Ο ορυμαγδός των κυβερνητικών επιθέσεων κατά της Δικαιοσύνης (τηλεοπτικές άδειες, πενταετής παραγραφή των φορολογικών υποθέσεων, Ηριάννα κ.λπ.) συνεχίζεται. Και δεν εννοώ τις ασυναρτησίες του κ. Πολάκη. Θα ήταν σχεδόν αδιάφορες, αν δεν ήταν υπουργός. Τι να πει όμως κανείς, αν σε αυτή την επίθεση πρωτοστατεί ο ίδιος ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Κοντονής αλλά ακόμη και ο Πρωθυπουργός της χώρας; Τότε κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας. Στον διάλογο όμως που ξεκίνησε για το αν κρίνεται η Δικαιοσύνη, έχουν ειπωθεί απίστευτα πράγματα. Από τη μια οι κυβερνώντες στήνουν σκηνικά έντασης, κρίνοντας τη Δικαιοσύνη α λα καρτ –δεν ενοχλούνται, για παράδειγμα, με τις αγωγές δικών τους ανθρώπων κατά δημοσιογράφων. Οσοι δε, θεωρούν ότι οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης αποτελούν «θέσφατο», επικαλούνται τον Μοντεσκιέ και τη διάκριση των εξουσιών. Πουθενά όμως ο φιλόσοφος δεν ισχυρίστηκε ότι η Δικαιοσύνη δεν κρίνεται. Αντιθέτως, ζητούσε την κριτική της αν οι αποφάσεις της δεν ανταποκρίνονταν στο Γενικό Πνεύμα των Νόμων (διαφορετικό πράγμα από το λεγόμενο «δημόσιο αίσθημα»), το οποίο στην Αβασίλευτη Δημοκρατία (republique) πρέπει να καλλιεργεί την αρχή της Αρετής και να οδηγεί στη συνεργασία των τάξεων μέσω της διάχυσης των εξουσιών σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Η Δικαιοσύνη, υποστήριζε ένας άλλος μεγάλος στοχαστής του 18ου αιώνα ο Τσέζαρε Μπεκαρία, πρέπει να είναι έτσι οργανωμένη ώστε να εξασφαλίζει «τη μεγαλύτερη ευτυχία καταμερισμένη στον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων». Το ποινικό σύστημα δεν εκδικείται, δεν φοβίζει, δεν απειλεί, απλά και μόνο προστατεύει και αποτρέπει. Αυτά πρέσβευε ο Διαφωτισμός, αυτά πρέσβευε ο Βολταίρος που δεν συμβιβάστηκε με τη μισαλλοδοξία των Καθολικών (υπόθεση Καλάς) γράφοντας την «Πραγματεία περί ανοχής». Για να μη μιλήσουμε και για το «Κατηγορώ» του Ζολά. Ολοι αυτοί μιλούσαν όμως στο όνομα της δικής τους κριτικής και όχι ως εκφραστές του «κοινού περί δικαίου αισθήματος». Εξάλλου αυτό το αίσθημα ήταν μάλλον εναντίον τους.
Μπορούμε επομένως να κρίνουμε τη Δικαιοσύνη χωρίς να γινόμαστε Πολάκης; Ναι, μπορούμε. Αλλά πώς; Και για ποιους λόγους; Η Δικαιοσύνη κρίνεται, όχι για να εκμεταλλευτεί κάποιος πολιτικά την πραγματική δυσαρέσκεια των πολιτών από τις αποφάσεις της –σε έρευνα του ΟΟΣΑ μόνο το 42% των ελλήνων πολιτών είναι ικανοποιημένο από το δικαστικό σύστημα. Οχι για να καταργήσει κάποιος τη διάκριση των εξουσιών, μη αρκούμενος στην κυβερνητική του εξουσία και επιδιώκοντας «να καταλάβει» και τη δικαστική και τη νομοθετική εξουσία. Η Δικαιοσύνη κρίνεται για να ισχυροποιηθεί η διάκριση των εξουσιών, για να γίνει η ίδια καλύτερη και για να διατηρούνται οι κοινωνικές ισορροπίες.
Αλλά ο διάλογος στη χώρα μας, δυστυχώς, δεν γίνεται σε αυτή τη βάση, όσο και να προσπαθούν επιστήμονες όπως ο Μιχάλης Σταθόπουλος, ο οποίος υποστήριξε στο «Βήμα» (16-7-2017) ότι η διαφωνία με μια απόφαση της Δικαιοσύνης οφείλει να σέβεται την αντίθετη άποψη αλλά και το δικαστικό λειτούργημα. Επίσης οι μετριοπαθείς προειδοποιήσεις του προέδρου του ΣτΕ κ. Σακελλαρίου συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι κοινωνιολόγος