Τον Τζον Μέιναρντ Κέινς τον ξέρουμε ως τον άνθρωπο που άλλαξε την οικονομική επιστήμη τον 20ό αιώνα, κατά πολλούς μάλιστα ως τον μεγαλύτερο οικονομολόγο του αιώνα που πέρασε. Η αλήθεια είναι ότι παρότι πάντα υποχρεωτικά μνημονεύεται, πολλά πανεπιστήμια, διεθνώς, τείνουν να πάψουν να τον διδάσκουν, καθώς σήμερα η μόδα στην οικονομική επιστήμη έχει προσανατολιστεί σε θεωρίες αντίθετες προς τις δικές του, θεωρίες που βασίζονται στον μικρότερο δυνατό κρατικό παρεμβατισμό. Ενώ εκείνος, τουλάχιστον σε συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες, ευαγγελιζόταν μεγάλες κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία.
Ούτως ή άλλως, όμως, κάποιος που έχει δώσει το όνομά του σε μια ολόκληρη θεωρία, τον κεϊνσιανισμό, είναι κάπως δύσκολο να ξεχαστεί. Ακόμη περισσότερο που τα ταλέντα του υπήρξαν πολύπλευρα, ήταν δηλαδή ένας οικονομολόγος του οποίου το προφίλ πήγαινε και αυτό αντίθετα με το ρεύμα, ήταν με άλλα λόγια κάτι πολύ διαφορετικό από έναν απλό τεχνοκράτη όπως τον φανταζόμαστε στην εποχή μας.
Ενα από τα πολλά ταλέντα του ήταν, αναμφισβήτητα, το λογοτεχνικό. Στη λέσχη του Μπλούμσμπερι, της οποίας ήταν βασικό μέλος, λέσχη που αποτελούσε διάδοχο μιας φοιτητικής αδελφότητας του Κέιμπριτζ γύρω στα 1920, οι συμμετέχοντες έγραφαν κείμενα και τα διάβαζαν μεταξύ τους, σε βραδιές στις οποίες μπορούσε να συμμετέχει και μια Βιρτζίνια Γουλφ. Και ας μην ξεχνάμε κάτι βασικό: ενώ η επιστημονική καταξίωση του θεμελιώδους βιβλίου του Μέιναρντ Κέινς, «Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης», οφειλόταν στην επιστημονικά θεμελιωμένη άποψη ότι οι υπερβολές των πολεμικών επανορθώσεων που επιβλήθηκαν στη Γερμανία μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου θα οδηγούσαν σε αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα –πρόβλεψη που επαληθεύτηκε με τον πιο δραματικό τρόπο -, η εκδοτική επιτυχία του βιβλίου, που του εξασφάλισε μάλιστα μεγάλη οικονομική άνεση, οφειλόταν στη λογοτεχνική αξία των περιγραφών του. Ο Κέινς, που έζησε από κοντά τις εξάμηνες διαπραγματεύσεις της ανακωχής οι οποίες οδήγησαν στην περίφημη (ή περιβόητη) Συνθήκη των Βερσαλλιών, έχει μέσα στο βιβλίο απολαυστικά πορτρέτα των πρωταγωνιστών, δηλαδή του Κλεμανσό, του Λόιντ Τζορτζ και του Γούντροου Ουίλσον.
Το ίδιο συμβαίνει και με το βιβλίο «Δύο αναμνήσεις. Από το Μπλούμσμπερι στο Παρίσι» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αγρα. Πρόκειται για βιβλίο που αναφέρεται στην ίδια ακριβώς περίοδο, τις διαπραγματεύσεις της ανακωχής το 1919, και το οποίο εκδόθηκε το 1949, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα του: ο Κέινς είχε ορίσει ρητά στη διαθήκη του ότι αυτά ήταν τα μόνα ανέκδοτα κείμενά του που θα ήθελε να δημοσιευτούν μετά τον θάνατό του.
Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά το βιβλίο, θα καταλάβει, πίσω από τις γραμμές, γιατί τελικά ο Κέινς δεν έγινε λογοτέχνης. Η ανάμειξή του στα τεκταινόμενα της εποχής ήταν τόσο βαθιά, οι ρόλοι που αναλάμβανε τόσο λεπτοί, τα σαλόνια στα οποία εισέδυε τόσο δυσπρόσιτα και απαιτητικά, που δύσκολα θα συμβιβάζονταν με τις ελευθερίες και τις ελευθεριότητες ενός πεζογράφου. Από το ταλέντο του αυτό κράτησε τουλάχιστον τις απολαυστικές περιγραφές και την οξυδέρκεια των παρατηρήσεων.
Καμιά φορά, μάλιστα, στα όρια του κυνισμού, όπως όταν γράφει για μια μετακίνηση στην πόλη Τρεβ, για διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς.
«Η Τρεβ, όπως γνωρίζετε, βρίσκεται στη Γερμανία. Η μετάβαση σε γερμανικό έδαφος τον Ιανουάριο του 1919 φάνταζε στα μάτια μας εκπληκτική περιπέτεια. Αναρωτιόμασταν ποια θα μπορούσε να είναι η εικόνα των δρόμων, αν τα πλευρά των παιδιών θα διαγράφονταν κάτω από τα ρούχα τους και τι θα μπορούσε να βρει κανείς στα ράφια των καταστημάτων. (…) Η πόλη βρισκόταν την εποχή εκείνη στην αμερικανική ζώνη κατοχής. Ως εκ τούτου, οι αμερικανοί αντιπρόσωποι ζήτησαν την επίταξη όσων διαμερισμάτων τούς αναλογούσαν. Οντας αρκούντως περήφανοι για την προνομιακή τους θέση, προσφέρθηκαν να με φιλοξενήσουν. Ετσι λοιπόν βρεθήκαμε να τριγυρνάμε με έναν αμερικανό υπολοχαγό –με γοητευτικά χαρίσματα και το συνήθειο της ηχηρής προετοιμασίας της ροχάλας, χαρακτηριστικό των ανθρώπων του τύπου του, τον οποίο πολύ θα ήθελα να είχα τον χώρο να τον σκιαγραφήσω –προκειμένου να επιθεωρήσουμε μια-δυο διαθέσιμες οικίες. Η πρώτη που επισκεφθήκαμε ήταν ένα φτωχικό, αλλά πεντακάθαρο, τυπικό μεσοαστικό γερμανικό νοικοκυριό. Με πρόσωπα αποκαρδιωμένα, αλλά γεμάτα σεβασμό, η frau του σπιτιού κι ο σύζυγός της ξενάγησαν τους ξένους κατακτητές στον χώρο. Ενιωσα μεγάλη ντροπή με την όλη κατάσταση. Μιλούσαμε δυνατά μεταξύ μας, ζητήσαμε να δούμε το μπάνιο, εξετάσαμε τα μαξιλάρια, ανακοινώσαμε πως σε γενικές γραμμές ήταν εντάξει, και μας έδωσαν το κλειδί της εξώπορτας. (…) Η ουσία της υπόθεσης ήταν ότι ασκούσαμε τα δικαιώματά μας ως νικητές σε βάρος των καημένων αυτών ανθρώπων, χάρη στη συμπτωματική και τρομερή ευκολία του πράγματος. Εμείς οι πολίτες εξασφαλίζαμε για τον εαυτό μας μια ελάχιστη απομίμηση της έξαψης, την οποία, όπως τότε συνειδητοποίησα πλήρως για πρώτη φορά, ακόμα και η πιο ασήμαντη μονάδα ενός νικηφόρου στρατού θα πρέπει να αισθάνεται όταν τοποθετείται σε μια ξένη και ηττημένη χώρα. Αυτό που κάναμε ήταν πράγματι απάνθρωπο, και γι’ αυτό και τόσο απολαυστικό».
Και η Γερμανία συνέχιζε να λιμοκτονεί…
Το βιβλίο, που μετέφρασε γλαφυρά ο Σπύρος Γιανναράς, αποτελείται από δύο κείμενα. Το δεύτερο, που έχει τίτλο «Τα νεανικά μου πιστεύω», περιγράφει το κλίμα του Κέιμπριτζ των αρχών του 20ού αι. και την επιρροή που άσκησε πάνω στον Κέινς η φιλοσοφία του Τζορτζ Εντουαρντ Μουρ. Εκεί διαπιστώνει κανείς ότι ελάχιστα πράγματα απαρνήθηκε από τη νεότητά του, με την ελευθερία σκέψης της οποίας κλόνισε εδραιωμένα δόγματα της εποχής. Το πρώτο κείμενο, που είναι και το εκτενέστερο και έχει τίτλο «Δρ Μέλχιορ, ένας ηττημένος εχθρός», αφορά ιστορικά γεγονότα στα οποία πήρε ο ίδιος μέρος, τις διαπραγματεύσεις της ανακωχής μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Μέλχιορ είναι ένας από τους ικανότερους διαπραγματευτές της γερμανικής πλευράς, με τον οποίο ο Κέινς απέκτησε φιλική σχέση. Η κριτική του Τζον Μέιναρντ Κέινς στον τρόπο με τον οποίο οι αξιωματούχοι των συμμαχικών δυνάμεων μεταχειρίζονταν τους ηττημένους Γερμανούς είναι κάτι παραπάνω από αυστηρή. Οι σοφιστείες με τις οποίες οι Γάλλοι, κυρίως, αλλά όχι μόνο, αρνούνταν να άρουν το εμπάργκο στα τρόφιμα, καταδικάζοντας τους Γερμανούς σε ασιτία, είναι παροιμιώδεις. Θυμίζουν τις ίδιες τις οποίες τα τελευταία χρόνια το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών με το ΔΝΤ χρησιμοποιούν για να μεταθέτουν την απόφαση διευθέτησης του ελληνικού χρέους. Η Γερμανία έπρεπε να εφοδιαστεί με σιτηρά και τρόφιμα, σε αυτό συμφωνούσαν όλοι. Αλλά έπρεπε να πληρώσει. Οχι όμως με το χρυσό που διέθετε, γιατί αυτός προοριζόταν για τις πολεμικές επανορθώσεις, έλεγαν οι Γάλλοι. Αλλα διαθέσιμα όμως δεν είχε. Οπότε ζητούσε να της δοθεί δάνειο. Αμερικανοί όμως και Αγγλοι έλεγαν ότι δεν μπορούσαν να πάνε στα Κοινοβούλιά τους να ζητήσουν να δοθεί δάνειο στους Γερμανούς, πολιτικά αυτό ήταν αδύνατο.
Και η Γερμανία συνέχιζε να λιμοκτονεί. Οπότε, κάπου εκεί, της ζητήθηκε να παραδώσει όλο τον εμπορικό της στόλο στα χέρια των συμμάχων προκειμένου να γίνει ο ανεφοδιασμός! Κάτι μας θυμίζουν όλα αυτά. Και μας καταδεικνύουν ακριβώς τούτο, ότι δηλαδή όταν μια χώρα βρεθεί σε δεινή θέση, για τις άλλες χώρες κάθε βοήθεια είναι ταυτόχρονα και ευκαιρία λεηλασίας. Και ότι συχνά συμβαίνει μια χώρα που μετέρχεται τέτοιες μεθόδους να έχει πέσει και η ίδια στο παρελθόν θύμα τους.
John Maynard Keynes
Δύο αναμνήσεις
Aπό το Μπλούμσμπερι στο Παρίσι
Πρόλογος Mael Renouard
Εισαγωγή – σημειώσεις
David Garnett
Μτφ. Σπύρος Γιανναράς
Εκδ. Αγρα, 2017,
σελ. 144
Τιμή: 13 ευρώ