Ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια και έχουν προ πολλού ξεπεράσει τα εστιατόρια που σερβίρουν fish and chips, το άλλοτε δημοφιλέστερο βρετανικό έδεσμα. Τα κοτοπουλάδικα, εστιατόρια που πουλάνε ψητό ή τηγανισμένο κοτόπουλο και πατάτες τηγανητές, είναι το ταχύτερα αναπτυσσόμενο είδος φαστ φουντ στη Βρετανία. Μόνο στο Λονδίνο λειτουργούν περισσότερα από 8.000 τέτοια μαγαζιά. Ακόμη και ο Σαντίκ Καν, ο δήμαρχος της πόλης, παραδέχθηκε σε πρόσφατη συνέντευξή του ότι συχνάζει σε δύο κοτοπουλάδικα στο Τούτινγκ, την παλιά βουλευτική του έδρα στο νοτιοδυτικό Λονδίνο. Το 2016 τα πουλερικά ξεπέρασαν για πρώτη φορά το κόκκινο κρέας σε πωλήσεις στη Βρετανία. Υπολογίζεται ότι οι κάτοικοι της Γηραιάς Αλβιώνος καταναλώνουν περίπου 2,2 εκατ. κοτόπουλα την ημέρα. Θα μπορούσε κάποια από αυτά, αντί για την εξαιρετικά δημοφιλή μπάρμπεκιου σος, να περιέχουν… χλωρίνη;
Μοιάζει τρομακτικό, αλλά συμβαίνει στις ΗΠΑ: τα σφαγμένα κοτόπουλα, προτού φτάσουν στα ράφια των κρεοπωλείων και στα ψυγεία των εστιατορίων, βυθίζονται σε χλωριωμένο νερό προκειμένου να εμποδιστεί η μετάδοση μικροβίων από το πεπτικό σύστημα του ζώου στο κρέας. Η πρακτική αυτή απαγορεύεται στην ΕΕ από το 1997. Ωστόσο, οι εκπρόσωποι των αμερικανικών λόμπι τροφίμων ασκούν πιέσεις στη Βρετανία προκειμένου να επιτραπεί η εισαγωγή χλωριωμένων πουλερικών μετά το Brexit τον Μάρτιο του 2019. Ο υπουργός Διεθνούς Εμπορίου Λίαμ Φοξ, ο οποίος βρέθηκε την εβδομάδα αυτή στην Ουάσιγκτον για «διερευνητικές συνομιλίες» με αμερικανούς αξιωματούχους, εμφανίστηκε ανοικτός στην προοπτική της εισαγωγής κοτόπουλων με χλωρίνη, προκειμένου η χώρα του να συνάψει εμπορική συμφωνία με την Αμερική. Μάλιστα, χαρακτήρισε το ζήτημα «λεπτομέρεια».
Οι ΗΠΑ είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας πουλερικών στον κόσμο μετά τη Βραζιλία. Στην Ευρώπη, όμως, τα κοτόπουλα με χλωρίνη δεν επιτρέπονται για υγειονομικούς λόγους. Εναπόκειται στη Βρετανία να αποφασίσει αν η απαγόρευση θα αρθεί μετά την έξοδό της από την ΕΕ. Οσοι αντιτίθενται σε αυτό το ενδεχόμενο –πολιτικοί, περιβαλλοντικές οργανώσεις, πτηνοτρόφοι –φοβούνται ότι το Λονδίνο θα κάνει σημαντικούς συμβιβασμούς στην ποιότητα των τροφίμων προκειμένου να συνάψει γρήγορα εμπορικές συμφωνίες με άλλα κράτη. «Δεν θέλω χλωρίνη στο κοτόπουλό μου. Νομίζω ότι είναι επικίνδυνο για την υγεία και σε κάθε περίπτωση απαιτώ να ξέρω τι περιέχει αυτό που τρώω» μου λέει η 23χρονη Οκτέιβια Σμιθ σε ένα κοτοπουλάδικο στο βόρειο Λονδίνο. Η Ντάουνινγκ Στριτ απέφυγε να εγγυηθεί ότι δεν θα χαλαρώσουν οι προδιαγραφές ασφαλείας για τα τρόφιμα μετά το Brexit. «Η διατήρηση της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης των πολιτών στα τρόφιμα είναι ύψιστης προτεραιότητας. Οποιαδήποτε μελλοντική εμπορική συμφωνία πρέπει να λειτουργεί προς το συμφέρον των βρετανών αγροτών, επιχειρηματιών και καταναλωτών» δήλωσε ο εκπρόσωπος της Τερίζα Μέι, προσθέτοντας όμως ότι «είναι πολύ νωρίς για να μπούμε στις λεπτομέρειες της όποιας συμφωνίας και να κάνουμε υποθέσεις».
Ερωτηθείς αν θα έτρωγε χλωριωμένο κοτόπουλο, ο Λίαμ Φοξ αρνήθηκε να απαντήσει. Αντ’ αυτού, κατηγόρησε τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης ότι έχουν «εμμονή» με το θέμα και πρόσθεσε ότι «δεν προκύπτει ζήτημα για την υγεία (όσων καταναλώνουν τέτοια κοτόπουλα)» και ότι η εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ «πρέπει να περιλαμβάνει και την κτηνοτροφία», κλείνοντας το μάτι σε μια μελλοντική άρση της απαγόρευσης.
Τα κοτόπουλα με χλωρίνη προκάλεσαν νέα ενδοκυβερνητική κόντρα. Στο πλευρό του Φοξ τάχθηκε ο υπουργός Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον. Αντιθέτως, ο υπουργός Περιβάλλοντος Μάικλ Γκόουβ διεμήνυσε ότι η Βρετανία όχι μόνο θα διατηρήσει τις ισχύουσες προδιαγραφές μετά το Brexit, αλλά θα τις αυστηροποιήσει. «Η Βρετανία δεν θα επιτρέψει την εισαγωγή χλωριωμένου κοτόπουλου. Το θέμα θα αποτελέσει κόκκινη γραμμή στις συνομιλίες με την Ουάσιγκτον» ξεκαθάρισε.
Κατά των αμερικανικών κοτόπουλων τάσσεται και η πρώην υπουργός Περιβάλλοντος Αντρεα Λέντσομ, θεωρώντας ότι οι φθηνές εισαγωγές θα πλήξουν την εγχώρια παραγωγή. Οπως επισημαίνει, εάν η Βρετανία κάνει εκπτώσεις στις προδιαγραφές που εφαρμόζει προκειμένου να ρίξει τις τιμές και να ανταγωνιστεί τα αμερικανικά προϊόντα, θα χάσει την πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά, καθώς η ΕΕ δεν θα δέχεται τα βρετανικά τρόφιμα. Παράλληλα, η Βουλή των Λόρδων προειδοποίησε την κυβέρνηση ότι ανοίγει κερκόπορτα για εισαγωγή φτηνών τροφίμων χαμηλής ποιότητας που θα θέσει τους βρετανούς παραγωγούς σε μειονεκτική θέση.
Το θέμα «σήκωσε» και η αντιπολίτευση. Ο Μπάρι Γκάρντινερ, σκιώδης υπουργός Διεθνούς Εμπορίου των Εργατικών, επιτέθηκε στον Φοξ με μια κλασική αγγλική παροιμία, επιχειρώντας λογοπαίγνιο με το επώνυμό του: «Δεν πρέπει ποτέ να εμπιστεύεσαι μια αλεπού (Φοξ) στο κοτέτσι σου» (σ.σ. κάτι σαν το δικό μας «έβαλε τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα»). Τον κατηγόρησε, μάλιστα, ότι «είναι έτοιμος να εγκαταλείψει τους βρετανούς πτηνοτρόφους υπέρ των φτηνών αμερικανικών εισαγωγών που δεν πληρούν τις υγειονομικές προδιαγραφές». Ο πρώην ηγέτης των Φιλελεύθερων Δημοκρατών Τιμ Φάρον είπε ότι ο υπουργός «τρέχει στις εμπορικές διαπραγματεύσεις σαν ακέφαλο κοτόπουλο» (άλλη αγγλική παροιμία που δηλώνει απερισκεψία) και προειδοποίησε ότι «η Βουλή δεν θα στηρίξει την έκπτωση στις προδιαγραφές των τροφίμων».
Οι δηλώσεις του Φοξ αντιμετωπίστηκαν με απαξίωση στις Βρυξέλλες. «Είμαι βέβαιος ότι οι Βρετανοί θα ενθουσιαστούν με τη μετάβαση από τον υψηλού επιπέδου έλεγχο της ΕΕ στο χλωριωμένο, γεμάτο ορμόνες κοτόπουλο των ΗΠΑ. Είναι ένα ακόμη ακατανόητο δώρο από τους Τόρις και το Brexit τους» σχολίασε σκωπτικά ο πρόεδρος της ομάδας των Σοσιαλιστών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Τζιάνι Πιτέλα. Υψηλόβαθμος αξιωματούχος της ΕΕ δήλωσε στην «Γκάρντιαν» ότι οι Βρυξέλλες «εξεπλάγησαν από την έλλειψη γνώσεων κάποιων βρετανών πολιτικών» επί του θέματος, «φωτογραφίζοντας» την αποστροφή του Φοξ περί «λεπτομέρειας».
Επί ποδός πολέμου βρίσκονται και οι βρετανοί αγρότες, οι οποίοι ανησυχούν ότι θα χάσουν σημαντικό μερίδιο από την αγορά εάν επιτραπεί η εισαγωγή αμερικανικών κοτόπουλων. Ο λόγος είναι απλός: είναι κατά 21% φθηνότερα από τα βρετανικά. «Οι βρετανοί καταναλωτές εμπιστεύονται μόνο το βρετανικό κοτόπουλο. Η εισαγωγή χλωριωμένων πτηνών συνιστά προδοσία στους πτηνοτρόφους μας και θα ζημιώσει τη βρετανική παραγωγή» δήλωσε στα «ΝΕΑ» ο Ρίτσαρντ Γκρίφιθς, διευθύνων σύμβουλος του Βρετανικού Συμβουλίου Πτηνοτροφίας. «Η πτηνοτροφία μας εγγυάται τροφή υψηλής θρεπτικής αξίας. Δεν θα ανεχθούμε κανέναν συμβιβασμό στις προδιαγραφές ασφάλειας στα τρόφιμα».
«Ο υπουργός οφείλει να διασφαλίσει ότι οι μελλοντικές εμπορικές συμφωνίες δεν θα επιτρέψουν τις φτηνές εισαγωγές τροφίμων, οι οποίες υπονομεύουν τις υψηλές προδιαγραφές που εφαρμόζουν οι βρετανοί παραγωγοί» είπε στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος της Ενωσης Αγροτών Βρετανίας Μέιριγκ Ρέιμοντ. Σε μια ακόμη ένδειξη ότι το ζήτημα έχει και οικονομικές διαστάσεις, ο Ρέιμοντ πρόσθεσε: «Η βρετανική γεωργία παρέχει τις πρώτες ύλες που τρέφουν το έθνος. Είναι ένας κλάδος αξίας 109 δισ. λιρών που απασχολεί 3,8 εκατ. ανθρώπους. Εάν θέλουμε αυτή η συμβολή να συνεχιστεί, ο αγροτικός τομέας πρέπει να παραμείνει ανταγωνιστικός, κερδοφόρος και παραγωγικός».
Απαγορευμένα προϊόντα που θα μπορούσαν να επιτραπούν μετά την έξοδο από την ΕΕ
1. Χλωριωμένα κοτόπουλα
Οι πτηνοτρόφοι στις ΗΠΑ πλένουν τα κοτόπουλα με χλωριωμένο νερό προκειμένου να σκοτώσουν τα μικρόβια. Η ΕΕ απαγορεύει αυτή τη διαδικασία, θεωρώντας ότι ενθαρρύνει τους πτηνοτρόφους να μην τηρούν βασικές προδιαγραφές ασφάλειας.
2. Πρόσθετα τροφίμων
Κάποια πρόσθετα τροφίμων που χρησιμοποιούνται στις ΗΠΑ απαγορεύονται στην ΕΕ. Δοκιμές σε ζώα έδειξαν ότι ορισμένα είναι καρκινογόνα, αλλά δεν έχει αποδειχθεί σύνδεσή τους με εκδήλωση καρκίνου στον άνθρωπο.
3. Κρέας με γαλακτικό οξύ
Προκειμένου να εξουδετερωθούν τα μικρόβια, το χοιρινό και βοδινό κρέας υποβάλλεται σε «πλύσεις» με γαλακτικό οξύ. Και αυτή η μέθοδος, όμως, θεωρείται ότι ενθαρρύνει τους κτηνοτρόφους να μην τηρούν τις προδιαγραφές.
4. Κρέας με ορμόνες
Αμερικανοί κτηνοτρόφοι χορηγούν απαγορευμένες στην ΕΕ ορμόνες για να αυξήσουν τη μάζα του κρέατος και αντιβιοτικά στις αγελάδες για να παράγουν περισσότερο γάλα. Πιστεύεται ότι αυτό καθιστά τα μικρόβια όλο και πιο ανθεκτικά.
5. Ζωικά υποπροϊόντα
Τα ζωικά υποπροϊόντα (πτώματα ή μέρη πτωμάτων ζώων) απαγορεύεται να εισαχθούν ξανά στην τροφική αλυσίδα μέσω των ζωοτροφών. Η ΕΕ επισημαίνει ότι η πρακτική αυτή συνδέεται με την εμφάνιση νόσων των ζώων.