Το περασμένο Σάββατο, 29 Ιουλίου, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου το έργο του Ευριπίδη «Άλκηστις» σκηνοθετημένο από την Κατερίνα Ευαγγελάτου. Πρόκειται για το πιο αινιγματικό έργο του τραγικού ποιητή, που αμφιταλαντεύεται μεταξύ σάτιρας και τραγικότητας, θίγοντας μεγάλα θέματα, όπως τον θάνατο, τη δειλία, την αξιοπρέπεια και την αξία της ζωής, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας.
Προς γνώση ή υπενθύμιση, η πλοκή του έργου ξεδιπλώνεται ως εξής: Ο βασιλιάς των Φερών, Άδμητος, αμέλησε την ημέρα της γιορτής των γάμων του να θυσιάσει στην Άρτεμη και ως τιμωρία βρήκε το νυφικό του δωμάτιο γεμάτο δράκοντες, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να πεθάνει. Ο Απόλλωνας όμως, που έτρεφε μεγάλη συμπάθεια για τον Άδμητο, μεσολαβεί στη θεά και κανονίζει να δοθεί η επιλογή στον βασιλιά να μην πεθάνει ο ίδιος, αν κάποιος από τους συγγενείς του αποφασίσει να θυσιαστεί στη θέση του. Ο ηλικιωμένος πατέρας του αρνείται να θυσιαστεί για χάρη του. Όμως η γυναίκα του, η Άλκηστη, προσφέρεται και όντως πεθαίνει στη θέση του. Με παρέμβαση του θιγμένου Ηρακλή, ο οποίος δέχεται τη φιλοξενία του Άδμητου και αναλώνεται σε φαγοπότια και γλέντια μέσα στο «πένθιμο παλάτι» την ημέρα του χαμού της γυναίκας του, χωρίς όμως να του έχει κοινοποιηθεί εγκαίρως το συμβάν, η Άλκηστη «επιστρέφει» από τον κάτω κόσμο.
Σε μια απόπειρα να αναλύσουμε την ψυχοσύνθεση και τις συμπεριφορές των πρωταγωνιστών διαπιστώνουμε ότι αναδύονται χαρακτηριστικά και κίνητρα που δεν συνάδουν με τα φαινομενικά, τα οποία οι περισσότεροι από εμάς είχαμε κατά νου, όταν παρακολουθήσαμε το έργο . Ας τα πάρουμε από την αρχή:
Άδμητος. Είναι τελικά ο Άδμητος ο μεγαλύτερος δειλός πρωταγωνιστής ολόκληρης της αρχαίας τραγωδίας; Τούτο το ερώτημα δε σηκώνει ευθεία απάντηση. Για να το απαντήσουμε σοβαρά, πρέπει να βάλουμε τη βόλεψη μας στη θέση του και να αναλογιστούμε τον πανικό μας μπροστά στον ενδεχόμενο χαμός μας. Αυτό που με σιγουριά θα πούμε είναι ότι η στάση του είναι σίγουρα αντιηρωική. Ο Άδμητος είναι ένας άνθρωπος ο οποίος κατηγόρησε τον πατέρα του ότι δεν θυσιάστηκε για χάρη του, υπονοώντας ότι η ζωή του δεύτερου είχε μικρότερη αξία λόγω της μεγάλης ηλικίας του και μιας συνακόλουθης πατρικής ευθύνης που στο μυαλό του όριζε ότι ο πατέρας υποχρεούται να θυσιάζεται για τα παιδιά του.
Μα πού τα έχει δει αυτά γραμμένα ο δειλός! Φυσικά πουθενά, αλλά η μικρή του η ψυχή προσπαθεί να επικαλεστεί κάθε ηλιθιότητα για να αποτάξει από πάνω της το συνειδησιακό βάρος του άδικου χαμού της γυναίκας του. Ένα βάρος που συνθλίβει τη ψυχούλα του και τη λιώνει στη θέα του «μεγαλείου» της πράξης εκείνης. Και στην αποχαιρετιστήρια τελετή ο Άδμητος δεν μπορεί να πενθήσει. Ο Φρόιντ πρέπει μόλις να είχε διαβάσει την Άλκηστη, όταν ισχυρίστηκε ότι οι κηδείες εξαίρουν τη χαιρεκακία μας, αφού εκείνη τη στιγμή ασύνειδα χαιρόμαστε που ο αποθανών έφυγε και εμείς ακόμη ζούμε. Ε, λοιπόν, πώς να πενθήσει ο Άδμητος, αφού στην ουσία χαίρεται που κατάφερε και έζησε μέσω του χαμού της γυναίκας του!
Αυτά γι’ αυτό το ανθρωπάκι. Ας βάλουμε τώρα κάτω από το ψυχαναλυτικό μας μικροσκόπιο την Άλκηστη. Η Άλκηστη είναι μια γυναίκα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, που τη ζυγίζει, στερεοτυπικά, ως αδύναμη και ανίκανη για μεγάλες πράξεις. Η Άλκηστη πεθαίνει, αλλά το θάνατό της δεν πρέπει να βιαστούμε να τον χαρακτηρίσουμε ως ανιδιοτελή θυσία. Η Άλκηστη είναι βαθιά θυμωμένη με τον Άδμητο, λόγω της δειλίας που επέδειξε, ανεξαρτήτως αν δεν εκδηλώνει αυτό της το συναίσθημα. Η Άλκηστη είναι θυμωμένη και με την κοινωνία, λόγω της στερεοτυπικής εικόνας με την οποία την έχει χρεώσει. Με την αυτοθυσία της, λοιπόν, αποπειράται να τους τιμωρήσει όλους. Τον Άδμητο, ενοχοποιώντας τον για τη δειλία του και τη μικρή του την ψυχή, τον γεμίζει τύψεις, τον βάζει να ορκιστεί αγαμία και τον ρεζιλεύει στα μάτια του λαού του που έσπρωξε τη γυναίκα του στο θάνατο, για να ξεφύγει ο ίδιος, και την κοινωνία δείχνοντάς της ότι πολλές φορές οι πιο «μεγάλες» πράξεις γίνονται από τους πιο «μικρούς» ανθρώπους.
Τώρα όσον αφορά στον Ηρακλή, πάλι δεν πρέπει να σπεύσουμε να χαρακτηρίσουμε τις πράξεις του με βάση τα φαινομενικά κίνητρά του. Ο Ηρακλής είναι ο μεγάλος θιγμένος του έργου. Ένας άντρας με τεράστιο ανάστημα, που σύμφωνα με το μύθο, που μας σώθηκε από τον Ξενοφώντα, διάλεξε ανάμεσα στις δύο πανέμορφες κοπέλες, την Αρετή και την Κακία, την πρώτη, αν και ήξερε ότι μαζί της θα έπρεπε να διαβεί έναν δρόμο δύσκολο, γεμάτο αγκάθια και κοφτερές πέτρες. Πώς ήταν δυνατόν να συγχωρέσει στον Άδμητο το γεγονός ότι τον άφησε να γελοιοποιηθεί και να γλεντοκοπήσει στο παλάτι που μόλις είχε χάσει την κυρά του! Ο Ηρακλής, λοιπόν, σπεύδει στον Κάτω Κόσμο και μαχόμενος τον Άδη κερδίζει την Άλκηστη, την οποία και ξαναφέρνει στον Πάνω Κόσμο. Πριν την παραδώσει όμως στον άντρα της, τον βάζει να δεχτεί στο σπίτι του μια γυναίκα, χωρίς να ξέρει ότι πρόκειται για την Άλκηστη. Το γεγονός είναι άκρως ατιμωτικό για τη νεκρή στην οποία είχε υποσχεθεί κιόλας ότι δεν θα έβαζε άλλη γυναίκα στο σπίτι τους. Το ποιόν του Άδμητου φανερώνεται για άλλη μια φορά, μην αφήνοντας ούτε μια σπιθαμή περιθώριο για δεύτερες σκέψεις.
Η παράσταση κλείνει μέσα σε ένα “μυστήριο” και μελαγχολικό κλίμα, οξύμωρο με την φαινομενική “θετική” έκβαση των πραγμάτων. Στο τέλος το ζευγάρι δεν συνεχίζει τη ζωή του ευτυχισμένο, παρά την επανασύνδεσή του, και ο λόγος δεν είναι άλλος από την αποκάλυψη των πραγματικών τους χαρακτήρων και στους ίδιους και στους άλλους , καθώς και τη δυσφορία που τη συνοδεύει. Η ζωή δεν ανταλλάσσεται και τα δώρα αυτοθυσίας πολλές φορές κρύβουν αισθήματα τιμωρίας και θυμού.
Όλο το έργο πραγματεύεται τις συνέπειες της αποφυγής και της προσφοράς και μας καλεί να σκεφτούμε ότι τα κίνητρα για τις πράξεις μας δεν είναι πάντα τα προφανή. Όλα συνέβησαν, γιατί οι πρωταγωνιστές είναι ασυνείδητοι. Και με αυτό εννοώ ότι δεν είχαν επίγνωση των συναισθημάτων και επακολούθως των κινήτρων που κρύβονταν πίσω από τις πράξεις τους. Αν οι πρωταγωνιστές είχαν επίγνωση όλων αυτών, η ιστορία θα εξελισσόταν τελείως διαφορετικά. Ο Άδμητος θα δεχόταν τις συνέπειες των πράξεων του, αφού η αρχή της πραγματικότητας δεν θα του επέτρεπε ευτυχία, ακόμα και αν ξέφευγε της τιμωρίας, η Άλκηστη δεν θα ασχολιόταν με το ανθρωπάκι και θα κυνηγούσε αλλού την τύχη της και ο Ηρακλής ίσως έψαχνε αλλού φιλοξενία, αποστρεφόμενος τον Άδμητο.
Η ποιοτική ενασχόληση με τον εαυτό μας είναι ο μόνος τρόπος για να τον ανακαλύψουμε αποφεύγοντας την σκληρή αποκάλυψη που προκαλούν τα γεγονότα. Sapientia Vivendi, η αλλιώς η πλήρης συνειδητότητα του ζειν μέσα στην αυθεντική εγκαρτέρηση της γνώσης ότι δεν επέρχεται σωτηρία από πουθενά και από κανέναν.