Ισως επειδή μπήκαμε στην καρδιά του καλοκαιριού –παρότι πολιτικά όλα παραπέμπουν σε χειμώνα –ο νους ξεφεύγει για λίγο από τη βαριά καθημερινότητα. Σκέφτομαι σήμερα πώς να απαντήσω σε μια επίμονη ερώτηση: «Μα όλα στραβά τα βρίσκεις επιτέλους με αυτή την κυβέρνηση; Δεν θεωρείς ότι υπάρχει καμιά ελπίδα;».
Αντλώντας δύναμη από την άρνηση της απελπισίας, από τις αντοχές μιας κοινωνίας που κάνει διαρκώς ένα βήμα μπρος και δύο πίσω, αλλά και από την έμπρακτη απόδειξη ότι «δεν είμαστε όλοι ίδιοι», θα μπορούσα να δώσω μια σύντομη απάντηση: όλα είναι θέμα ήθους. Τώρα που φάνηκε, πέρα από τις διαφορές στην πολιτική προσέγγιση, η διαφορά ήθους μεταξύ της σημερινής κυβέρνησης και όσων την αντιμάχονται με τα όπλα της δημοκρατίας, ίσως υπάρχει ελπίδα.
Επειδή στην πολιτική δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια και όλα είναι θέμα σύγκρισης, ας συγκρίνουμε δύο εξιστορήσεις και δύο δρόμους προς την ανάκαμψη. Διαβάζοντας τον τρόπο με τον οποίο αναλύουν την κρίση και τον τρόπο αντιμετώπισής της ο πιο εμβληματικός υπουργός της «πρώτη φορά Αριστεράς» και ο πρώτος υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης στα χέρια της οποίας έσκασε η βόμβα της εθνικής χρεοκοπίας, μου έκανε βαθιά εντύπωση μια ομοιότητα και μια διαφορά –ή, για να πω καλύτερα, το βάθος της διαφοράς μέσα από την ομοιότητα.
Και ο Βαρουφάκης και ο Παπακωνσταντίνου, παρά τη χαώδη διαφορά ταμπεραμέντου, είναι μορφωμένοι, πολύστροφοι, με παραστάσεις του κόσμου και μη επαγγελματίες της πολιτικής κι έτσι γρήγορα είδαν, και περιγράφουν ο καθένας με τον τρόπο του, τις δομικές αδυναμίες του ελληνικού και του ευρωπαϊκού συστήματος και το ανυπέρβλητο βάθος όχι μόνο της κρίσης αλλά και της «λύσης» που επιβλήθηκε. Ενώ όμως ο πρώτος χρονικά χειριστής δούλεψε, σε συνθήκες αφόρητης πίεσης, με έκδηλη την αγωνία για το γενικό συμφέρον, για τη σωτηρία του μείζονος, για την αποφυγή της απόλυτης καταστροφής από την οποία περάσαμε τόσο ξυστά, ο «αριστερός» διάδοχός του λειτούργησε και λειτουργεί με όρους «εγώ» και «αυτοί», με συναίσθηση βεβαιότητας, με αγνόηση της πραγματικότητας και των συσχετισμών δυνάμεων. Και οι δύο επωμίστηκαν υπέρογκο φορτίο. Αλλά ο εκφραστής των «παλιών δυνάμεων» έβαλε μπροστά την ευθύνη ξέροντας, όπως και έγινε, ότι θα πληρώσει βαρύτατο προσωπικό κόστος. Ενώ ο εκπρόσωπος της «ριζοσπαστικότητας» έπαιξε, κατ’ εντολήν του Πρωθυπουργού, τη χώρα στα ζάρια και τώρα εξηγεί την αποτυχία του σαν να ήταν επιτυχία, γράφει την ιστορία για προσωπική δικαίωση και προβολή, καταδίδει τους χθεσινούς εντολοδόχους του.
Ιδιου τύπου διαφοροποίηση παρατηρείται και στο κομματικό επίπεδο. Παρά το βάρος της ιστορίας της και τις υπαρκτές αγκυλώσεις της, η παράταξη που διαχειρίστηκε το ξέσπασμα της κρίσης προσπαθεί να επανασυσταθεί με αίσθηση συλλογικής ευθύνης, χωρίς ύβρεις και υπερβολές. Η πρόοδος είναι ακόμα μικρή, κατά τη γνώμη μου, η στιγμή θα ζητούσε λιγότερες επιτροπές και διαδικασίες, μεγαλύτερη τόλμη ιδεών και προσώπων, αλλά κερδήθηκε ένα επίπεδο επικοινωνίας, αυτογνωσίας, ειλικρίνειας, διάθεσης προσφοράς. Από την πλευρά της κυβερνώσας παράταξης, αντίθετα, μόνος στόχος είναι η εξουσία, μέθοδος ο αποπροσανατολισμός, εργαλείο η χυδαιότητα. Η αίσθηση ότι αυτή η μπογιά έπαψε πια να βάφει το συλλογικό υποσυνείδητο είναι ίσως το πιο παρήγορο μπροστά σε αυτή την πολλοστή αλλά όχι τελευταία καμπή.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος