Τον Ιούλιο του 1987 κοιμήθηκα αγκαλιά με ένα κορίτσι και ξύπνησα έχοντας στο πλευρό μου μία κότα.
Ασφαλώς και δεν μιλάω μεταφορικά –δεν θα καταδεχόμουν ένα τόσο ρατσιστικό και ανέμπνευστο ευφυολόγημα. Το λέω και το εννοώ. Το κορίτσι μου σηκώθηκε πριν από εμένα, χτύπησε φραπέ στο σέικερ και βγήκε να τον πιει στην τσιμεντένια βεράντα –με πανοραμική θέα στο Αιγαίο –έξω από το ενοικιαζόμενο. Μία τροφαντή πουλάδα, αλανιάρα στην κυριολεξία, τρύπωσε τότε στο δωμάτιο και με ένα σάλτο στρογγυλοκάθησε στο κρεβάτι μας. Τής γυάλισε η σχετική λευκότης των σεντονιών; Την έθελξε η δροσιά που παρήγε μουγκρίζοντας ο ανεμιστήρας τον οποίον είχαμε στρέψει –καύσωνας γαρ –καταπάνω μας; Σκόπευε, εφόσον βεβαιωνόταν ότι η φωλιά που μόλις είχε ανακαλύψει ήταν ασφαλής να προσκαλέσει και τις φιλενάδες της; Ετοιμαζόταν να γεννήσει αβγό; Ουδέποτε θα μάθουμε.
Με το που άνοιξα τα μάτια μου και την αντίκρισα, αγριεύτηκα, ίσως και να ‘βαλα καμιά φωνή, οπότε εκείνη έσπευσε να αποχωρήσει κακαρίζοντας ενοχλημένη. Η σπιτονοικοκυρά ασφαλώς και αρνήθηκε να απολογηθεί για το συμβάν. «Τι σε πείραξε, γιόκα μου, το πλάσμα του Θεού;» με επέπληξε αντιθέτως. «Για να μη σκάσουν απ’ τη ζέστη τούς ανοίγω το κοτέτσι κι εκείνες κάνουν καμιά βόλτα… Στην εξοχή βρίσκεσαι!».
Διανύαμε τη δεκαετία του ’80, η οποία λόγω απόστασης φαντάζει εντελώς αθώα. Ημασταν φοιτητές κι όσοι από εμάς δεν μαγεύονταν από το κάμπινγκ –να σε καλημερίζει ο ήλιος απ’ τις έξι το πρωί, να περιμένεις στην ουρά για να πλυθείς από μια βρύση που έσταζε με το σταγονόμετρο και την κύκλωναν σμήνη μελισσών -, όσοι θέλαμε κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μας, επαφιόμασταν στους ρουμλετάδες. Κάθε που έπιανε βαπόρι σε νησιώτικο λιμάνι, την έστηναν εκείνοι στον μόλο με πλακάτ «Rooms To Let» και ψώνιζαν πελάτες. Η ζήτηση ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν χρειαζόταν καν να παινέψουν τα ενδιαιτήματά τους προκειμένου να σου τα νοικιάσουν. Αρκεί να διέθεταν ένα ξεχαρβαλωμένο κρεβάτι και μια δική τους τουαλέτα και γίνονταν ανάρπαστα.
Εχω μείνει σε κάθε σχεδόν λογής κατάλυμα. Σε κάτασπρα κυκλαδίτικα σπιτάκια –ταμάμ για καρτ ποστάλ –και σε πλινθόκτιστα αυθαίρετα, πίσω από βενζινάδικα και μέσα στους αγρούς. Εχω κοιμηθεί πλάτη με πλάτη με τον φίλο μου τον Γιώργο σε νυφική παστάδα κάποιας άλλης εποχής, προπολεμική φωτογραφία μουστακαλή παππού σε ξύλινη κορνίζα, εργόχειρα χρυσοχέρας γιαγιάς να σκεπάζουν βαρύ κλειδωμένο μπουφέ. Εχω νιώσει τι σημαίνει φιλοξενία από καρδιάς –να σε ξεπροβοδίζουν όταν φεύγεις με μια αγκαλιά φρούτα από το μποστάνι τους –και τι θα πει «στοιβάζω όσους μπορώ, κακήν – κακώς, πουλάω φύκια για μεταξωτές κορδέλες για να κονομήσω πέντε δεκάρες παραπάνω…». Ολες οι νοοτροπίες, όλες οι συμπεριφορές συνυπήρχαν ανέκαθεν στην Ελλάδα.
Στα χαρισάμενα 90s και στα 00s τα «ενοικιαζόμενα δωμάτια» μάλλον παρήκμασαν. Οι παραθεριστές διέθεταν αρκετά φουσκωμένα πορτοφόλια, ώστε να επιλέγουν ξενοδοχεία με πισίνες ή έστω «στούντιο», στα οποία τα ψυγεία αποκαλούνταν μίνι μπαρ και τα έπιπλα αγοράζονταν ολοένα και συχνότερα από τα ΙΚΕΑ.
Με το ξέσπασμα της κρίσης, την εισοδηματική κατρακύλα, η ανάγκη για φθηνές διακοπές επανήλθε δριμύτερη. Με νέα πλέον μορφή. Ως AirBnB. Ολοένα και περισσότεροι διεθνώς διαθέτουν τα άδεια σπίτια τους –ή τα αδειάζουν για να τα διαθέσουν –μέσω Διαδικτύου. Το AirBnB φαντάζει αμοιβαία επωφελές. Εξυπηρετεί κάθε βαλάντιο, προσφέρει την απόλαυση του ταξιδιού ακόμα και σε εκείνους για τους οποίους η διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο είναι απαγορευτική. Δίνει, αφετέρου, ένα επιπλέον σεβαστό εισόδημα ώς και σε μικροϊδιοκτήτες γης. Αντί να εκμισθώνεις με τον μήνα το δυάρι που σού άφησε η θεία σου στο Κουκάκι και να αγωνιάς για το αν θα σε πληρώσουν, το παραχωρείς με την εβδομάδα έναντι πολλαπλάσιου αντιτίμου και κρατάς το κεφάλι σου ήσυχο. Και αν δεν έχεις τη δυνατότητα να ξεσπιτωθείς, μπορείς να νοικιάσεις ένα μονάχα δωμάτιο και το δικαίωμα χρήσης κουζίνας και λουτρού. Ή ακόμα και έναν καναπέ στο σαλόνι σου –υπάρχει η σεβαστή κατηγορία των «couch surfers», οι οποίοι βολεύονται ευχαρίστως ανάμεσα στο πιάνο και στο σύνθετο, είναι κατά κανόνα ευγενέστατοι, έχουν αφομοιώσει στην εντέλεια τους κώδικες συμπεριφοράς του μοναχικού περιηγητή…
Μόνο που… Μόνο που ο μεγάλος χαμένος, προς το παρόν, δεν είναι τα ξενοδοχεία, αλλά όσοι από τους μόνιμους κατοίκους κάθε δημοφιλούς προορισμού δεν διαθέτουν δική τους στέγη και δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο να βρουν να νοικιάσουν. Διότι, στον καιρό του AirBnB, ποιος σπιτονοικοκύρης θα τους προτιμήσει για λιγότερο από τριάντα ευρώ την ημέρα; Σε ένα θέρετρο της Ισπανίας ο πληθυσμός ήδη αντέδρασε. «Καλώς ήρθες, ξένε!» γράφει μεγάλη πινακίδα που αναρτήθηκε στον δρόμο από το αεροδρόμιο. «Απόλαυσε τα σπίτια απ’ τα οποία μας έβγαλαν για να μείνεις εσύ…».
Ισως να μην απέχουμε πολύ από την εποχή που οι τουρίστες θα καταλαμβάνουν ό,τι είναι ευήλιο και ευάερο και οι ντόπιοι θα στριμώχνονται όπως όπως. Θα κοιμούνται αγκαλιά με τις κότες.