«Ο ήλιος δύει κι ένα ρόδινο φως αγκαλιάζει τον όρμο. Περπατούν προς την Απολλωνία, την πρωτεύουσα. Πλάι στους δρόμους όπου περπατούν φυτρώνουν κάκτοι και συκιές. Εκεί που τελειώνει ένας απόκρημνος θαλασσόβραχος, ένα μοναστήρι υποδέχεται τους τουρίστες με τα μαγιό…». Για τους λάτρεις της Σίφνου, η περιγραφή προφανώς δεν αδικεί καθόλου τον προορισμό. Προέρχεται μάλιστα από το «Γλυκό τραγούδι» της Λεϊλά Σλιμανί, βιβλίο που διακρίθηκε το 2015 με το βραβείο Γκονκούρ και κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά (εκδ. Ψυχογιός, μετάφραση Τιτίκα Δημητρούλια). Το μυθιστόρημα έρχεται να προστεθεί στις καταγραφές της «ξένης πεζογραφίας με ελληνικά μοτίβα», η οποία έχει αφήσει κλασικούς πλέον τίτλους, όπως ο «Μάγος» (Τζον Φόουλς), «Η οικογένειά μου και άλλα ζώα» (Λόρενς Ντάρελ), «Τα ονόματα» (Ντον Ντε Λίλο) και βέβαια οι μαρτυρίες του Πάτρικ Λι Φέρμορ.
Το «Γλυκό τραγούδι» είναι η ιστορία της Λουίζ, μιας νταντάς την οποία προσλαμβάνουν η Μιριάμ και ο Πολ, γονείς δύο παιδιών, αλλά και μιας παγίδας αλληλεξάρτησης στην οποία πέφτουν όλα τα μέλη της οικογένειας. Σε ένα από τα επεισόδια του βιβλίου η τετραμελής οικογένεια ταξιδεύει μαζί με την Λουίζ στη Σίφνο μένοντας ένα βράδυ στην Αθήνα για να περάσουν όλοι μαζί καλοκαιρινές διακοπές. Η ελληνική στιγμή του βιβλίου καταλαμβάνει περίπου 20 σελίδες και σ’ αυτές η συγγραφέας, η οποία γεννήθηκε το 1981 στο Ραμπάτ του Μαρόκου, φέρνει στην επιφάνεια λεπτομέρειες από το νησί που προφανώς επισκέφτηκε (ή μελέτησε). Τη Σίφνο, δηλαδή, που «χρωστούσε παλιά την ευημερία της στα ορυχεία του χρυσού και του αργύρου που κρύβει το υπέδαφός της», όπως γράφει. Τη Σίφνο που μπορεί να λειτουργεί ως αισθηματική γεωγραφία μέσα σε ένα μυθιστόρημα: «Ο ήλιος βυθίστηκε στη θάλασσα, αλλά δεν έχει σκοτεινιάσει. Το φως έχει πάρει απλώς απαλές αποχρώσεις και συνεχίζει κανείς να βλέπει το τοπίο στην παραμικρή του λεπτομέρεια. Το περίγραμμα μιας καμπάνας στη στέγη μιας εκκλησίας. Η αετίσια κατατομή μιας πέτρινης προτομής. Η θάλασσα και η θαμνώδης ακτή μοιάζουν να τεντώνονται, να βουλιάζουν σε μια αισθησιακή χαύνωση, να παραδίνονται στη νύχτα, πολύ απαλά, δημιουργώντας πόθους».

Αύγουστος 1981
Το «Γλυκό τραγούδι» δεν είναι το μόνο μυθιστόρημα του φετινού αναγνωστικού καλοκαιριού στο οποίο μπορεί κανείς να ανακαλύψει αναφορές στην Ελλάδα. Στην πολυπρόσωπη «Ακαθάριστη εθνική ευτυχία» του Φρανσουά Ρου (εκδ. Πόλις, μετάφραση Μανώλης Πιμπλής), η Μύκονος διεκδικεί το δικό της μερίδιο στην ιστορία τεσσάρων φίλων, μέσα από τις σχέσεις των οποίων σκιαγραφείται η πολιτική και κοινωνική τοιχογραφία της Γαλλίας των τελευταίων τριών δεκαετιών (και κυρίως μετά την άνοδο του Μιτεράν στην εξουσία). Στις αναμνήσεις του Πολ, γόνου αστικής οικογένειας που θέλει να αποκαλύψει κάποτε την ομοφυλοφιλία του, το ελληνικό νησί «λουσμένο στο φως» κατέχει σημαντική θέση κάτω από την ημερολογιακή εγγραφή «4 Αυγούστου 1981». Το κοινό ταξίδι με τους φίλους του καταλήγει στην ντισκοτέκ της Μυκόνου όπου φιλοξενείται βραδιά μεταμφιεσμένων με θέμα «Νύμφες και Σάτυροι». Η περιγραφή του Ρου, ο οποίος εργάζεται ως σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ, θα θυμίσει σε αρκετούς αναγνώστες εικόνες από το συλλογικό ασυνείδητο για τη Μύκονο των eighties: «Την αίθουσα την είχε κατακλύσει ένας υπερφυσικός διονυσιακός πυρετός. Από το σκηνικό, που ήταν οπωσδήποτε αποτέλεσμα του παραληρήματος κάποιου μαστούρη διακοσμητή, ξεπρόβαλλαν διακοσμητικά στοιχεία ναών –δωρικοί κίονες, κιονόκρανα, κολόνες, αετώματα, αψίδες, σκαλοπάτια -, βαμμένα ολόκληρα με σπρέι λάκας φούξια. Σε όλο το μήκος του στρογγυλού παταριού που δέσποζε πάνω από την αίθουσα του ισογείου μια ζωφόρος από γυψομάρμαρο εξέθετε τα ερωτικά κατορθώματα ερεθισμένων εφήβων. Από το ταβάνι, που το κάλυπτε μια πλισέ τέντα από μενεξεδί σατέν, κρεμόταν ένας πολυέλαιος πρωτοφανών διαστάσεων, κάθε μπράτσο του οποίου έμοιαζε με μαύρο πέος σε στύση».

«Ενας χωρισμός»
Ενας κόσμος χωριστά μέσα στην ξένη λογοτεχνία παραμένει το ανελέητο τοπίο της Μάνης το οποίο έχει καταγράψει πρώτος ο Πάτρικ Λι Φέρμορ στο ομότιτλο βιβλίο του 1972 (σε μετάφραση Τζαννή Τζαννετάκη): ένα οδοιπορικό στη μεταπολεμική Μάνη, αλλά και ένα είδος ελληνικού άτλαντα με ιστορικές λεπτομέρειες, όπως τη μετανάστευση στην Κορσική ή στοιχεία μυθολογίας που πέρασαν στην καθημερινή ζωή.
Το τρίτο μυθιστόρημα της Κέιτι Κιταμούρα «Ενας χωρισμός» (εκδ. Κέδρος, μετάφραση Γιώργος Μαραγκός) επιστρέφει στη γεωγραφία αυτού του σκληρού σαν τη σιωπή τόπου. Σύμφωνα με την πλοκή, μια νεαρή γυναίκα μαθαίνει ότι ο Κρίστοφερ, ο άνθρωπος που παραμένει τυπικά σύζυγός της, έχει εξαφανιστεί μετά τη μετάβασή του στον Γερολιμένα της Μάνης όπου έκανε έρευνα για τις μοιρολογίστρες της περιοχής. «Αυτό που του κινούσε περισσότερο το ενδιαφέρον στην πρακτική αυτή ήταν η εξωτερίκευση του πόνου: το γεγονός ότι ένα σώμα που δεν ανήκε στους πενθούντες εξέφραζε την οδύνη τους. Ηταν κυριολεκτικά μια εξωσωματική εμπειρία, είχε πει. Εσύ που πενθείς απαλλάσσεσαι πλήρως από την ανάγκη να δείξεις τα συναισθήματά σου. Ολη η πίεση της κηδείας, η προσδοκία ότι θα δείξεις τον πόνο σου στο συγκεντρωμένο πλήθος –φαντάσου να είσαι η χήρα, να κηδεύεις τον άντρα σου, ο κόσμος περιμένει παράσταση».
Η Κιταμούρα, που ζει στη Νέα Υόρκη και εργάζεται και ως κριτικός λογοτεχνίας, διεισδύει στον κοινωνικό και πολιτισμικό μικρόκοσμο, πίσω από παραδομένες αντιλήψεις. «Το σώμα εκείνης της γυναίκας είχε λογική», γράφει για μια μανιάτισσα ιδιοκτήτρια ξενώνα. «Αν και περπατούσε γρήγορα, το σώμα της έμοιαζε φτιαγμένο από μολύβι, ήταν μια γυναίκα στερεωμένη σταθερά στο έδαφος». Και σε άλλο σημείο: «Οι άντρες τα κατάφερναν καλύτερα, έπαιρναν ώθηση από την ίδια τη ζωή, πολύ συχνά ένας άντρας δεν προλάβαινε να πάρει διαζύγιο και παντρευόταν ξανά, ήταν ζήτημα σκοπιμότητας, που δεν αποτελούσε λόγο να ντρέπεται κανείς».
Σχεδόν όλο το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην ενδοχώρα της Μάνης μέχρι την επιστροφή της ηρωίδας στο Λονδίνο. Είναι μία ενδοχώρα που θάβει την ιστορία της χωρίς να καταφέρνει πάντα να ξεδιαλύνει τις πολλαπλές στρωματώσεις των εμφύλιων παθών: «Μπήκε στην εκκλησία κάνοντας γρήγορα τον σταυρό του πριν σταματήσει μπροστά στην τοιχογραφία: είναι από τον Εμφύλιο…. Οι κομμουνιστές βεβήλωσαν τους αγίους… και έγραψαν ηλίθια κομμουνιστική προπαγάνδα. Δεν φαίνονται όλοι οι χαρακτήρες, μερικοί είναι καλυμμένοι, αλλά λέει, μετέφρασε: “Κάτω ο φασισμός”… Ο Στέφανος κούνησε τα δάχτυλά του και έδειξε το δεύτερο σύνολο χαρακτήρων: ο στρατός ήρθε και κάλυψε το κομμουνιστικό σύνθημα και έγραψε το δικό του. “Ζήτω ο βασιλιάς”».