Ευτυχώς υπάρχουν ακόμη κάποιες εστίες που αντιστέκονται. Και αναφέρομαι στον πολιτισμικό χώρο που πενήντα χρόνια τώρα παρακολουθώ. Συχνά συνυπάρχουν και παγίως συμπάσχω με τις αγωνίες των ανθρώπων που αφιερώνονται χωρίς κανένα οικονομικό όφελος. Πρόκειται για τις ερασιτεχνικές ομάδες που με δημιουργικό ζήλο και συχνά βάζοντας και από την τσέπη τους αφήνονται χωρίς γκρίνιες και χωρίς βεντετισμούς στη γοητεία του θεατρικού μυστηρίου.
Και είναι πράγματι η θεατρική εμπειρία και από τις δύο πλευρές –σκηνή, αμφιθέατρο – πλατεία –ένα μυστήριο που πρώτος προσπάθησε να το ανιχνεύσει ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του. Αλλά είχε προηγηθεί η διαπίστωση του μεγάλου πανεπιστήμονα πως θεμέλιο της κοινωνίας των ανθρώπων (και λίγο των ανωτέρων ειδών του ζωικού βασιλείου) είναι η Μίμησις. Χωρίς τη μίμηση δεν υπάρχει μνήμη και γνώση. Και πρώτα πρώτα η γλώσσα είναι προϊόν της μιμητικής διαδικασίας. Το μωρό παιδί εφόσον διαθέτει ακέραιες τις κεραίες των αισθητηρίων οργάνων (όραση, ακοή) μιμείται τη φωνή της μάνας του και προσαρμόζεται αποτυπώνοντας κινήσεις του περιβάλλοντος στον χώρο.
Μια από τις πλέον θεμελιώδεις συζητήσεις των πλατωνικών διαλόγων είναι στον «Κρατύλο» η αντιπαράθεση του Σωκράτη με τον μαθητή του Ηράκλειτο Κρατύλο γύρω από το μέγα (και αιώνιο) πρόβλημα «πόθεν η γλωσσική ικανότητα». Είναι φύσει; δηλαδή ο άνθρωπος, όπως ισχυρίζεται η ανατολική σχολή, έρχεται στον κόσμο με έμφυτη τη γλωσσική δυνατότητα και οι λέξεις προέρχονται από ηχητικές μεταποιήσεις των φυσικών ήχων; Ή η γλώσσα είναι μια κατασκευή, μια ανθρώπινη επινόηση να προικίσει με νοήματα τους φυσικούς ήχους και να δημιουργήσει ένα σύμπαν επικοινωνιακού συστήματος όπως ισχυρίζεται ο Σωκράτης;
Το πρόβλημα που θέτει ο «Κρατύλος» απασχόλησε όλες τις επιστήμες ήδη από τον Μεσαίωνα. Εως τις μέρες μας, υλιστές, μεταφυσική, κοινωνιολόγοι και ειδικευμένοι γλωσσολόγοι αλλά και νευρολόγοι (σε μας εδώ ο μέγας Χειμωνάς) προσπάθησαν να διεισδύσουν στο γλωσσικό μυστήριο, αυτό το καίριο εργαλείο-αξία που αποτελεί την ειδοποιό διαφορά του ανθρώπου από τα άλλα ζώα.
Η πορεία από τον βρυχηθμό στην κραυγή (στο επιφώνημα) και από την κραυγή στη λέξη είτε με το περιεχόμενο της ικεσίας, της απειλής, της έκκλησης, του έρωτα, του πόνου ή της χαράς είναι αυτό που καθιστά τον άνθρωπο ιδιοκτήτη ενός τρίτου στρώματος πάνω από τα δύο δεδομένα της ανόργανης φύσης και του κόσμου των ζώων και των φυτών.
Γιατί αυτός ο πρόλογος, ενώ ξεκίνησα να αναφέρομαι στους ερασιτέχνες; Πρώτα, γιατί μέσα σε κάθε άνθρωπο υπάρχει η μιμητική δυνατότητα, το κατ’ εξοχήν επικοινωνιακό εργαλείο. Η δυνατότητα αυτή τον καθιστά ικανό να φορτίζει ήχους, σχήματα, κινήσεις με σημασίες και μέσω ενός συστήματος σημασιών να δημιουργεί επαφές με συνανθρώπους του αφού έχουν εκ των προτέρων συμφωνήσει το περιεχόμενο των νοημάτων. Ηδη από την εποχή των ελλήνων φιλοσόφων της αρχαιότητας γνωρίζουμε ότι η σύγχρονη γλωσσολογία εξειδίκευσε πως στη γλώσσα υπάρχει το σημαίνον και το σημαινόμενο, ο ήχος ή το γραπτό σημείο και το περιεχόμενο. Οι διάφορες «γλώσσες» είναι συστήματα σημαινόντων ενώ τα σημαινόμενα είναι τα ίδια. Π.χ. η έννοια της μονάδας είναι παντού στον κόσμο η ίδια, ενώ εκφράζεται και γράφεται με εκατοντάδες ονόματα.
Επιμένω παρά την αρχική μου πρόθεση να μιλήσω για τους ερασιτέχνες του θεάτρου που σήμερα σώζουν εν πολλοίς την τιμή του πολιτισμικού μας τοπίου.
Πέρα από τα φεστιβάλ ερασιτεχνικού θεάτρου που οργανώνονται και είχα συχνά την ευκαιρία να καμαρώσω και να βραβεύσω ως πρόεδρος ή μέλος των κριτικών επιτροπών σε πολλές ελληνικές περιοχές (στην Καρδίτσα, στην Κόρινθο, την Ερμιονίδα, στο Αργος Ορεστικόν, στο Αγρίνιο, στα Γιάννινα και σε όλους τους νομούς της Κρήτης, στη Ρόδο, στη Σάμο, στη Χίο, στη Λέσβο, στα Επτάνησα) υπάρχουν και μεμονωμένες προσπάθειες που εντάσσονται στο πλαίσιο κάποιων φεστιβαλικών εκδηλώσεων ποικίλου περιεχομένου. Μια τέτοια έξοχη προσπάθεια γίνεται τα τελευταία χρόνια στον Δήμο Μαραθώνος (σήμερα πλέον μαζί με τη Νέα Μάκρη, το Σούλι, το Καλέντζι). Αλήθεια τι σημαίνει αυτή η επιθυμία ανθρώπων κάθε ηλικίας και επαγγελματικής απασχόλησης (από μαθητές και φοιτητές, επιστήμονες, επαγγελματίες και μαστόρους, νοικοκυρές και ελληνόφωνους αλλοδαπούς);
Η επιθυμία για μίμηση είναι, είπαμε, προίκα του ανθρώπου εξελιγμένης ιδιότητας του ζωικού βασιλείου. Αλλά το θέατρο όπως εξελίχθηκε σε πρωτεύουσα πολιτιστική προνομία πρώτα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και ύστερα του σύμπαντος πολιτισμού είναι άλλου είδους ταραχή.
Αυτή την ταραχή επιδιώκει ο ερασιτέχνης, αυτή την ηδονή να καμώνεσαι ότι είσαι άλλος, να έχεις ιδέες και ήθη ξένα από την παιδεία σου και τους κώδικες του περιβάλλοντός σου, να μιμείσαι κινήσεις και σημάνσεις του σώματος τελείως ξένες από τον παράδοσή σου. Αυτό εννοούσε ο Αριστοτέλης ότι το αίτιο που οδηγούσε τον άνθρωπο στη μίμηση ήταν το «χαίρειν επί τοις μιμήμασιν». Χαίρεσαι να μιμείσαι και αποτελεί για τους άλλους χαρά να σε απολαμβάνουν να μιμείσαι.
Μίμησις είναι βέβαια κάθε τέχνη (χορός, εικαστικά, αρχιτεκτονική, μουσική) αλλά το θέατρο εκκινεί από τη μίμηση της ζωής, έχει μια ξεκάθαρη πρόθεση να ξεπατικώνει εν πρώτοις την πραγματικότητα.
Ο Μπόρχες σ’ ένα έξοχο διήγημά του καταγράφει την αμηχανία ενός Αραβα στην Ανδαλουσία να μεταφράσει την «Ποιητική» του Αριστοτέλη και να βρίσκεται σε αδιέξοδο να βρει αντίστοιχο στη γλώσσα του τού όρου «μίμησις πράξεως». Ως γνωστόν στους σημιτικούς λαούς (Εβραίους και Αραβες) απαγορεύεται η μίμησις, διότι αποτελεί γελοιοποίηση της θεϊκής δημιουργίας. Τα τζαμιά και οι χάβρες είναι ναοί ακόσμητοι. Οι πρώτοι εβραίοι ζωγράφοι ήταν οι ανεικονικοί. Ο Ρέμπραντ κηρύχθηκε αποσυνάγωγος! Ο Μπόρχες αφηγείται πως κάτω από το μπαλκόνι του άραβα αριστοτελιστή δύο γειτονόπουλα παίζουν τις «κουμπάρες» και με χιούμορ απορεί πώς ο επιστήμονας αυτός δεν συλλαμβάνει την έννοια του μιμείσθαι, όπως ασκείται στην καθημερινότητα!
Αυτή λοιπόν τη χαρά του μιμείσθαι απολαμβάνουν οι απανταχού της Ελλάδος και του κόσμου ερασιτέχνες προσπαθώντας για λίγες ώρες κάθε μέρα και για λίγους μήνες να γίνουν «άλλοι», να νιώσουν «αλλιώς», να αλλοιώσουν τις πάγιες χειρονομίες, εκφράσεις, αισθήματα και ιδέες που τους υποχρεώνει η συνθήκη της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν. Να κινηθούν, να μιλήσουν, να αισθανθούν για λίγο Αγγλοι της ελισαβετιανής εποχής, αυλικοί του Λουδοβίκου, εργάτες στους ορυζώνες της Οκλαχόμα, ναυτικοί στα φιόρδ, αρχαίοι έλληνες βασιλείς, αιχμάλωτοι και ημίθεοι, χριστιανοί σε κατακόμβες, πειρατές στο Αιγαίο και πληβείοι ή καίσαρες στη Ρώμη. Αλλά και δουλέμποροι, πόρνες, δεσμοφύλακες, κατάδικοι σε θάνατο, ληστές ή άγιοι, εγγράμματοι και αναλφάβητοι, μισητοί και παράκλητοι, παρίες και προνομιούχοι.
Τελευταία ιδέα: τι θα λέγατε αν ένας υποψήφιος δικαστής ελάμβανε υποχρεωτικά θεατρική παιδεία, ώστε να εθίζεται έμπρακτα κάθε φορά στον ψυχισμό των συνανθρώπων του που δικάζει;