοποίησή του στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Βεβαίως, όπως ορθώς επιχειρηματολόγησε ο Βαγγέλης Βενιζέλος, «δημοψήφισμα για το Σύνταγμα, ακόμη και συμβουλευτικό, είναι αντισυνταγματικό». Πρόκειται ουσιαστικά, όπως είπε, για «συνταγματικό λαϊκισμό». Αλλά γενικότερα φαίνεται ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θέλει να γενικεύσει τη χρήση τού δημοψηφίσματος ως μέσου άμεσης δημοκρατίας μέσω της σχεδιαζόμενης αναθεώρησης του Συντάγματος. Ωστόσο, η χρήση του δημοψηφίσματος θα πρέπει να γίνεται «με φειδώ και περίσκεψη», καθώς σε διαφορετική περίπτωση όχι μόνο δεν διευρύνει τα όρια της δημοκρατίας, αλλά αντίθετα μπορεί να υπονομεύσει καίρια τους κοινοβουλευτικούς, δημοκρατικούς θεσμούς. Ελάχιστα θέματα είναι επιδεκτικά μιας δημοψηφισματικής απάντησης ενός «ναι» ή «όχι» με στοιχειώδη ορθολογικά κριτήρια. Με την αναγκαία γνώση για υπεύθυνες αποφάσεις. Η ευρωπαϊκή εμπειρία προσφέρει χρήσιμα μαθήματα που καλό θα είναι να τα λάβουμε σοβαρά υπόψη.
Η χρήση του δημοψηφίσματος στον ευρωπαϊκό χώρο δεν έγινε «με φειδώ και περίσκεψη». Αντίθετα, έγινε με πολιτική απερισκεψία και με πολιτικές σκοπιμότητες, γεγονός που είχε ως συνέπεια να υπονομεύσει τελικά τη νομιμοποίηση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά και σε κάποιον βαθμό την ευρωπαϊκή κοινοβουλευτική, αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Ειδικότερα στον ευρωπαϊκό χώρο, η χρήση των δημοψηφισμάτων έγινε κυρίως για την επικύρωση ενοποιητικών Συνθηκών (Συνθήκη Ευρωπαϊκής Ενωσης – Maastricht, Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, Συνθήκη Νίκαιας, Συνθήκη Λισαβόνας) ή για την προσχώρηση ή μη χώρας σε ενοποιητικά σχήματα όπως αυτό της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης – ΟΝΕ (Σουηδία, Δανία). Εκτίμησή μου είναι ότι όλα αυτά τα θέματα δεν είναι επιδεκτικά μιας δημοψηφισματικής απάντησης με ένα «ναι» ή «όχι». Είναι θέματα που απαιτούν ενδελεχή, ορθολογική συζήτηση που μπορεί να διεξαχθεί μόνο στο πλαίσιο των αντιπροσωπευτικών κοινοβουλευτικών σωμάτων. Λόγω της απουσίας μιας τέτοιας συζήτησης, ο πολίτης χρησιμοποιεί την ψήφο του στο δημοψήφισμα όχι για να αποφανθεί πάνω στο ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει, αλλά συνήθως σε ένα διαφορετικό ερώτημα. Και βεβαίως στις περισσότερες περίπτωσεις η λεκτική διατύπωση (το wording) του ερωτήματος (προ)καθορίζει το αποτέλεσμα ή θέτει τον πολίτη μπροστα σε ανυπέρβλητα διλήμματα ηθικού περιχεχομένου.
Στην περίπτωση π.χ. του δημοψηφίσματος για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα στη Γαλλία (Μάιος 2005), έρευνα έδειξε ότι οι πολίτες στη μεγάλη τους πλειοψηφία ψήφισαν αρνητικά («όχι») γιατί πρωτίστως ήθελαν να αποδοκιμάσουν τη μεγάλη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που είχε συντελεσθεί έναν χρόνο πριν, τον Μάιο 2004 («σύνδρομο του πολωνού υδραυλικού») καθώς και την πολιτική του προέδρου Ζ.ακ Σιράκ και όχι το Ευρωπαικό Σύνταγμα αυτό καθαυτό. Ωστόσο, το τελικό θύμα της διαδικασίας αυτής υπήρξε το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Το ελληνικό δημοψήφισμα του Ιουνίου 2015 δείχνει επίσης γιατί δεν μπορεί να καλείται ο πολίτης να αποφανθεί σε ένα περίπλοκο τεχνικό ζήτημα και μάλιστα με το ερώτημα εν μέρει διατυπωμένο στην αγγλική γλώσσα!
Η περίπτωση του δημοψηφίσματος για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση (Brexit) εμφανίζεται να είναι κάπως διαφορετικής κατηγορίας. Το ερώτημα («έξω» ή «μέσα» στην Ενωση) εμφανίζεται περισσότερο επιδεκτικό δημοψηφισματικής απάντησης. Αν και στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι η δημοψηφισματική διαδικασία επέτρεψε την προβολή ενός απλουστευτικού και εν πολλοίς δημαγωγικού και λαϊκίστικου λόγου, κυρίως από τους υποστηρικτές της εξόδου (Brexiteers). Ετσι οι πολίτες με ισχνή πλειοψηφία τάχθηκαν υπέρ του Brexit, αλλά χωρίς να γνωρίζουν ακριβώς τι είδους Brexit ήθελαν, ήπιο, σκληρό, τι; Το αποτέλεσμα είναι ότι αυτή τη στιγμή επικρατεί χάος στη σχετική διπραγμάτευση. Είναι ακριβώς αυτή η πτυχή της δημοψηφισματικής διαδικασίας, η προβολή δηλαδή του απλοστευτικού, δημαγωγικού λόγου που έχει οδηγήσει στην διατύπωση της άποψης, σύμφωνα με την οποία τα δημοψηφίσματα στην Ευρώπη έχουν συμβάλει στην άνοδο του λαϊκισμού και ευρωσκεπτικισμού και στην υπονόμευση της κοινοβουλευτικής, αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας…