Από μια άποψη, η έξοδος του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές είναι η συμπληρωματική όψη της απομάκρυνσης των πανεπιστημίων απ’ την αγορά. Η πολιτική τεχνογνωσία της κυβέρνησης δεν έπαψε ποτέ να είναι διπλής καύσεως. Στη μεγάλη εικόνα της οικονομίας πορεύεται με τον αυτόματο πιλότο του μνημονιακού manual. Στο εσωτερικό μέτωπο είναι που επιχειρεί να ικανοποιήσει όλες τις φαντασιώσεις τής αγανακτισμένης και «παραπλανημένης» βάσης που την εξέλεξε.
Το κοινοβουλευτικό χάδι στον Ρουβίκωνα είναι μια χειρονομία με πολλαπλασιαστική απήχηση. Το ίδιο και το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας, από το οποίο εξοβελίζεται η σύνδεση των ανώτατων ιδρυμάτων με τις επιχειρήσεις. Η σχεδόν ιδιοκτησιακή αντίληψη περί «αριστεροσύνης» που καταδυναστεύει τους κυβερνώντες δεν θα επέτρεπε το άνοιγμα των ΑΕΙ προς την κοινωνία. Αντιθέτως, επιβάλλει τους κλειστούς ορίζοντες και την ασάφεια (είναι κι αυτή μετρήσιμο μέγεθος που επιβραδύνει την πρόοδο): ποια η συμβολή, αλήθεια, των Ακαδημαϊκών Συμβουλίων σε κάθε διοικητική περιφέρεια στην ποιοτική ανέλιξη των ανώτατων ιδρυμάτων;
Το αποκορύφωμα της «φυγής προς τα πίσω» δεν θα μπορούσε παρά να περιλαμβάνει τα δύο ταμπού της πανεπιστημιακής ελευθεριότητας: το άσυλο και τη φοιτητική συμμετοχή στα όργανα των πανεπιστημίων. Και εδώ το άγγιγμα του Κώστα Γαβρόγλου είναι χειρουργικό. Επαναφέρει από το χρονοντούλαπο των αριστερών μυθευμάτων τον «φοιτητή που μαθαίνει να γίνεται ψηφοφόρος». Στο πανεπιστήμιο του μέλλοντος έχει άλλωστε δικαίωμα ψήφου για την είσοδο ή όχι των αστυνομικών δυνάμεων, αλλά και για την έγκριση των συγγραμμάτων σε κάθε μάθημα.
Θα είναι σχεδόν ισότιμος με την ελίτ. Κι αυτό θα είναι ένα δώρο που του προσφέρθηκε την περίοδο της συριζαϊκής διακυβέρνησης. Θα πηγαίνει στο μέλλον επιστρέφοντας στο παρελθόν. Θα σπουδάζει το 2018 με το νόμο – πλαίσιο του 1982. Και κάποια στιγμή, εκών άκων, θα αντιληφθεί ότι είχε πέσει θύμα μιας στόχευσης: ότι έπρεπε να αποδεχθεί την ασφάλεια ενός τεχνητού παραδείσου όταν στην έξοδο προς τις αγορές επικρατούσε τρικυμία.