Είναι ένα ερώτημα που τίθεται επιτακτικά μετά τις ανοίκειες επιθέσεις στη Δικαιοσύνη και τον ευτελισμό της κοινοβουλευτικής διαδικασίας μέσω του πρωτοφανούς καταιγισμού τροπολογιών: Πού αποσκοπεί η κυβέρνηση κακοποιώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τους θεσμούς της δημοκρατίας; Η απάντηση είναι προφανής. Σε μια ωμή επίδειξη ισχύος εις βάρος των άλλων δύο εξουσιών, της νομοθετικής και της δικαστικής. Σε μια σαφή δήλωση ότι τίποτε δεν κατισχύει των απόψεων και των επιθυμιών των κυβερνώντων –ούτε καν τα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας.
Πρόκειται ασφαλώς για μια θεώρηση επικίνδυνη για τη δημοκρατία. Για μια αντίληψη εξουσιαστικού υπερσυγκεντρωτισμού, για ένα εξουσιαστικό ήθος ασύμβατο με τη δημοκρατική τάξη. Οι φορείς αυτού του ήθους εχθρεύονται τους φορείς άλλων εξουσιών, όπως στην περίπτωση της Δικαιοσύνης, ή χρησιμοποιούν κατά το δοκούν τις δημοκρατικές διαδικασίες για να επιτύχουν τις επιδιώξεις τους, όπως συνέβη στην περίπτωση της Βουλής, όπου ο κυβερνητικός συνασπισμός ξεπέρασε τα εσκαμμένα υποχρεώνοντας τα κόμματα της αντιπολίτευσης να αποχωρήσουν.
Προφέρει ένα είδος παρηγοριάς το γεγονός ότι οι θεσμοί αντιδρούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στην κακοποίησή τους. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι οι κυβερνώντες απαλλάσσονται από τις βαρύτατες ευθύνες που φέρουν. Ο ενδοθεσμικός πόλεμος που έχουν κηρύξει σε όλα τα μέτωπα τραυματίζει ανεπανόρθωτα τη δημοκρατία, διαβρώνει τα θεμέλιά της, υπονομεύει την ουσία της. Η κυβέρνηση από αυτήν την άποψη δεν είναι μόνο πολιτικά υπόλογη, είναι και κοινωνικά. Γιατί οι πολίτες αυτής της χώρας έχουν κακοποιηθεί στο παρελθόν για την υπεράσπιση αυτής της ματωμένης δημοκρατίας.