Στα μέσα του Ιουνίου μαζί με τους πρώτους λουομένους έκαναν την εμφάνισή τους μαζικά και οι μέδουσες. Την αρχή έκαναν στον Κορινθιακό Κόλπο, ενώ τις τελευταίες ημέρες δεν είναι λίγες οι αναφορές που κάνουν λόγο για… κοπάδια μεδουσών στις ακτές του Πατραϊκού Κόλπου.

Πριν από λίγες ημέρες, ο Σύλλογος Αυτοδυτών Λουτρακίου με ανακοίνωσή του προειδοποιούσε πως λόγω των ευνοϊκών κλιματικών συνθηκών (αυξημένη θερμοκρασία θάλασσας, πρώιμη άνοιξη, μείωση των φυσικών εχθρών, όπως τόνοι, δελφίνια, θαλάσσιες χελώνες κ.λπ.) υπάρχει μια αυξημένη παρουσία μεδουσών στις ελληνικές θάλασσες. «Τα δυο είδη που συναντάμε στις θάλασσες του δήμου μας είναι η μέδουσα Pelagia noctiluca και η μέδουσα Cotylorhiza tuberculata. Από τα δύο είδη μόνο το τσίμπημα του πρώτου είναι επώδυνο για τον άνθρωπο(…). Σε περίπτωση οπτικής επαφής αποφεύγουμε το κολύμπι γιατί συνήθως ταξιδεύουν σε κοπάδια» επισημαίνεται μεταξύ άλλων στην ανακοίνωση.

Σύμφωνα με τον ωκεανογράφο του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) Παναγιώτη Παναγιωτίδη, η μαζική εμφάνιση μεδουσών, που δικαίως δημιουργούν αναστάτωση στους λουομένους, είναι ένα φαινόμενο φυσικό. Ιδιαίτερα, δε, οι μέδουσες Pelagia noctiluca, με τα μακριά πλοκάμια και το διάφανο σώμα, αναπαράγονται στο Αιγαίο και στο Ιόνιο Πέλαγος. «Μετά την αναπαραγωγή οι μέδουσες μπορεί να φτάσουν, ανάλογα με τους ανέμους που πνέουν, μέχρι και την ακτή και όταν μπουν μέσα σε έναν κόλπο, όπως ο Κορινθιακός, παγιδεύονται» εξηγεί.

Προσθέτει, δε, πως αυτή η μαζική εμφάνιση οφείλεται και σε μια σειρά από παράγοντες όπως είναι η αλατότητα του θαλασσινού νερού, η αύξηση της θερμοκρασίας του, καθώς και η ηλιοφάνεια, παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την αναπαραγωγή των μεδουσών. Υπάρχει, βέβαια, και μια θεωρία που λέει πως όταν σημειώνεται υπεραλίευση, ευνοούνται οι ζελατινώδεις οργανισμοί, η οποία ωστόσο δεν μπορεί να αποδειχθεί, χωρίς βέβαια να αποκλείεται πως θεωρητικά έχει κάποια βάση.

Μαζική, όμως, είναι τα τελευταία χρόνια και η εισβολή που σημειώνεται στη Μεσόγειο, και άρα και στις ελληνικές θάλασσες, από ξενικά είδη που δεν είναι μόνο ψάρια, αλλά και φύκια, μαλάκια, εχινόδερμα καθώς και καρκινοειδή. Είναι ενδεικτικό πως από τα 17.000 είδη που γνωρίζουμε στη Μεσόγειο, πάνω από 1.000 είναι τα ξενικά.

«Οπως εύκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί, πρόκειται για ένα μεγάλο ποσοστό. Από αυτά τα 1.000 και πλέον είδη, στα ελληνικά νερά γνωρίζουμε την ύπαρξη τουλάχιστον 240, ενώ συγκεκριμένα στα νερά της Ρόδου και γενικότερα των Δωδεκανήσων έχουμε καταγράψει πάνω από 130 είδη» εξηγεί στα «ΝΕΑ» η θαλάσσια βιολόγος στον Υδροβιολογικό Σταθμό της Ρόδου, του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕ, Μαρία Corsini-Φωκά.

Πρόκειται για τροπικά ή υποτροπικά είδη, τα περισσότερα από τα οποία άρχισαν να εισβάλλουν στα νερά της Μεσογείου μετά την κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ το 1869. Μάλιστα, τα ξένα –για το μεσογειακό οικοσύστημα –είδη ονομάστηκαν λεσεψιανοί μετανάστες, παίρνοντας το όνομά τους από τον γάλλο μηχανικό της διώρυγας Φερντινάντ Λεσέψ. Βάσει δεδομένων, πάντως, η θάλασσα της Μεσογείου παρουσιάζει τον μεγαλύτερο αριθμό βιολογικών εισβολών παγκοσμίως.

Ετσι, η διώρυγα αποτέλεσε ένα φυσικό κανάλι επικοινωνίας της Ερυθράς Θάλασσας και του Ινδικού Ωκεανού και των ειδών τους με τη Μεσόγειο. «Πέραν όμως από τον φυσικό τρόπο εισβολής, πολλά από τα ξενικά αυτά είδη μεταφέρονται και με τα πλοία, καθώς βρίσκονται κολλημένα πάνω σε αυτά. Μιλάμε κυρίως για φύκια, μαλάκια και καρκινοειδή. Μπορεί πάλι να μεταφέρονται μέσω του έρματος των πλοίων, του νερού δηλαδή που φορτώνουν από τη μία θάλασσα και ξεφορτώνουν στην άλλη» σημειώνει η Corsini-Φωκά.
Τα λεοντόψαρα. Από τον περασμένο Μάρτιο, πολλές είναι οι αναφορές στο νησί της Ρόδου για το λεοντόψαρο (Pterois miles). «Είναι ξενικό είδος από την Ερυθρά Θάλασσα και το τελευταίο διάστημα παρατηρείται έξαρση στην Ανατολική Μεσόγειο. Εντοπίστηκε για πρώτη φορά στη Ρόδο το 2015. Είναι δηλητηριώδες ψάρι, με μεγάλες, μακρόστενες άκανθες στη ράχη του και μπορεί να το δουν ακόμη και οι λουόμενοι με μια μάσκα σε βάθος μόλις 3-4 μέτρων. Καταναλώνεται ωστόσο, και μάλιστα είναι πολύ νόστιμο. Οσο για την τοξίνη που έχει, όταν το ψάρι ψηθεί, αυτή εξουδετερώνεται» επισημαίνει η θαλάσσια βιολόγος.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι λεσεψιανοί μετανάστες εντοπίζονται αρχικά στα νερά του Ισραήλ και μετά φτάνουν στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου πλέον οι συνθήκες είναι ευνοϊκές. Αλλωστε, είναι πλέον αποδεκτό πως η θερμοκρασία της Μεσογείου και άρα και των ελληνικών υδάτων έχει αυξηθεί τις τελευταίες περίπου τρεις δεκαετίες κατά 1 βαθμό Κελσίου.

Το 2004 ήταν η χρονιά που εντοπίστηκε για πρώτη φορά στα Δωδεκάνησα το τοξικό λαγόψαρο (Lagocephalus sceleratus). Οι επιστήμονες από την αρχή ενημέρωναν αλιείς και καταναλωτές για το επικίνδυνο αυτό ψάρι, το οποίο δεν πρέπει να καταναλώνεται, γιατί ακόμη και με το μαγείρεμα το δηλητήριο που έχει παραμένει. Πλέον, το λαγόψαρο έχει εξαπλωθεί τόσο, που πληθυσμοί του εντοπίζονται ακόμη και στην Ισπανία.
Βγήκαν στην κατανάλωση. Κάποια από τα ξενικά είδη ακόμη και στη χώρα μας καταναλώνονται. Αρχικά, η φιστουλάρια (Fistularia commersonii) ή τρομπέτα, όπως είναι ευρέως πλέον γνωστή στο νησί της Ρόδου, εντοπίστηκε στα ελληνικά νερά, ιδιαίτερα δε στο Νότιο Αιγαίο, το 2001. Κι ενώ στην αρχή δεν του έδιναν καμία σημασία, τώρα πια καταναλώνεται. Οπως και ο σαρδελόγαυρος (Etrumeus golanii), ο οποίος αλιεύεται στα νερά των Κυκλάδων και της Κρήτης. Τη δεκαετία του ’30 και του ’60 ήρθαν και οι λεγόμενοι γερμανοί ή μαύρη και άσπρη αγριόσαλπα –αλιεύονται στα ελληνικά νερά και φτάνουν στους πάγκους των ψαράδων προς πώληση.
Πολλοί από τους λεσεψιανούς μετανάστες, ωστόσο, δεν έχουν εμπορική αξία, είτε γιατί είναι μικροί σε μέγεθος είτε γιατί στους καταναλωτές δεν αρέσει η γεύση τους. Είναι ενδεικτικό πως από τα ξενικά είδη που έχουν καταγραφεί στη Ρόδο, μόλις πέντε έχουν εμπορική αξία.
Η νέα άφιξη. Οι επιστήμονες, πάντως, στον Υδροβιολογικό Σταθμό Ρόδου βρίσκονται σε επιφυλακή, κι αυτό γιατί ένα είδος ψαριού από την Ερυθρά Θάλασσα, το Plotosus lineatus, με δηλητηριώδεις άκανθες, που ωστόσο μπορεί να καταναλωθεί, αναμένεται να φτάσει στα ελληνικά νερά. «Το παρακολουθούμε, παρόλο που δεν έχει φτάσει ακόμη στο Αιγαίο, παρατηρούμε μια έξαρση του πληθυσμού του στην Ανατολική αλλά και την Κεντρική Μεσόγειο, στην Τυνησία, πράγμα που σημαίνει ότι θα φτάσει και σε εμάς» υπογραμμίζει η Corsini-Φωκά.

Τροπικά είδη σε λίμνες και ποτάμια

Από το πιράνχας του Εβρου στον κροκόδειλο της Κρήτης

Η περίπτωση του πιράνχας που είχε βρεθεί πριν από μερικά χρόνια στα νερά του ποταμού Εβρου δεν ήταν μοναδική. Ποιος, άλλωστε, δεν θυμάται τον Σήφη τον κροκόδειλο στην Κρήτη;

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, όλο και πιο συχνά καταγράφονται τροπικά είδη σε λίμνες και ποτάμια, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης. «Στη Ρόδο, εδώ και πολλά χρόνια εκτός από χρυσόψαρα μπορεί κανείς να βρει σε σιντριβάνια και ρέματα τροπικές χελώνες, είναι οι λεγόμενες αμερικάνικες νεροχελώνες (Trachemys scripta). Σε ελληνικά και ευρωπαϊκά ποτάμια συναντά κανείς πολλά καρκινοειδή που ήταν προορισμένα για ενυδρεία» λέει η Μαρία Corsini-Φωκά. Προσθέτει δε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μία τέτοια κατάσταση επειδή πολίτες, οι οποίοι έχουν αγοράσει από pet shops διάφορα εξωτικά είδη, για κάποιο λόγο –είτε γιατί τα βαριούνται είτε γιατί κάποια είδη μεγαλώνουν πολύ για να τα έχουν σπίτι –τα αφήνουν σε ποτάμια, λίμνες και ρέματα, αλλάζοντας έτσι το οικοσύστημα.

Μάχη επιβίωσης για τα αυτόχθονα

Η συμβίωση των λεσεψιανών μεταναστών με τους γηγενείς θαλάσσιους οργανισμούς μόνο αρμονική δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. «Τα ξενικά είδη είναι γεγονός πως απειλούν και επηρεάζουν οικολογικά γιατί έχουν εισέλθει στις αυτόχθονες θαλάσσιες βιοκοινότητες. Καταλαμβάνουν θέση σε χώρους που ήταν διαθέσιμοι για τα αυτόχθονα είδη. Ανταγωνίζονται ακόμη και για την τροφή, διώχνοντας τα παρόμοια γηγενή είδη και αναγκάζοντάς τα να πάνε σε μεγαλύτερα βάθη. Η αλήθεια είναι πως δημιουργούν αλλαγές στην οργάνωση των κοινωνιών που έχουν δημιουργήσει τα είδη που είχαμε» τονίζει η Corsini-Φωκά. Η αύξηση της θερμοκρασίας αλλά και η υπεραλίευση στη Μεσόγειο είναι παράγοντες που ευνοούν όχι μόνο την είσοδο των λεσεψιανών ειδών στα νερά της αλλά και την παραμονή και εξάπλωσή τους. Παράλληλα, με την εκβάθυνση του καναλιού του Σουέζ, προκειμένου να περνούν μεγαλύτερα πλοία με εμπορεύματα, όπως υποστηρίζει η θαλάσσια βιολόγος στον Υδροβιολογικό Σταθμό της Ρόδου, «περνά όμως και περισσότερο νερό, και άρα περισσότερα ξενικά είδη».