Η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή είναι ίσως η πιο ανελέητη τραγωδία, όσον αφορά τουλάχιστον το στοιχείο από τα αριστοτελικά συστατικά που χαρακτηρίζεται ως κάθαρσις. Στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή καθαίρεται το άγος των Ατρειδών χωρίς αμφιβολία, αφού ο Ορέστης με συνεργό και «μούσα» την Ηλέκτρα δολοφονεί τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα καθώς και τον μοιχό (και συγγενή) Αίγισθο για τη δολοφονία του Αγαμέμνονα, αλλά οι δύο φονιάδες ούτε μετανιώνουν ούτε βέβαια τιμωρούνται για τις αποτρόπαιες πράξεις τους. Στο χορικό της εξόδου ακούγεται ο έπαινος για τους δύο φονιάδες που εκδικήθηκαν και αποκατέστησαν την ισορροπία στο γένος και στην κοινωνία. Συνήθως οι τολμηροί μελετητές ονομάζουν σχεδόν χριστιανική την ηθική της Αντιγόνης. Αλλά η «Ηλέκτρα» επαναφέρει το τραγικό στην πανάρχαια προχριστιανική ηθική, την αυτοδικία, όπως την όρισε εξάλλου και η αισχύλεια «Ορέστεια»: «Κάθε φόνου πληγή μ’ άλλου φόνου πληγή να πληρώνεται»!
Εκείνο όμως που είναι αξιοσημείωτο για την αριστοτεχνική διαχείριση των μορφών, των κινήτρων και των ελατηρίων τους είναι το γεγονός πως η Ηλέκτρα, ενώ από την αρχή της τραγωδίας σχεδιάζει, καταστρώνει σχέδια εκδίκησης, ανησυχώντας για την άργητα του Ορέστη στην εξορία, κι ενώ προσπαθεί μάταια να βάλει στο σχέδιό της την υποταγμένη και φοβισμένη Χρυσόθεμη, όταν έρχεται ο Ορέστης την αγνοεί, την περιθωριοποιεί, εκτελεί ερήμην της την εκδίκηση και τη χρησιμοποιεί μόνο ως όργανο των ενεργειών του. Ακόμη και μετά τον φόνο, όταν η Ηλέκτρα που έχει υποστεί ταπεινώσεις από το άνομο ζεύγος ζητεί την έκθεση του νεκρού Αιγίσθου στη βουλιμία των ορνέων, ο Ορέστης την αγνοεί, έτσι που στο τέλος μόνη και έρμη στην εξώθυρα, όπως τόσα χρόνια πριν, σαν φτωχή επαίτης βιώνει τη μοναξιά της και δεν έχει ούτε της επιτρέπεται να μετάσχει στη χαρά της εκδίκησης.
Ετσι, σ’ αυτήν τη σκληρή τραγωδία φονιάς και ηθική αυτουργός εκπληρώνουν το χρέος που επιβάλλει η αυτοδικία και δεν καθαίρονται ούτε επαινούνται ούτε τιμωρούνται, αλλά συνεχίζουν να ζουν με τη φρικτή ενοχή πως σκότωσαν τη μητέρα τους.
Εδώ απουσιάζει η παρεμβολή του Πυλάδη στην «Ορέστεια» που τουλάχιστον προσπαθεί να θεμελιώσει μια κοινωνικά «νόμιμη» απαίτηση της παράδοσης και να βασίσει τον φόνο στην εντολή του Απόλλωνα στους Δελφούς. Στην ανάλογη σκηνή του Σοφοκλή, όταν η Ηλέκτρα μετά τον φόνο ρωτά τον αδελφό της αν όλα πήγαν καλά, εκείνος γεμάτος αμφιβολίες λέει: «Ολα καλά αν ο Απόλλωνας προφήτεψε καλά!».
Η ΕΠΟΧΗ. Είμαστε πλέον σε εκείνη την καίρια εποχή της κλασικής αθηναϊκής δημοκρατίας κατά την οποία κυριαρχούν οι ιδέες των σοφιστών, αμφισβητούνται οι ολύμπιοι θεοί, το άτομο γίνεται υπεύθυνο απέναντι στην κοινωνία και ελεύθερα αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Ηδη από την «Ορέστεια» η Αθήνα έχει αποσυρθεί, έχει αναθέσει την κρίση των ανθρώπινων πράξεων στον Αρειο Πάγο και στην ανθρώπινη δικαιοσύνη και οι πράξεις των πολιτών πρέπει να κινούνται στον άξονα: σεβασμός των νόμων, φόβος των νόμων.
Δεν είναι εξάλλου τυχαίο πως ο Φρόιντ παράλληλα με το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, την αφοσίωση και την εξάρτηση του γιου από τη μητέρα, έθεσε και το σύνδρομο της Ηλέκτρας, την εξάρτηση και αφοσίωση της κόρης από τον πατέρα.
Ετσι, στην «Ηλέκτρα» ο μεγαλοφυής ποιητής αντιπαραθέτει τη σχεδόν ερωτική προσκόλληση της Ηλέκτρας στον νεκρό Αγαμέμνονα και τη δολοφονία της Κλυταιμνήστρας από τον γιο της που αισθάνεται ότι προδόθηκε.
«Ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα», που θα έλεγε και ο Νίτσε. Η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, μία από τις τραγικές Ηλέκτρες, αφού υπάρχουν του Αισχύλου και δύο του Ευριπίδη, το όλον τέσσερις με τελείως διαφορετικό ψυχισμό η καθεμιά. Δεν θα μιλήσω για όλη τη θεατρική αναφορά και την περιπέτεια της Ηλέκτρας μέσα στους αιώνες. Θυμίζω μόνο την «Ηλέκτρα» του Χόφμανσταλ (που έγινε όπερα από τον Στράους), την Ηλέκτρα από «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Ο’Νιλ και τον «Χορό της Ηλέκτρας» της Πόθου που παίχτηκε στο Εθνικό το 1972. Και την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή στη σκηνική της ιστορία τουλάχιστον μετά το 1938 που παίχτηκε στην Επίδαυρο, ύστερα από 2.000 χρόνια σιωπής στο κοίλον, με την Παξινού και σκηνοθέτη τον Ροντήρη. Ο Ροντήρης την ανέβασε με τη μεγάλη Παπαθανασίου επίσης, τη σπουδαία Χατζηαργύρη, ο Μουζενίδης με τη Συνοδινού, ο Κουν με την Πιττακή, ο Ευαγγελάτος με τη Βαλάκου και την Τασοπούλου, τη σκηνοθέτησαν ο Βουτσινάς, η Ριάλδη, ο Διαμαντής, η Κονιόρδου, ο Βολανάκης κ.ά.
Και βέβαια έγινε όπερα από τον Μίκη Θεοδωράκη σε μετάφραση Μύρη και λιμπρέτο Σπ. Ευαγγελάτου, με ρώσους τραγουδιστές που αποδίδουν το κείμενο στα ελληνικά.
Τώρα ανέλαβε να το φέρει στο μεγάλο κοινό των θερινών αμφιθεάτρων της Ελλάδας η Μαίρη Βιδάλη. Ανέθεσε τη σκηνοθεσία στη Γιώτα Κουνδουράκη, μια καλλιτέχνιδα που παίρνει στα σοβαρά τη δουλειά της, άρα σέβεται τα κείμενα. Επέλεξε να διδάξει τη μετάφραση του Ιωάννη Γρυπάρη. Δοκιμασμένη 80 χρόνια. Λίγο γλωσσικά ξεπερασμένη (έχω συχνά δηλώσει πως οι μεταφράσεις οφείλουν να παλιώνουν, αλλιώς δεν εξελίσσεται η γλώσσα, και οι γλώσσες εξελίσσονται), αλλά πιστή στη συμβολιστική της μουσική σχολή. Εξάλλου μια μετάφραση τραγωδίας πρέπει να έχει στ’ αφτιά μας λόγο πριν από τη σύγχρονή μας προσληπτικότητα, αντίθετα με τον Αριστοφάνη που πρέπει να ηχεί αυριανός!
Η Κουνδουράκη δίδαξε το κείμενο ώστε να ηχεί οικείο στ’ αφτιά του σύγχρονου θεατή αλλά και λίγο «μυθικό».
Ο Χάρης Σεπεντζής οργάνωσε θαυμάσια τον χώρο στου Παπάγου, ο Γιάννης Ιωάννου έγραψε έξοχη μουσική και τραγούδια του Χορού. Η Φαίη Σούκου κίνησε χωρίς εξυπνάδες τα μέλη του Χορού. Το όλον φώτισε με σοφία ο έμπειρος Γιώργος Δανεσής.
Η κυρία Βιδάλη φόρεσε ένα έξοχο κοστούμι του Πέτρου Ζουμπουλάκη.
Χρυσόθεμις ήταν η νέα, πολλά υποσχόμενη Μαριλένα Κάραλη, παιδαγωγός ο έμπειρος Πέτρος Αποστολόπουλος, Αίγισθος στιβαρός και συναισθηματικά πλήρης ο Στέλιος Γεράνης, Πυλάδης ο Κώστας Φραγκολιάς, με σημαίνουσα σιωπή.
Ο Ορέστης του Γιάννη Αϊβάζη είχε απλότητα και μέτρο. Η Λουκία Παπαδάκη, υπακούοντας τη σκηνοθεσία, έδωσε μια Κλυταιμνήστρα που ερχόταν από τις βουβές ταινίες του εξπρεσιονιστικού σινεμά της Γερμανίας του Μεσοπολέμου (Γκόθικ). Λίγο έξω από τη γενική γραμμή, χωρίς να ευθύνεται.
Η Μαίρη Βιδάλη (Ηλέκτρα) έχει λόγο, έχει κύρος, έχει εσωτερικό ρυθμό και λιτή κίνηση. Είχε μέτρο και ειλικρίνεια.
Η κορυφαία του Χορού, τραγουδίστρια και ηθοποιός Καλλιόπη Βέττα, έδωσε υπόσταση στα χορικά, που υπηρέτησαν με σεβασμό και συνέπεια η Μαρία Γούλα (κορυφαία) και οι Ρούλα Αντωνοπούλου, Ελενα Μιχαλάκη, Αλεξία Ξυγαλά, Ελενα Πετροπούλου και Δέσποινα Χαριάτη.
Σε μια εποχή που η τραγωδία και η κωμωδία της αρχαίας Ελλάδας ταλαιπωρούνται από εξυπνάδες και μεταμοντέρνους πειραματισμούς, ένα κοινό που προσέρχεται στην Ηλέκτρα της Βιδάλη και των συνεργατών της, κοινό χωρίς εκπαιδευτική ενημέρωση, το να ακούει καθαρό το κείμενο του Σοφοκλή είναι μια προσφορά παιδείας.