Από την πρώτη μέρα της εκλογής του Κυριάκου Μητσοτάκη στην προεδρία της ΝΔ, ολόκληρος ο μηχανισμός επικοινωνιακής πολιτικής του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, συνεπικουρούμενος από την πλειοψηφία των συστημικών Μέσων, οργανώθηκε γύρω από την ιδέα της προβολής ενός «νέου κι άφθαρτου προσώπου», το οποίο κομίζει «νέες» ιδέες και προτάσεις στο εγχώριο πολιτικό σύστημα. Βέβαια, η επικοινωνιακή υπερπροβολή του κ. Μητσοτάκη ως «νέου» είχε και έχει να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο εμπόδιο: να αποσιωπήσει ένα πασίδηλο γεγονός, από τη στιγμή που ο ίδιος είναι γόνος μιας από τις ιστορικότερες πολιτικές οικογένειες του τόπου, γιος πρωθυπουργού, αδελφός υπουργού, εξάδελφος βουλευτών, ενώ και ο ίδιος είχε διατελέσει υπουργός, και μάλιστα πρόσφατα.
Από μια αριστερή σκοπιά, όλα αυτά δεν έχουν τόση σημασία, εφόσον τα πρόσωπα στην πολιτική εκπροσωπούν ιδέες, αξίες, συλλογικά συμφέροντα. Αυτό στο οποίο οφείλει κανείς να επικεντρωθεί είναι οι προγραμματικές διακηρύξεις, η ιδεολογική ταυτότητα, οι προτάσεις για την επόμενη μέρα της ΝΔ του κ. Μητσοτάκη. Και εκεί ακριβώς θα πρέπει να ψάξουμε την απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε ως τίτλο. Αυτή τη στιγμή το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προβάλλει δύο αντιφατικές ταυτότητες. Από τη μια, το οικονομικό της πρόγραμμα είναι ο ορισμός του νεοφιλελευθερισμού. Διάλυση του ήδη αποσαθρωμένου κοινωνικού κράτους, κατάργηση κάθε κοινωνικής προστασίας για τους οικονομικά αδύναμους, απολύσεις, περιστολή εργασιακών δικαιωμάτων. Ενα τέτοιο πρόγραμμα, βγαλμένο λες από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, επ’ ουδενί δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας νεωτερισμός τρεις δεκαετίες αργότερα. Το γεγονός, μάλιστα, ότι προτείνονται ως νέες απαντήσεις οι πολιτικές που οδήγησαν στην κρίση προσθέτει ένα στοιχείο τραγικού αδιεξόδου σε αυτό το διάβημα, με πολύ οδυνηρές συνέπειες για την κοινωνία.
Αυτό το απολύτως νεοφιλελεύθερο οικονομικό πρόγραμμα συνοδεύεται από επικλήσεις στις αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού, σε έναν σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, σε μια «ανοιχτή κοινωνία», σε συνεχείς εγγυήσεις της δημοκρατικής νομιμότητας και της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, η οποία απειλείται, δήθεν, από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Κι εδώ ερχόμαστε ακριβώς στη δεύτερη ταυτότητα της ΝΔ του κ. Μητσοτάκη. Αν η πρώτη θα μπορούσε να προσωποποιηθεί από τον έναν αντιπρόεδρό της, τον κ. Χατζηδάκη, η δεύτερη εικονογραφείται ανάγλυφα από τον δεύτερο, τον κ. Γεωργιάδη. Πρόκειται, φυσικά, για το ακροδεξιό προφίλ της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αντικομμουνισμός, κινδυνολογίες περί σοβιετικού καθεστώτος, τρομολαγνεία, αντιπροσφυγικός λόγος, διαρκής επίκληση ενός κινδύνου αφελληνισμού της χώρας, ένας λόγος που προέρχεται από τη δεκαετία του 1950, από τα πιο τεταμένα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Η Αριστερά ως «εχθρός της ελευθερίας», σύμφωνα με την αποκαλυπτική της ιδεολογίας του διατύπωση του κ. Βορίδη, ανήμερα μάλιστα της επετείου αποκατάστασης της δημοκρατίας.
Από μια μικροπολιτική σκοπιά, οι δυο ταυτότητες της Νέας Δημοκρατίας θα μπορούσαν να ιδωθούν ως μια προσπάθεια άντλησης ψήφων από το Κέντρο και την άκρα, νεοναζιστική Δεξιά. Είναι όμως, εντέλει, μόνο ψηφοθηρικοί οι λόγοι αυτής της διπλής ταυτότητας; Από μια ευρύτερη, ιστορική σκοπιά, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο οι επιθετικές νεοφιλελεύθερες οικονομικά πολιτικές να συνοδεύονται κι από αυταρχικές πολιτικές στο πεδίο της κοινωνίας και των δικαιωμάτων.
Ολα τα παραπάνω δείχνουν, έμπρακτα, ότι η διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς είναι απολύτως υπαρκτή, σε όλα τα επίπεδα, διαψεύδοντας όσους τη θεωρούν ως έναν αναχρονισμό, ως κάτι το ξεπερασμένο. Οδηγούν, όμως, και σε ένα άλλο ερώτημα προς απάντηση. Είναι δυνατόν οι πολιτικές δυνάμεις που τοποθετούνται στην Κεντροαριστερά να γίνονται πρόθυμο παρακολούθημα μιας τέτοιας Δεξιάς; Πάντως, αν λάβουμε υπόψη μας τις ιστορικές, πολιτικές μνήμες της χώρας, δεν είναι διόλου σίγουρο ότι οι πολίτες του δημοκρατικού Κέντρου θα πειστούν από ένα τέτοιο ιδεολογικό αμάλγαμα.
Η Ράνια Σβίγκου είναι εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ