Η μεσογειακή διατροφή προστατεύει αποτελεσματικά την καρδιαγγειακή υγεία, αλλά μόνο των ανθρώπων που έχουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο και αρκετά υψηλό εισόδημα, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.
Παρότι οι ειδικοί λένε να αποτελούν κορμό της διατροφής μας τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά, το ελαιόλαδο, τα ψάρια και οι ξηροί καρποί, η ποιότητά τους φαίνεται ότι παίζει καθοριστικό ρόλο στα οφέλη που θα παρέχουν.
Τη νέα μελέτη, που δημοσιεύεται στην Διεθνή Επιθεώρηση Επιδημιολογίας (IJE) πραγματοποίησαν επιστήμονες από την Ιταλία οι οποίοι παρακολούθησαν επί 4,5 χρόνια την πορεία της υγείας 18.991 ανδρών και γυναικών, ηλικίας 35 ετών και άνω.
Στη διάρκεια της περιόδου παρακολουθήσεως καταγράφηκαν 252 καρδιαγγειακά συμβάματα, τα 207 εκ των οποίων ήταν καρδιολογικά και τα 49 εγκεφαλικά επεισόδια.
Όταν οι ερευνητές συνέκριναν τη διατροφή των εθελοντών με τον κίνδυνο εκδήλωσης καρδιαγγειακού επεισοδίου, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως όσο πιο πολύ τηρούσαν τις επιταγές της μεσογειακής διατροφής, τόσο πιο προστατευμένοι ήταν.
Στην πραγματικότητα, με κάθε αύξηση κατά 2 μονάδες στον επονομαζόμενο Δείκτη της Μεσογειακής Διατροφής MDS, ο κίνδυνος καρδιαγγειακού επεισοδίου μειωνόταν κατά 15%.
Ο Δείκτης αυτός είναι ουσιαστικά μία βαθμολογία από 0 έως 9, με 1 μονάδα να δίνεται σε κάθε ωφέλιμο συστατικό της μεσογειακής διατροφής που καταναλώνει κανείς στη σωστή συχνότητα (π.χ. δημητριακά, όσπρια, φρούτα, λαχανικά, ψάρια, ελαιόλαδο κ.λπ.).
Ωστόσο το όφελος ήταν σημαντικά υψηλότερο στους μορφωμένους εθελοντές και σε όσους είχαν υψηλό οικογενειακό εισόδημα. Έτσι, οι κάτοχοι πανεπιστημιακών τίτλων ή και μεταπτυχιακών διέτρεχαν κατά 57% μικρότερο κίνδυνο καρδιαγγειακού επεισοδίου και όσοι είχαν ετήσιο οικογενειακό εισόδημα πάνω από 40.000 ευρώ είχαν 61% λιγότερες πιθανότητες καρδιαγγειακού επεισοδίου.
Για να εξακριβώσουν που οφείλονται αυτές οι διαφορές, οι ερευνητές εξέτασαν πιο προσεκτικά τη διατροφή των εθελοντών τους, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση επηρέαζε την πρόσληψη αντιοξειδωτικών συστατικών και πολυφαινολών, λιπαρών οξέων, μικροθρεπτικών συστατικών, βιολογικών προϊόντων και δημητριακών ολικής αλέσεως.
«Είναι η πρώτη φορά που μελέτη αποκαλύπτει ότι η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση θα μπορούσε να επηρεάζει τα οφέλη που παρέχει η μεσογειακή διατροφή στην υγεία», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Μαριαλάουρα Μπονάτσιο, ερευνήτρια στο Τμήμα Επιδημιολογίας & Πρόληψης του Νευρολογικού Μεσογειακού Ινστιτούτου (Neuromed), στο Πότζιλι.
«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι στη σύγχρονη εποχή η ποιότητα των τροφίμων μπορεί να είναι εξίσου σημαντική με την ποσότητα και τη συχνότητα της κατανάλωσής τους και ίσως οι φτωχοί δεν μπορούν να αγοράζουν ποιοτικά μεσογειακά προϊόντα».
Ωστόσο τα ευρήματα θα μπορούσαν να οφείλονται και σε άλλες διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ πλουσίων και φτωχών (π.χ. το επίπεδο του στρες ή οι χώροι διαβίωσης), και όχι στη διατροφή καθ’ εαυτή, σχολίασε ο δρ Τιμ Τσίκο, λέκτορας Καρδιαγγειακής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, ο οποίος δεν συμμετείχε στη νέα μελέτη.
Σε κάθε περίπτωση, οι δύο ειδικοί συμφώνησαν ότι τα νέα ευρήματα πρέπει να επαληθευτούν σε μεγαλύτερης διάρκειας μελέτες και πως, όποια κι αν είναι η κατάληξη, η μεσογειακή διατροφή παραμένει καλύτερη για την υγεία, ακόμα κι αν δεν έχει την τέλεια ποιότητα.