Ο Ζουλιέν και η Φλοράνς έχουν οργανώσει ένα τέλειο σχέδιο για να δολοφονήσουν τον σύζυγό της και να το κάνουν να φανεί σαν αυτοκτονία. Μόνο που ένα απρόβλεπτο γεγονός φέρνει τον Ζουλιέν εγκλωβισμένο σε ένα ασανσέρ και η Φλοράνς περιπλανιέται στο νυχτερινό Παρίσι, βυθισμένη στον φόβο και την απελπισία. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να κάνει καλύτερη «είσοδο» στο κινηματογραφικό στερέωμα από ό,τι η Ζαν Μορό στο «Ασανσέρ για δολοφόνους», το κλασικό φιλμ νουάρ που σκηνοθέτησε ο Λουί Μαλ και έντυσε μουσικά ο Μάιλς Ντέιβις το 1958. Είχαν προηγηθεί βέβαια και άλλες κινηματογραφικές εμφανίσεις σε μικρούς ρόλους (ξεχώρισε, μεταξύ άλλων, και στο αριστούργημα του Ζακ Μπεκέρ «Ας με κρίνει η κοινωνία» του 1954), αλλά ήταν σε εκείνο το φιλμ νουάρ που οι κριτικοί –και το κοινό –την πρόσεξαν πραγματικά.
Αποφασισμένη από παιδί
Γεννημένη στο Παρίσι από γάλλο πατέρα και αγγλίδα μητέρα η Μορό, με το πεντάμορφο πρόσωπο και το αυστηρό βλέμμα, είχε να επιδείξει από νωρίς μια μεγάλη και πλούσια θεατρική καριέρα ως βασικό στέλεχος της Κομεντί Φρανσέζ την περίοδο 1947-1951 (ήταν μάλιστα το νεότερο σε ηλικία μέλος του θιάσου), ενώ στη συνέχεια ερμήνευσε μεγάλους ρόλους σε έργα των Σαίξπηρ, Μολιέρου, Μαριβό, Ζορζ Φεντό και Ζαν Κοκτό. Σκεφτείτε πως ανάμεσα στις μεγάλες θεατρικές επιτυχίες της συγκαταλέγονται ο ρόλος της Βέρας στο έργο του Ιβάν Τουργκένιεφ «Ενας μήνας στην εξοχή» (1947, σε ηλικία μόλις 19 ετών!) και της Ελίζας Ντούλιτλ στον «Πυγμαλίωνα» του Τζορτζ Μπέρναρ Σο το 1954. Ακούγεται σαν παραμύθι, η Μορό όμως ήταν αποφασισμένη από παιδί: αφήνοντας το σχολείο επέλεξε αμέσως τις θεατρικές σπουδές με τον «αρχηγό» της Κομεντί Φρανσέζ, τον Ντένις ντ’ Ινές. Από τον Λουί Μαλ και μετά, ακολούθησε μία σειρά σπουδαίων σκηνοθετών που υποκλίθηκαν στο ταλέντο της. Ο Ορσον Γουέλς δήλωσε γι’ αυτήν πως πρόκειται για «τη μεγαλύτερη ηθοποιό του πλανήτη». Και όντως, με αυτή τη βεβαιότητα έβγαιναν από τις αίθουσες οι θεατές του «Ζιλ και Ζιμ» του Φρανσουά Τριφό το 1961 (η Μορό αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο «μούσα» του σκηνοθέτη –θυμηθείτε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο της στο χιτσκοκικών προδιαγραφών φιλμ «Η νύφη φορούσε μαύρα» του 1967).
Ο Θεόδωρος Ρουμπάνης
Οπως συμβαίνει με όλες τις σπουδαίες σταρ, ο Τύπος έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον τόσο για τις καλλιτεχνικές της επιδόσεις όσο και για τις ερωτικές της περιπέτειες. Στις 25 Οκτωβρίου 1965, δημοσιεύεται στις ελληνικές εφημερίδες η ακόλουθη είδηση: «Η Ζαν Μορώ, η διαπρεπής Γαλλίς καλλιτέχνις, πρόκειται, ως ανεγράφη, να τελέση τους γάμους της μετά του Ελληνος ηθοποιού κ. Θεοδώρου Ρουμπάνη την 2αν του προσεχούς Ιανουαρίου, κατόπιν ειδυλλίου που ανεπτύχθη μεταξύ των μελλονύμφων κατά την διάρκειαν γυρίσματος σκηνών της ταινίας “Ο ναύτης του Γιβραλτάρ”». Ολοι τότε μιλούσαν για έναν ακόμη «Τεό» που θα παντρευόταν διάσημη γαλλίδα σταρ, όπως ο Τεό Σαραπό (Θεοφάνης Λαμπουκάς) την Εντίτ Πιαφ, μόνο που τελικά ο γάμος δεν έγινε ποτέ. Ο Θόδωρος (Τεό) Ρουμπάνης παντρεύτηκε δύο χρόνια αργότερα τη λαίδη Σάρα Τσόρτσιλ και το έριξε στην «ντόλτσε βίτα» μέχρι να επανέλθει στην Υδρα, όπου αγόρασε την περίφημη «Λαγουδέρα» του Μπάμπη Μωρέ και την κράτησε για πολλά χρόνια, έστω και σε φθίνουσα πορεία.
Μεγάλοι σκηνοθέτες
Ακολούθησαν εμφανίσεις υπό τη διεύθυνση των Μικελάντζελο Αντονιόνι («Η νύχτα» 1961), Ζακ Ντεμί («Το λιμάνι των αγγέλων» 1963), Λουί Μπουνιουέλ («Το ημερολόγιο μιας καμαριέρας» 1964,) σε τρεις, παρακαλώ, ταινίες του Ορσον Γουέλς («Η δίκη» 1962, «Φάλσταφ: οι καμπάνες του μεσονυκτίου» 1966, «Αθάνατη ιστορία» 1968) και στον «Τελευταίο των μεγιστάνων» του Ηλία Καζάν το 1976). Από τα ονόματα και μόνο καταλαβαίνει κανείς ότι η ηθοποιός είχε μια ξεκάθαρη αγάπη για το σινεμά, αγάπη που δεν σταμάτησε με τα χρόνια: η Μορό αναζητούσε πάντα τη συνεργασία με τα μεγάλα κινηματογραφικά μυαλά της εποχής της. Γι’ αυτό και τη συναντάμε επίσης στον «Καβγατζή» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ (1982, στον ρόλο της Μαντάμ Λουζιάν, μοναδικής γυναικείας παρουσίας σε ένα ασφυκτικά ανδροκρατούμενο σύμπαν) και, φυσικά, στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, παραγωγής 1991, στον ρόλο της γαλλίδας συζύγου του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι που στο φιλμ ενσάρκωσε έναν εξαφανισμένο έλληνα πολιτικό –μια εξαιρετικά «δύσκολη» εμπειρία για εκείνη λόγω των δυσάρεστων συνθηκών υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκαν τα γυρίσματα. Εμφανίστηκε επίσης πλάι στους Πίτερ Ο’Τουλ, Μπαρτ Λάνκαστερ, Ζαν-Πολ Μπελμοντό, Αλέν Ντελόν, Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, Λι Μάρβιν, Μισέλ Πικολί, Ρόμπερτ ντε Νίρο και Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Το 1998, λαμβάνει από τα χέρια της Σάρον Στόουν ένα τιμητικό Οσκαρ για το σύνολο της καριέρας της. Είναι η υψηλότερη τιμή που αναθέτει η Ακαδημία σε διεθνή ηθοποιό. Υπήρξε επίσης σύζυγος του σκηνοθέτη Γουίλιαμ Φρίτκιν («Ο εξορκιστής») για δύο χρόνια (1977-1979).
Κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό είναι ότι από το 2003 η Ζαν Μορό συμμετείχε ως πρόεδρος και χορηγός στο Διεθνές Φεστιβάλ Νέων Σκηνοθετών της Ανζέρ. Τα «εργαστήρια» του φεστιβάλ έχουν μείνει στην ιστορία για τον τελετουργικό τους χαρακτήρα, όπως μου εκμυστηρεύτηκε ο Μισέλ Δημόπουλος που τη συνάντησε εκεί και ήρθε σε επαφή με το «γνήσιο ενδιαφέρον της για τον εξέλιξη της κινηματογραφικής τέχνης». Αλλωστε σκηνοθέτησε η ίδια δύο ταινίες («Lumiere» 1976 και «L’ adolescente» 1979).