«Ο ήλιος δύει κι ένα ρόδινο φως αγκαλιάζει τον όρμο. Περπατούν προς την Απολλωνία, την πρωτεύουσα. Πλάι στους δρόμους όπου περπατούν φυτρώνουν κάκτοι και συκιές. Εκεί που τελειώνει ένας απόκρημνος θαλασσόβραχος, ένα μοναστήρι υποδέχεται τους τουρίστες με τα μαγιό…». Για τους λάτρεις της Σίφνου, η περιγραφή προφανώς δεν αδικεί καθόλου τον προορισμό. Προέρχεται μάλιστα από το «Γλυκό τραγούδι» της Λεϊλά Σλιμανί, βιβλίο που διακρίθηκε το 2015 με το βραβείο Γκονκούρ και κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά (εκδ. Ψυχογιός, μετάφραση Τιτίκα Δημητρούλια). Το μυθιστόρημα έρχεται να προστεθεί στις καταγραφές της «ξένης πεζογραφίας με ελληνικά μοτίβα», η οποία έχει αφήσει κλασικούς πλέον τίτλους, όπως ο «Μάγος» (Τζον Φόουλς), «Η οικογένειά μου και άλλα ζώα» (Λόρενς Ντάρελ), «Τα ονόματα» (Ντον Ντε Λίλο) και βέβαια οι μαρτυρίες του Πάτρικ Λι Φέρμορ.
Αύγουστος 1981
«Ενας χωρισμός»
Ενας κόσμος χωριστά μέσα στην ξένη λογοτεχνία παραμένει το ανελέητο τοπίο της Μάνης το οποίο έχει καταγράψει πρώτος ο Πάτρικ Λι Φέρμορ στο ομότιτλο βιβλίο του 1972 (σε μετάφραση Τζαννή Τζαννετάκη): ένα οδοιπορικό στη μεταπολεμική Μάνη, αλλά και ένα είδος ελληνικού άτλαντα με ιστορικές λεπτομέρειες, όπως τη μετανάστευση στην Κορσική ή στοιχεία μυθολογίας που πέρασαν στην καθημερινή ζωή.
Το τρίτο μυθιστόρημα της Κέιτι Κιταμούρα «Ενας χωρισμός» (εκδ. Κέδρος, μετάφραση Γιώργος Μαραγκός) επιστρέφει στη γεωγραφία αυτού του σκληρού σαν τη σιωπή τόπου. Σύμφωνα με την πλοκή, μια νεαρή γυναίκα μαθαίνει ότι ο Κρίστοφερ, ο άνθρωπος που παραμένει τυπικά σύζυγός της, έχει εξαφανιστεί μετά τη μετάβασή του στον Γερολιμένα της Μάνης όπου έκανε έρευνα για τις μοιρολογίστρες της περιοχής. «Αυτό που του κινούσε περισσότερο το ενδιαφέρον στην πρακτική αυτή ήταν η εξωτερίκευση του πόνου: το γεγονός ότι ένα σώμα που δεν ανήκε στους πενθούντες εξέφραζε την οδύνη τους. Ηταν κυριολεκτικά μια εξωσωματική εμπειρία, είχε πει. Εσύ που πενθείς απαλλάσσεσαι πλήρως από την ανάγκη να δείξεις τα συναισθήματά σου. Ολη η πίεση της κηδείας, η προσδοκία ότι θα δείξεις τον πόνο σου στο συγκεντρωμένο πλήθος –φαντάσου να είσαι η χήρα, να κηδεύεις τον άντρα σου, ο κόσμος περιμένει παράσταση».
Η Κιταμούρα, που ζει στη Νέα Υόρκη και εργάζεται και ως κριτικός λογοτεχνίας, διεισδύει στον κοινωνικό και πολιτισμικό μικρόκοσμο, πίσω από παραδομένες αντιλήψεις. «Το σώμα εκείνης της γυναίκας είχε λογική», γράφει για μια μανιάτισσα ιδιοκτήτρια ξενώνα. «Αν και περπατούσε γρήγορα, το σώμα της έμοιαζε φτιαγμένο από μολύβι, ήταν μια γυναίκα στερεωμένη σταθερά στο έδαφος». Και σε άλλο σημείο: «Οι άντρες τα κατάφερναν καλύτερα, έπαιρναν ώθηση από την ίδια τη ζωή, πολύ συχνά ένας άντρας δεν προλάβαινε να πάρει διαζύγιο και παντρευόταν ξανά, ήταν ζήτημα σκοπιμότητας, που δεν αποτελούσε λόγο να ντρέπεται κανείς».
Σχεδόν όλο το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην ενδοχώρα της Μάνης μέχρι την επιστροφή της ηρωίδας στο Λονδίνο. Είναι μία ενδοχώρα που θάβει την ιστορία της χωρίς να καταφέρνει πάντα να ξεδιαλύνει τις πολλαπλές στρωματώσεις των εμφύλιων παθών: «Μπήκε στην εκκλησία κάνοντας γρήγορα τον σταυρό του πριν σταματήσει μπροστά στην τοιχογραφία: είναι από τον Εμφύλιο…. Οι κομμουνιστές βεβήλωσαν τους αγίους… και έγραψαν ηλίθια κομμουνιστική προπαγάνδα. Δεν φαίνονται όλοι οι χαρακτήρες, μερικοί είναι καλυμμένοι, αλλά λέει, μετέφρασε: “Κάτω ο φασισμός”… Ο Στέφανος κούνησε τα δάχτυλά του και έδειξε το δεύτερο σύνολο χαρακτήρων: ο στρατός ήρθε και κάλυψε το κομμουνιστικό σύνθημα και έγραψε το δικό του. “Ζήτω ο βασιλιάς”».