Παράξενο έργο η «Αλκηστις» του Ευριπίδη. Γεμάτο αινίγματα και αμφισημίες –ακόμα και ως προς την ίδια του την ταυτότητα. Είναι να αναρωτιέται κανείς πώς το αντιμετώπισαν οι πρώτοι θεατές του το 438 π.Χ., όταν παραστάθηκε σε εκείνα τα Μεγάλα Διονύσια ως τελευταίο μέρος της τετραλογίας που χάρισε στον δημιουργό της το δεύτερο βραβείο: κατά κανόνα, επομένως, ενείχε τη θέση σατυρικού δράματος. Κι όμως, η μορφολογική σύστασή του δείχνει προς την τραγωδία. Ο διαδεδομένος επίσης μύθος της νεκρανάστασης της Αλκηστης για χάρη του συζύγου της, του βασιλιά των Φερών Αδμητου, δύσκολα προσφερόταν για χάχανα. Χώρια που εκείνη τη χρονιά, στην Αθήνα του Περικλή η σύντροφός του Ασπασία φέρεται να είχε περάσει από δίκη με την κατηγορία της ασέβειας υπομένοντας κάποια αισθήματα δυσαρέσκειας προς τον ισχυρό στρατηγό της πόλης.
Ο Ευριπίδης ωστόσο δεν ήταν απαραίτητο ότι χολόσκαγε για κάτι τέτοια. Το κείμενό του είχε τόσα τραγικά αλλά και σατυρικά ή και εντελώς κωμικά στοιχεία και δρασκέλιζε με τόση ευκολία τα όρια των δραματικών ειδών (και όχι μόνο επιστρατεύοντας την αντίθεση μιας τραγικής εκκίνησης της ιστορίας και ενός φαινομενικά ευτυχούς τέλους) ώστε αρκετοί κατοπινοί μελετητές θα υπέθεταν ότι υπογείως παρωδούσε τις παλιές αφηγήσεις. Το έργο χαρακτηρίστηκε «τραγικωμωδία», «μεικτό δράμα» αλλά και νόθο κατασκεύασμα ή γκροτέσκ ρομάντζο. Ερωτήματα που έθετε, όπως το ποιος αξίζει να ζει, ποιος να πεθαίνει και γιατί ή πώς ανατρέπεται ο θάνατος χωρίς συνέπειες, θα παρέμεναν ανοιχτά προς συζήτηση.
16.500 ΘΕΑΤΕΣ. Στην «Αλκηστη» που ανέβασαν στην Επίδαυρο η Κατερίνα Ευαγγελάτου και το Εθνικό Θέατρο και που προσείλκυσε περίπου 7.000 θεατές την Παρασκευή και 9.500 το Σάββατο, οι απορίες, οι αμφισημίες και η ειρωνεία δεν αγνοήθηκαν. Ανάβλυζαν μέχρι και από εκείνο τον ανοιχτό τύμβο ή κρατήρα του σκηνικού της Εύας Μανιδάκη, πέρασμα λες στον Κάτω Κόσμο, στο χείλος του οποίου θα έφταναν αργότερα πολλοί. Ο πλουμιστά ενδεδυμένος Απόλλων του Κώστα Βασαρδάνη ήταν εξόχως σαρκαστικός όταν εξηγούσε πώς αντάμειψε τον Αδμητο για την καλοσύνη που του είχε δείξει την περίοδο που ο θεός του φωτός, τιμωρημένος από τον Δία, τον υπηρετούσε: στο εξής ο βασιλιάς των Φερών θα μπορούσε να αποφύγει την κάθοδο στον Αδη, αρκεί να τον αντικαθιστούσε ένας πρόθυμος συγγενής. Ο μαυροφορεμένος και γραφειοκράτης Θάνατος του Σωτήρη Τσακομίδη υπονόμευε αλλά και υπογράμμιζε τις τρομακτικές απαιτήσεις του, όταν εμφανιζόταν σαν γελωτοποιός που ξεπήδησε από κινηματογραφικό εφιάλτη του Ντέιβιντ Λιντς.
Και όταν ο Χορός, οι άνδρες των Φερών φορώντας δίκοχα, καφετιά σακάκια ή ποδιές καφενείου κατάλληλα για ελληνικό αυταρχικό καθεστώς της δεκαετίας του ’70 έτρεχαν αλαφιασμένοι ή θορυβούσαν σε στυλ σύγχρονο διαδικτυακό, πλάι στον θαυμασμό τους για την Αλκηστη («από όλες τις γυναίκες που είδε ο ήλιος είναι η καλύτερη») υψώνονταν θεόρατη και η ταλάντευση για όσα έχουν συμβεί («μπορείς να την πεις και ζωντανή και νεκρή») αλλά και η βασανιστική για όσα θα έρθουν απορία.
ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ. Η Αλκηστις λοιπόν. Τεχνοκρατική και χοντροκομμένη η ερώτηση, γιατί όμως το έργο πήρε το όνομά της αφού η επί σκηνής εμφάνισή της, τα λόγια της, υπολείπονται κατά πολύ εκείνων του συζύγου της, του Αδμητου; Σύμφωνοι, η αυτοθυσία μιας νέας γυναίκας, μάνας δύο παιδιών, στο απόγειο της ευτυχίας της ακτινοβολεί σε όλο το έργο και ακόμα παραπέρα. Ο Ευριπίδης ωστόσο μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για την ψυχολογική, παρά για την ιστορική αλήθεια όλων των προσώπων του μύθου. Η Ευαγγελάτου έπαιξε καθαρά και την πολιτική, την ηθική ή την αισθητική νότα. Οταν εμφανίστηκαν ο βασιλιάς και η βασίλισσα, αφού κανείς από τους –άνδρες στο σύνολό τους –πρωταγωνιστές δεν αναρωτήθηκε για το δίκαιο της αντικατάστασης του Αδμητου στον Κάτω Κόσμο, η δική του θλιβερή σιγουριά για την πορεία των πραγμάτων έκανε ακόμα πιο αντιπαθητικό τον θρήνο του πλάι σε εκείνον της μελλοθάνατης γυναίκας του: ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος ήταν ένας κωμικός αρχηγίσκος που στεκόταν δίπλα σε ένα δροσερό λουλούδι. Η ιερή αφέλεια της Κίττυς Παϊταζόγλου πήγαζε από έναν λόγο εύθραυστο, που ξεχώριζε από τον συζυγικό λόγο, τον πολιτικάντικο: παρακαλούσε τον άνδρα της να μην ορίσει μητριά στα παιδιά τους και εκείνος δεν μπορούσε ούτε για μια στιγμή να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Το χειρότερο, όλοι βαρούσαν προσοχή στον φίλαυτο θρήνο του. Και όταν ο Θάνατος άπλωσε το χέρι του στη νεαρή γυναίκα και το αίμα απλώθηκε στο καθαρό φόρεμά της, τα παρεπόμενα του πένθους αναγνώστηκαν με ύφος χωροφύλακα του ’50.
Είναι ανδροκρατούμενος ο κόσμος της «Αλκηστης». Ομοίως και ο κόσμος της παράστασης της Ευαγγελάτου: στα σπίτια των αρχόντων και στις συνειδήσεις των δούλων οι Πρώτες Κυρίες πρέπει να παραμένουν τέτοιες με οποιοδήποτε κόστος, ενώ οι παραδόσεις του πένθους και της φιλοξενίας οφείλουν να τηρούνται με την προσήκουσα μυστικοπάθεια και προσήλωση. Προϊόντος του έργου, όταν φτάνει στις Φερές ο Ηρακλής του Δημήτρη Παπανικολάου –κάτι μεταξύ κομματικού ντελάλη και φασαριόζου κλόουν, με μια σικάτη γούνα στη θέση της λεοντής, σύμφωνα με την ενδυματολογική πρόταση της Βασιλικής Σύρμα –οι συνιστώσες δυνάμεις που έχουν απομείνει είναι η δική του επιθυμία για γλεντοκόπι και η σπουδή των υπολοίπων για τον θεσμό της φιλοξενίας, δηλαδή την καλοπέραση του μουσαφίρη, παρά το κλίμα πένθους. Μόνο ο υπηρέτης του Ερρίκου Μηλιάρη εξίσταται για χάρη της αλήθειας, αλλά ακόμα και τότε ο μπουνταλάς Ηρακλής θα αναλάβει την επαναφορά της Αλκηστης στη ζωή, σχεδόν σαν να πρόκειται για έναν ακόμα άθλο.
Ο πεθερός της, ο Φέρης του έμπειρου Γιάννη Φέρτη, είναι ένας νεανίζων γερομπαμπαλής με εμπριμέ πουκάμισο και χρυσή καδένα, που παρά την άρνησή του να πεθάνει στη θέση του Αδμητου, όχι μόνο ξεμπροστιάζει τις αδυναμίες του φοβιτσιάρη γιου («Τη γυναίκα σου σκότωσες και ζεις και με λες δειλό εμένα!»), αλλά και υπονομεύει τη θυσία της νύφης («τέτοιες γυναίκες να παντρεύονται οι άνδρες») επαινώντας την. Απαντες προκαλούν τη θυμηδία του κοινού, φανερώνοντας πότε το γελοίο σε καθετί τρομακτικό και πότε το αντίστροφο.
Σαν από ταινία των Κόεν
Μέχρι το τέλος της παράστασης, έχει γίνει αρκετά σαφές ότι η αμηχανία του θεατή, η διαρκής αίσθηση ότι το χαλί τραβιέται κάτω από τα πόδια του, δεν οφείλεται μόνο στον χαρακτήρα του ευριπίδειου έργου αλλά και στην πλήρη ενσωμάτωση των αμφισημιών, των ειρωνειών και των αινιγμάτων του από τούτη εδώ τη σκηνοθεσία. «Εφετζίδικες» ή «υπερβολικές» θα χαρακτήριζαν στο τέλος ορισμένοι εκ του κοινού τις ανδρικές ερμηνείες, τι πιο εφετζίδικο όμως από την αντρίλα και τη θανάσιμη, σαν από ταινία των αδερφών Κόεν, βλακεία της; Ακόμα κι όταν ο Αδμητος μοιάζει να αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί, η μικροπρεπής έγνοια για τη φήμη και τη μοναξιά του δεν τον εγκαταλείπει, ούτε παύει να επιδρά στο βασίλειό του –η χορογραφημένη εκτίναξη των σωμάτων των υπηκόων του (σε μια σκηνή με την υπογραφή της Πατρίσιας Απέργη και τη συνδρομή μιας πιστής στο συναίσθημα του έργου, ζωντανής, διά χειρός Γιώργου Πούλιου, μουσικής) απεικονίζει παραστατικά τις βλαβερές συνέπειες ενός κακού άρχοντα.
Πλησιάζοντας προς τη λύση του δράματος, ακόμα κι όταν έχει κατισχύσει τελικά του θανάτου, ο Ηρακλής επιστρέφει σέρνοντας ένα τρόπαιο με το οποίο δελεάζει συνωμοτικά τον Αδμητο, σαν χωρατατζής. Η νεκροζώντανη Αλκηστη της Παϊταζόγλου άγεται και φέρεται σαν κούκλα με σπασμένες αρθρώσεις: η ύπαρξή της κομματιάζεται και μετά θάνατον. Οι άντρες γύρω της, με πρώτο και καλύτερο τον Αδμητο, έχουν δείξει πόσο πλούσια ορυχεία αδυναμιών είναι. Τελικά η μορφή της αναστημένης θα αποκαλυφθεί, η ουσία της ωστόσο, ύστερα από όσα πέρασε, θα παραμείνει αινιγματική για αιώνες. Στη σκηνή της Επιδαύρου θα έχει υψωθεί ένα κυπαρίσσι που δεν θα δείχνει μόνο την κατεύθυνση των νεκρών, αλλά και θα σηματοδοτεί το αμετάκλητο, αν όχι του θανάτου, τότε της πράξης και της συμπεριφοράς που τον επέφεραν.
INFO
Η παράσταση θα περιοδεύσει τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο. Αναλυτικά: 21/8 Ηράκλειο, Δημοτικό Κηποθέατρο Νίκος Καζαντζάκης, 23/8 Ρέθυμνο, Θέατρο Ερωφίλη, 26/8 Χανιά, Θέατρο Ανατολικής Τάφρου, 6/9 Θεσσαλονίκη, Θέατρο Δάσους, 11/9 Ελευσίνα, Παλαιό Ελαιουργείο, 18/9 Βύρωνας, Θέατρο Βράχων